Δεν είναι τίποτε για τον Θεό, να μας θεραπεύσει όλους χωρίς
εξαίρεση. Δεν είναι τίποτε στον Θεό, αλλά δεν είναι αυτό που έχει
σημασία, δεν είναι αυτό που αξίζει.
Αλλιώς, θα το έκανε ο Κύριος, όπως και το κάνει. Εμείς οφείλουμε να
ερχόμαστε στη χάρη του και να ζητούμε εκείνο το οποίο έχουμε ανάγκη –
π.χ., πονούμε και θέλουμε να θεραπευθούμε – αλλά όμως δεν είναι η
θεραπεία αυτό που αξίζει. Εκείνο που αξίζει είναι να έρχεσαι στο
μυστήριο του ευχελαίου και να φεύγεις με τέτοια εμπιστοσύνη και με
τέτοια βεβαιότητα, σαν να έγινε αυτό ακριβώς το οποίο ζήτησες.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τα πνευματικά. Είναι
αδύνατον, άνθρωπέ μου, να σε αφήσει ο Θεός στην αμαρτία, στα πάθη, στις
αδυναμίες σου, είναι αδύνατο να σε αφήσει με τις πληγές της αμαρτίας.
Είναι αδύνατο. Θα σε γιατρέψει ο Θεός, αλλά θέλει να δει ότι το
πιστεύεις αυτό, πριν ακόμη γιατρευτείς. Και μάλιστα το πιστεύεις τόσο,
σαν να γιατρεύτηκες ήδη.
Καθώς δηλαδή συμμετέχεις στο μυστήριο του ευχελαίου, παράλληλα
καταφεύγεις στον Κύριο με την προσευχή και τη μετάνοια, για να σε
γιατρέψει, να σε κάνει καινούργιο άνθρωπο. Και, πιστεύοντας ότι θα το
κάνει αυτό, παραμένεις έτσι κάτω από τη χάρη του και αναχωρείς για το
σπίτι σου, σαν να έγινε κιόλας έτσι. Με αυτή τη βεβαιότητα, με αυτή την
πίστη φεύγεις.
Αυτό είναι που έχει μεγάλη αξία, και είναι αδύνατον ο Θεός έπειτα να
μη γιατρέψει την ψυχή σου, να μη χορτάσει την ψυχή σου, να μη φτιάξει
μέσα σου κατάσταση τέτοια που, αν επιτρέπεται να πω, θα τρελαθείς από
ευτυχία και χαρά. Θα τρίβεις τα μάτια σου εσύ, που είχες την εντύπωση
ότι ποτέ δεν θα διορθωθείς, ποτέ δεν θα γιατρευτείς, ποτέ δεν θα γίνεις
όπως σε θέλει ο Θεός.
Θα δεις ότι θα σε κάνει καινούργιο άνθρωπο πολύ-πολύ
περισσότερο από όσο μπορείς να φανταστείς, από όσο μπορείς να
επιθυμήσεις, από όσο μπορείς εσύ ο άνθρωπος να συλλάβεις με τον νου σου
και με τον πόθο σου. Πολύ περισσότερο.
Αυτό που δίνει και κάνει στην ψυχή ο Θεός, πάντοτε υπερβαίνει
εκείνο που ζητούμε, που ποθούμε, πάντοτε υπερβαίνει την οποιαδήποτε
προσδοκία μας. Όμως, και στις σωματικές ασθένειες και στις
ψυχικές, και στα μεν και στα δε, θέλει αυτό ο Κύριος: αυτή την πίστη,
αυτή τη βεβαιότητα, για την οποία κάναμε λόγο.
Εάν κάπως τα δεχθούμε αυτά που λέμε, εάν κάπως τα αφήσουμε να μπουν
μέσα στην ψυχή μας και με αυτή την πίστη παραμείνουμε εδώ, όση ώρα θα
παραμείνουμε, και με αυτή την πίστη και με αυτή τη βεβαιότητα φύγουμε
από δω, καταλαβαίνετε, αδελφοί μου, τι θα γίνει μέσα στην ψυχή μας!
Καταλαβαίνετε πόσο αλλιώτικοι θα είμαστε, πόσο αλλιώτικοι θα φύγουμε και
πόσο αλλιώτικοι θα πάμε όπου θα πάμε, και ανάλογα θα ζήσουμε εκεί που
θα βρεθούμε.
Παρακαλώ, αδελφοί μου, μην αδικούμε τον εαυτό μας. Δεν είναι σωστό να
κάνουμε σαν να μην ξέρουμε, σαν να μην καταλαβαίνουμε. Ακούσαμε πολλά
για τα θέματα αυτά, γνωρίζουμε πολλά, και μένει τώρα να ξεδιπλώσουμε την
ψυχή μας μπροστά στον Θεό, να του παραδώσουμε στην πράξη έτσι την ψυχή
μας, να αφοσιωθούμε σ’ αυτόν και να εμπιστευθούμε με την πίστη και τη
βεβαιότητα που είπαμε. Και εγώ δεν δυσκολεύομαι να πω ότι σε καμιά
περίπτωση δεν θα υπάρξει κάποιος ο οποίος θα ντροπιαστεί, ενώ
εμπιστεύθηκε έτσι.
Όπως λέει ο απόστολος Παύλος: «Η ελπίς ου καταισχύνει»
(Ρωμ. 5:5). Η ελπίδα δεν ντροπιάζει. Αν ελπίσεις – επομένως αν
πιστέψεις έτσι όπως είπαμε – αν έτσι πας στον Θεό, δεν πρόκειται να
ντροπιαστείς. Με την έννοια δηλαδή να φθάσεις στο σημείο να πεις: «Εγώ ήλπισα και πίστεψα ότι κάτι θα γίνει, αλλά δεν έγινε τίποτε». Αποκλείεται.
Αν ελπίζεις, δεν θα σε καταισχύνει αυτή η ελπίδα. Αν πιστέψεις, δεν
θα σε ντροπιάσει αυτή η πίστη. Το θαύμα θα γίνει. Πότε θα γίνει, πώς θα
γίνει, είναι θέμα του Θεού. Εκείνο που θέλει ο Θεός από εμάς είναι έτσι
να πιστέψουμε και έτσι να βεβαιώσουμε την καρδιά μας, σαν να έγινε, και
να φύγουμε από τον ναό του, από το μυστήριό του, από τη λατρεία του, σαν
να έγινε. Αυτό είναι που θέλει ο Θεός.