Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος
Μπριαντσανίνωφ μᾶς λέγει γιά τήν ἀρετή τῆς νηστείας: «Ὁ νοῦς, αὐτός ὁ
βασιλιάς τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά ἀσκήσει καί νά
διατηρήσει τά κυριαρχικά δικαιώματά του, πρέπει πρῶτα ἀπ ̓ ὅλα νά
ὑποταχθεῖ στόν νόμο τῆς νηστείας. Μόνο ἔτσι θά μπορέσει νά ὑποτάξει τίς
ἐπιθυμίες τῆς καρδιᾶς καί τοῦ σώματος. Καί μόνο μέ τήν συνεχῆ ἐγρήγορση,
τήν νήψη, θά μπορέσει νά διδαχθεῖ τίς εὐαγγελικές ἐντολές καί νά τίς
ἐφαρμόσει. Τό θεμέλιο, λοιπόν, τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ νηστεία. Ἡ νηστεία
ἀποξενώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά σαρκικά πάθη, ἐνῶ ἡ προσευχή παλεύει μέ τά
ψυχικά πάθη καί, ἀφοῦ νικήσει, διαποτίζει ὅλη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου,
τόν ὁποῖο καθαρίζει ἀπό κάθε ρύπο κακίας. Καί τότε ὁ Θεός ἔρχεται καί
κατοικεῖ στόν καθαρό τοῦτο λογικό ναό. Ὅποιος σπέρνει σέ γῆ
ἀκαλλιέργητη, χάνει τόν σπόρο καί, ἀντί γιά σιτάρι, θερίζει ἀγκάθια.
Ἔτσι κι ἐμεῖς, ἄν σπέρνουμε στήν ψυχή τήν προσευχή ἔχοντας παχιά σάρκα,
τότε, ἀντί γιά καλό καρπό, θά θερίσουμε ἁμαρτία. Ἡ προσευχή θά χάνεται ἤ
θά μολύνεται μέσα σέ μάταιες σκέψεις, ἀκάθαρτες φαντασιώσεις καί
ἡδονικά αἰσθήματα».
Ὁ Μέγας Βασίλειος στόν λόγο του Περί
νηστείας, τονίζει: «Αὐτοί πού δέν παλεύουν μέ αἷμα καί σάρκα, ἀλλά “μέ
τάς ἀρχάς, μέ τάς ἐξουσίας, μέ τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος
τούτου, μέ τά πνευματικά τῆς πονηρίας”, αὐτοί εἶναι ἀνάγκη νά ἀσκοῦνται
διά τόν πόλεμο αὐτόν διά τῆς νηστείας καί τῆς ἐγκρατείας. Διότι τό μέν
λάδι παχαίνει τόν ἀθλητήν, ἡ δέ νηστεία κάμνει ἰσχυρόν τόν ἀσκητήν τῆς
εὐσεβείας. Ὥστε ὅσον ἀφαιρεῖς ἀπό τήν σάρκα τόσον θά κάμῃς νά ἀπαστράπτῃ
ἡ ψυχή ἀπό πνευματική λαμπρότητα. Διότι ἡ κυριαρχία ἐπί τῶν ἀοράτων
ἐχθρῶν ἐπιτυγχάνεται ὄχι μέ τάς σωματικάς δυνάμεις, ἀλλά μέ τήν
καρτερίαν τῆς ψυχῆς καί τήν ὑπομονήν εἰς τάς θλίψεις».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης μᾶς
λέγει σχετικά μέ τήν νηστεία: «Ὅσοι ἀπορρίπτουν τίς νηστεῖες, λησμονοῦν
ἀπό τί προῆλθε ἡ πτῶσις τῶν πρωτοπλάστων στήν ἁμαρτία: τήν ἀκράτεια.
