Αν ρωτούσαμε τους εαυτούς μας ή τους άλλους ανθρώπους
κατά πόσον θα μπορούσαμε να θυσιαστούμε, να παραιτηθούμε από τα δικαιώματά μας,
από ό,τι θεωρούμε σημαντικό, ακόμη και από την ίδια την ζωή μας, η απάντηση θα
ήταν πιθανότατα αρνητική για τους περισσότερους. Ζούμε τον πολιτισμό των
δικαιωμάτων. Η συλλογικότητά μας νοείται μόνο στην προοπτική της προστασίας
τους. Γι᾽ αυτά διαμαρτυρόμαστε. Αρχές και αξίες που παλαιότερα μας συγκινούσαν,
όπως ο πατριωτισμός, η παράδοση, η θρησκευτικότητα, ακόμη και η οικογένεια,
έχουν εισέλθει στην λογική της απομάκρυνσης από το προσκήνιο της ζωής. Άλλωστε
τέτοιες αρχές προϋποθέτουν παραίτηση από δικαιώματα, προϋποθέτουν θυσία,
προϋποθέτουν ακόμη και εγκατάλειψη της ίδιας της ζωής μας.
Παλαιότερα υπήρχε η λογική της υπεράσπισης του δικαίου
και των δικαίων. Οι άνθρωποι συγκινούμασταν από ένα αίσθημα αλληλεγγύης έναντι
όσων βλέπαμε ότι αδικούνται από τους εκάστοτε ισχυρούς. Ακόμη και σήμερα, στην
καθημερινότητά μας, μπορούμε να διακρίνουμε ποιος φταίει σε λανθασμένες
συμπεριφορές. Ποιος δεν στέκεται σωστά σε μία σχέση. Ακόμη κι αν το συμφέρον
τελικά δεν μας αφήνει να στηρίξουμε το δίκαιο, εντούτοις μέσα μας, η φωνή της
συνείδησής μας, μάς το υπαγορεύει. Ωστόσο μία τέτοια υπεράσπιση του δικαίου ως
στάση ζωής ολοένα και φθίνει ως προτεραιότητα. Μας αφορά περισσότερο το “εγώ”
μας. Όταν αυτό θίγεται, μπορεί να φωνάξουμε. Όταν αδικείται ο διπλανός μας,
αρκούμαστε σε μία ηθική αναγνώριση του λάθους, συνιστούμε υπομονή, αλλά δεν
πιστεύουμε ότι είναι δική μας ευθύνη να καταδικάσουμε την αδικία ευθέως και να
παλέψουμε για την αποκατάστασή της. Αφήνουμε την πορεία της ζωής στο έλεος του
Θεού ή στην ανθρώπινη δικαιοσύνη ή γκρινιάζουμε, κατακρίνουμε, χωρίς όμως να
παλεύουμε για να διορθώσουμε και να διορθωθούμε. Έχουμε κλειστεί σε έναν
ατομοκεντρισμό, ο οποίος, αργά, αλλά σταθερά, απομακρύνει τον άνθρωπο από την
ουσία τόσο των δικαιωμάτων, όσο και της διαφορετικότητας, αλλά και του
βαθύτερου περιεχομένου των ανθρώπινων σχέσεων, το οποίο δεν μπορεί και δεν
πρέπει να αφίσταται της αγάπης και της καλοσύνης, όπως επίσης και της
συμπαραστασης με κάθε τρόπο έναντι όσων αδικούνται. “Μακάριοι οι πεινώντες και
διψώντες την δικαιοσύνην…”.
Ας σκεφτούμε έναν ωραίο λόγο του αποστόλου Παύλου στην
προς Ρωμαίους επιστολή του, ο οποίος συγκρίνει την στάση των ανθρώπων με
την στάση του Θεού έναντί μας: “μόλις υπέρ δικαίου τις αποθανείται. Υπέρ
αγαθού τάχα τις και τολμά αποθανείν” (Ρωμ. 5, 7). “ Δύσκολα θα έδινε
κάποιος την ζωή του ακόμη και για εναν δίκαιο άνθρωπο. Ίσως αποφάσιζε κάποιος
να πεθάνει για κάποιον καλόν άνθρωπο”. Και όμως, ο Χριστός πέθανε, θυσίασε τον
εαυτό Του, μολονότι δεν είχε καμία αμαρτία ενώ η θεϊκή Του φύση, όντας αθανάτη,
μπορούσε να μεταδώσει το ιδίωμα της αθανασίας στην ανθρώπινη. Ο Χριστός πέθανε
για όλους εμάς. Για τον καθε άνθρωπο, δίκαιο και άδικο. Σπουδαίο και άσημο. Των
καιρών που ο Χριστός έζησε, αλλά και κάθε εποχής. Γι᾽ αυτούς που Τον πίστεψαν
και θα Τον πιστέψουν, αλλά και για όλους εκείνους που για διάφορους λόγους θα
Τον αρνηθούν, είτε εν γνώσει είτε εν αγνοία. Αυτό ονομάζεται αγάπη που νικά τον
θάνατο διά του θανάτου.
