Μπροστά
από αρκετά χρόνια είχα διαβάσει σε σοβαρή αθηναϊκή εφημερίδα ένα άρθρο
του Η. Νικολούδη, Καθηγητή Πανεπιστημίου των Παρισίων και του Εθνικού
Μετσοβίου Πολυτεχνείου Αθηνών.
Μεταξύ
των άλλων στο σημαντικό αυτό άρθρο ο έμπειρος πανεπιστημιακός δάσκαλος
έγραφε: «υπάρχει θέμα προστασίας και διάσωσης του ελληνικού χαρακτήρα,
γιατί υπάρχει απειλή που έρχεται στην σημερινή εποχή από τον αδιακριτικό
βιομηχανικό άνθρωπο.
Η ελληνικότητα της ελληνικής κοινωνίας που επέζησε στην βάρβαρη εχθρική κατοχή κινδυνεύει από την έμμεση πολιτισμένη εισβολή των συμμάχων μας λαών.
Άνοιξαν διάπλατα οι κλεισμένες ελληνικές εσώπορτες στον βάρβαρο «κυβερνάνθρωπο» και στον «πολιτισμένο» τεχνοκράτη. Αυτό που κινδυνεύει να εκλείψει είναι ο ελληνικός ανθρωπισμός. Το ουσιαστικό πολιτικό μας πρόβλημα είναι, σήμερα και αύριο και συνέχεια, να μείνουμε έλληνες».
Επαναφέροντας στην μνήμη μου αυτές τις επισημάνσεις και βλέποντας γύρω μου την σύγχρονη πραγματικότητα, κυριεύομαι από αγωνία, γιατί δεν μπορούμε σήμερα να κάνουμε λόγο για απειλή, αλλά για εισβολή. Δεν μπορούμε σήμερα να μετράμε επισημάνσεις, αλλά να καταγράφουμε τρομακτικές διαπιστώσεις, που είναι αυτόχρημα καταστροφικές για την υπόστασή μας.
Η προστασία της ελληνικότητας δεν είναι σωβινισμός, γιατί δεν έχει επιθετική διάθεση. Είναι νόμιμη ανθρωπολογική άμυνα, γιατί απειλείται ο ελληνικός τύπος ανθρώπου από την αντιανθρώπινη στρατηγική της εποχής μας. Είναι ανάγκη να γίνουμε όσο μπορούμε περισσότερο έλληνες και να μείνουμε έλληνες.
Ο λαός μας ευρίσκεται στην Ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά δεν πρέπει να ξεχάσει αυτή από την οποία προέρχεται. Δεν πρέπει να εξευρωπαϊσθεί σε βαθμό επικίνδυνο, ώστε να χάσει την ιδιαιτερότητα και την ταυτότητά του, την ιδιοπροσωπία του.
Ευρισκόμενη η Ελλάδα στην Ευρώπη να μη «βγει» από την Ελλάδα. Ο εξευρωπαϊσμός να μη γίνει αφελληνισμός. Αυτό θα είναι η συμφορά μας.
Για να επιβεβαιωθεί η διαπίστωση, ότι η εισβολή έχει δημιουργήσει προβλήματα ολοφάνερα, ας δούμε τις ημέρες αυτές τα ελληνορθόδοξα ήθη και έθιμά μας, που υπέστησαν τρομακτική και ανησυχητική αλλοίωση.
Δύσκολα τώρα αναζητάς την ελληνικότητα στην εορτή των Χριστουγέννων που σημαίνει ορθόδοξη πνευματικότητα.
Στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, στις εφημερίδες και τα περιοδικά, στα σπίτια και στις διάφορες αίθουσες θα συναντήσει κανείς και θα ζήσει ατμόσφαιρα περισσότερο ευρωπαϊκή παρά ελληνική. Και τα δελτάρια, ακόμη, και τα καρτ-ποστάλ που θα ανταλλάξουμε για τα χρόνια πολλά δεν θα έχουν βυζαντινές εικόνες και δεν θα γράφουν, όπως άλλοτε «καλά Χριστούγεννα», αλλά μία γενική ακαθόριστη ευχή «καλές γιορτές» η το χειρότερο «καλές διακοπές».
Στις εφημερίδες, μάταια θα αναζητήσεις, ακόμη και την ίδια ημέρα των Χριστουγέννων, το ζεστό ελληνοχριστιανικό χρώμα, με τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη και τις περιγραφές των ελληνορθοδόξων παραδόσεων.
Αντίθετα διαβάζεις πολλές στοχαστικές ευρωπαίων διανοητών μελέτες, λες και εξέλιπαν οι πνευματικοί άνθρωποι στον τόπο μας, και δοκίμια αιρετικά και αντιθρησκευτικά τα οποία κάνουν λόγο, όχι για το ανεπανάληπτο γεγονός της ενανθρωπήσεως του Θεού, που χώρισε την ιστορία σε προ Χριστού και μετά Χριστό περίοδο, που έφερε κοντά μας τον Θεό μας, που στερηθήκαμε χρόνια πολλά, που έφερε τον Σωτήρα μας, τον οποίο είχαμε απόλυτα ανάγκη, αλλά γράφουν για τον «θρύλο» των Χριστουγέννων.
Στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση θα ιδεί κανείς και θα ακούσει πολλά ευρωπαϊκής θρησκευτικής ποιήσεως και μουσικής έργα και ελάχιστα ελληνικά και ορθόδοξα έργα από τον ανυπέρβλητο λειμώνα της εκκλησιαστικής υμνολογίας η και της εθνικής και δημοτικής λαογραφίας με τα τόσο ωραία και ασύγκριτα κάλαντα και άλλα επίκαιρα.
Άλλοτε τα σπίτια ήταν καθαρά, με ασβεστωμένες τις αυλές τους και γεμάτα από τα παιδιά που επέστρεφαν από μακριά όπου σπούδαζαν η εργάζονταν, από τους συγγενείς που έκαναν το ταξίδι τους, για να περάσουν όλοι μαζί την μεγάλη γιορτή.
Έρχονταν και τα νιόπαντρα ζευγάρια, για να κάνουν Χριστούγεννα μαζί με τους γονείς τους και με τους γονείς των γονιών τους, οι οποίοι περίμεναν και αυτοί την μεγάλη γιορτή.
Ήταν το σπίτι στις δόξες του, ντυμένο στα γιορτινά του και το τραπέζι το μεσημέρι πλούσια στρωμένο με το καλομαγειρεμένο φαγητό, και με τα απαραίτητα σπιτικά γλυκά. Και η χαρά στα πρόσωπα όλων ήταν η ανταύγεια της άλλης χαράς που είχαν στην καρδιά τους, ύστερα από την συμμετοχή όλης της οικογένειας στο μυστήριο της ζωής, την θεία κοινωνία.
Τώρα φεύγουν. Αδειάζουν τα σπίτια και γεμίζουν τα πολυώνυμα τουριστικά ξενοδοχεία. Αδειάζουν οι Ναοί και γεμίζουν τα λογής-λογής νυχτερινά κέντρα, όπου διοργανώνονται οι χριστουγεννιάτικες ρεβεγιόν που διαφημίζονται πολύ ενωρίτερα, για να εξασφαλίσουν ένα τραπέζι οι «σύγχρονοι» ευρωπαίοι νεοέλληνες.
Και πάρα πολλοί περνούν την άγια νύχτα που «προσμένουν με χαρά οι χριστιανοί» εκεί στους «ναούς» των προ Χριστού ψευδοθεών του Βάκχου και της Αφροδίτης, των ειδώλων, δηλαδή, που συνέτριψε ο αληθινός Θεός μας με την Γέννησή του.
Επομένως, η εισβολή έγινε. Ο εχθρός όχι προ των πυλών, αλλά εντός των σπιτιών μας. Τρέμω μήπως μπει και μέσα στις καρδιές μας, οπότε θα έχει συντελεσθεί η καταστροφή.
Γιατί, αποκόπτοντας σιγά-σιγά τον σύγχρονο έλληνα και ορθόδοξο από τις αιώνιες ρίζες του, την ιδιοπροσωπία του, τον κάνεις αιχμάλωτο αυτής της γης χωρίς πνευματικές αναζητήσεις, χωρίς ενδιαφέροντα, όχι μόνο για την μετά θάνατον ζωή, αλλά και για την πρόσκαιρη επίγεια.
Έτσι μεταβάλλεται η όμορφη χώρα μας σ΄ ένα μέτριο ευρωπαϊκό χωριό χωρίς θελκτικά ψυχικά ενδιαφέροντα, ώστε ο διψασμένος για λίγη πνευματικότητα ξένος ερχόμενος να σκέπτεται τον άδικο κόπο του και τα χρήματα που ξόδεψε.
Είναι καιρός, ακόμη, έστω στο παρά πέντε, να μετρήσουμε το χρέος μας ως έλληνες και ορθόδοξοι έναντι της ένδοξης ιστορίας μας, έναντι όλων εκείνων οι οποίοι έδωσαν αίμα και δάκρυ για αυτό τον τόπο.
Είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε πως δεν έχουμε δικαίωμα να κατασπαταλήσουμε τον πολύτιμο πατροπαράδοτο θησαυρό μας, ούτε να αποξενωθούμε από την πατρογονική μας κληρονομιά.
Έχουμε χρέος να παραδώσουμε αμείωτη και ανόθευτη την αιώνια ελληνορθόδοξη παράδοσή μας στα παιδιά μας και στις ερχόμενες γενεές, πριν τα αίματα και τα δάκρυα των γενναίων υπερασπιστών αυτών των τιμαλφών του Γένους μας γίνουν ποτάμι και μας κατακλύσουν.
Του Σεβ. Μητροπολίτη Σπάρτης κ. Ευσταθίου