Λησμονοῦν καί τί ὅπλο μᾶς ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἐναντίον τοῦ πειρασμοῦ
καί τῆς πτώσεως, ὅταν πειράσθηκε στήν ἔρημο καί νήστευσε ἐκεῖ ἐπί
σαράντα ἡμέρες καί νύκτες. Δέν γνωρίζουν ἤ δέν θέλουν νά γνωρίζουν ὅτι ἡ
ἔλλειψις ἐγκρατείας ἀνοίγει στόν ἄνθρωπο τούς δρόμους τῆς ἀπομακρύνεώς
του ἀπό τόν Θεό, ὅπως εἶναι ἡ περίπτωσις τῶν κατοίκων τῶν Σοδόμων καί
τῆς Γομόρρας καί ἡ ἄλλη ἐκείνη τῶν συγχρόνων τοῦ Νῶε. Πράγματι, ἡ
ἀκράτεια εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἁμαρτίας. Ὅσοι ἀρνοῦνται τίς νηστεῖες,
ἀφαιροῦν ἀπό τόν ἑαυτό τους καί ἀπό τούς ἄλλους τά ὅπλα ἐναντίον τῆς
σαρκός, τοῦ Διαβόλου καί τοῦ κόσμου. Δέν εἶναι στρατιῶται τοῦ Χριστοῦ,
ἀλλά ριψασπίδες, πού τούς αἰχμαλωτίζει εὔκολα ἡ ἁμαρτία».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σέ λόγο
του στήν Α ́ πρός Κορινθίους, τονίζει: «Ἄς φροντίζωμεν διά τά μέλη μας,
καί ἄς μή ἀκονίζωμεν τήν γλῶσσαν ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου, οὔτε νά
λέγωμεν λόγους πού βυθίζουν καί ὑποσκάπτουν τήν ὑπόληψιν τοῦ πλησίον καί
νά κτυπῶμεν καί νά κτυπώμεθα ὡσάν νά εὑρισκώμεθα εἰς πόλεμον καί μάχην.
Διότι τί θά ὠφεληθῶμεν ἀπό τήν νηστείαν ἤ τήν ἀγρυπνίαν, ὅταν ἡ γλῶσσα
μεθύῃ καί τρώγῃ εἰς τράπεζαν πού εἶναι περισσότερον ἀκάθαρτος καί ἀπό
κρέατα σκύλου, μέ τό νά γίνεται αἱμοβόρος, νά ἐκχέῃ βόρβορον, καί νά
κάμνῃ τό στόμα ὑπόνομον καί ὀχετόν, μᾶλλον δέ καί πολύ συγχαμερώτερον
ἀπό αὐτόν; Διότι αὐτό μέν πού προέρχεται ἀπό ἐκεῖ μολύνει τό σῶμα, ἐνῶ
αὐτό πού ἐκβάλλεται ἀπό τό στόμα, πολλάς φοράς πνίγει τήν ψυχήν».
Ὁ στάρετς Ἀμβρόσιος τῆς Ὄπτινα ἔλεγε
σχετκά μέ τήν ἄσκηση: «Οἱ ἄγγελοι δοξολογοῦσαν τόν Θεό μαζί μέ τούς
ποιμένες. Γιατί δόθηκε τέτοια τιμή καί δόξα στούς ἁπλοϊκούς ποιμένες;
Ἐπειδή εἶχαν ἁπλή καρδιά κι ἦταν ἁπλός ὁ τρόπος ζωῆς τους, πού ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τόν παρομοίασε μέ ἐκεῖνον τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ
Προδρόμου, λόγῳ τῶν στερήσεων καί τῆς σκληρότητός του. Σπάνια εἶχαν μαζί
τους ἕνα καρβέλι ψωμί καί νερό ἔπιναν ἀπό κάποια πηγή, ὅταν τήν
ἔβρισκαν καί αὐτήν. Ἐκεῖνος πού τρώγει πλούσια φαγητά καί πίνει ἀκριβά
ποτά δέν μπορεῖ νά ἀνυψώσει τίς σκέψεις του. Περιπλανιέται πνευματικά
καί ἕρπει στήν γῆ»