Οι άνθρωποι έχουμε εγκλωβισθεί σε έναν πολιτισμό
δικαιωμάτων, γιατί απουσιάζει από τις ζωές μας, συνειδητά ή ασυνείδητα, η
αγάπη. Δεν είναι προτεραιότητά μας το μοίρασμα, αλλά η επιβολή και η εξουσία.
Δεν θέλουμε να πορευόμαστε με γνώμονα την σχέση με τον άλλο, αλλά με κριτήριο
τι είναι καλό για μας και μάλιστα στην προοπτική του παρόντος κόσμου. Έτσι τα
πάντα γίνονται δικαίωμα και τίποτα, ούτε ιστορία, ούτε παράδοση, ούτε
δικαιοσύνη, ούτε θεσμοί, ούτε ο πλησίον, ούτε ηθική δεν έχουν σημασία όσο το
“εγώ” μας. Και μια τέτοια νοοτροπία, όταν διαποτίζει με κάθε τρόπο και μέσο,
από την εικονική πραγματικότητα και την δύναμη της τεχνολογίας, μέχρι την
αθώωση όποιου πληγώνει τον άλλο με την συμπεριφορά του, είναι μία νοοτροπία
θανάτου, για την οποία ο Χριστός πέθανε, ώστε να βγούμε από αυτήν.
Είναι μάταιο να επιζητούμε συνολικές αλλαγές, να
υπάρξει δικαιοσύνη στον κόσμο. Είναι μάταιο να ψάχνουμε για εκείνους τους
ήρωες, οι οποίοι με ασυμβίβαστο φρόνημα θα παλέψουν για την αγάπη, για το κοινό
νόημα, που θα σεβαστούν ό,τι συγκροτεί συλλογικότητες και κοινωνία. Μπορούμε
όμως ο καθένας μας, μέσα από την πίστη στον Χριστό και την μετοχή στην ζωή της
Εκκλησίας, ακόμη κι αν αυτή δείχνει παραδομένη εξωτερικά και θεσμικά στον
ύπνο του συμβιβασμού, να παλέψουμε και να δώσουμε ζωή. Όσο αντέξουμε. Από μία
προσευχή και ένα κερί, από ένα πιάτο φαγητό και έναν καλό λόγο, από λίγο χρόνο
που θα θυσιάσουμε, μέχρι τα μεγάλα και ξεχωριστά, που είναι η ομολογία της
πίστης και της ελπίδας στον Χριστό και την Ανάσταση των πάντων, που είναι η
αγάπη και η συγχωρητικότητα, που είναι το μοίρασμα των χαρισμάτων μας, που
είναι η έγνοια για όσους περισσότερους μπορούμε, που είναι η άρνηση να
ταυτιστούμε με το κοσμικό φρόνημα, ακόμη κι αν ζούμε τις πτυχές του στην
καθημερινότητά μας, που είναι ένα ήθος αντίστασης ως σπίθα η οποία θα κρατήσει
ζωντανή την ελπίδα και άλλα που ο καθένας μπορεί, όλα αυτά δείχνουν ότι
μπορούμε να πεθάνουμε για έναν αγαθό άνθρωπο, αλλά και να μιμηθούμε τον Χριστό!
“Κι αν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλο, είμαστε
κιόλας νεκροί”, λέει ο ποιητής (Τ. Λειβαδίτης). Θάνατος δεν είναι μόνο
μία οραματική ιδεολογία. Είναι η επίγνωση της αλήθειας ότι ο πλησίον είναι η
προτεραιότητα. Ότι η αγάπη νοηματοδοτεί. Και για να την ζήσουμε αυτή την
επίγνωση χρειάζεται άλλος νους, δηλαδή θάνατος νοοτροπίας, δηλαδή
πνευματικότητα Αγίου Πνεύματος, ζωή εκκλησιαστική. Ας είμαστε δίκαιοι στην δική
μας ζωή και ας μην συμβιβαστούμε με την νοοτροπία του “όλα δικά μου, όλα εγώ”.
Ας μην αρκούμαστε στην συμβατική απόρριψη του ψεύτικου, του δικαιωματικού, της
αδικίας, αλλά με προσευχή στον Θεό, με λόγο σαφή, με ανάληψη ευθύνης, με αφοβία
ας παλέψουμε. Όχι για να σκοτώσουμε ή να σκοτωθούμε, δηλαδή αντιγράφοντας “για
καλό” δήθεν την οδό της αδικίας, αλλά για μετάνοια και αγάπη. Και ο Χριστός θα
είναι μαζί μας!