«Να αγαπήσετε τις αγρυπνίες.
Οι αγρυπνίες είναι μεγάλο πράγμα.
Ανοίγει ὁ ουρανός.
Μιλάμε με τον Θεό.
Στις δικές μας αγρυπνίες εκεί πάνω, μέχρι τις δώδεκα τα μεσάνυχτα νύσταζα λιγάκι, κλείνανε τα μάτια μου.
Μετά άνοιγε ὁ νούς μου, και τη ζούσα
την προσευχή, ως το πρωί. Όταν τελείωνε, είχα τόση διάθεση, ώστε, να
ήταν τρόπος να ξανάρχιζε πάλι από την αρχή.
Στη Σκήτη διαβάζαμε καθαρά, με νόημα τον κανόνα.
Όταν οι αγρυπνίες γίνονταν στο Κυριακό, τον ψέλναμε».
Και συμπλήρωσε, αναπολώντας τη μοναχική του ζωή στα Καυσοκαλύβια:
«Εκείνο πού μου άρεσε απ΄όλα περισσότερο, ήταν ὁ Τριαδικός Κανόνας κάθε Κυριακή στο Μεσονυκτικό.
Όταν τον διάβαζε ὁ αδελφός, εγώ
συγκέντρωνα όλη την προσοχή μου. Και αν καμιά φορά διάβαζε σιγανά ἤ
γρήγορα και δεν καταλάβαινα ή δεν άκουγα, πολύ στενοχωριόμουνα.
Τότε αποτραβιόμουνα πίσω και βυθιζόμουνα στην ευχή».
«Θυμάμαι τα ωραία μου χρόνια στο Άγιον Όρος.
Οι Γέροντές μου εμένα δεν μ᾿ έβγαζαν έξω· ήμουν μικρός και δεν μ᾿ έπαιρναν σε πανηγύρεις κ.λπ.
Όταν λοιπόν έμενα μόνος μου, πήγαινα εκεί στο εκκλησάκι μας, τον Άγιο Γεώργιο, και έψαλλα όλο τέτοια κατανυκτικά τροπάρια.
Άνοιγα την Παρακλητική του Σαββάτου, πού έχει πιο πολλά κι έψαλλα.
Έλεγα, επίσης, πολύ την παράκληση της Παναγίας.
Με μεγάλη κατάνυξη κι αγάπη έψαλλα τον Κανόνα του Ιησού.
Οι Γέροντές μου δεν μ᾿ είχαν μάθει ψαλτικά.
Ακούγοντας τα έμαθα».