*Η είσοδός μας στο Τριώδιο είναι μια ευλογημένη ευκαιρία, και ευλογία Θεού, να αποβάλουμε τον «παλαιόν άνθρωπον τον φθειρόμενον κατά τας επιθυμίας της απάτης» και να ενδυθούμε «τον καινόν άνθρωπον τον κατά Θεόν κτισθέντα» (Εφεσ. 4,23-24). Καλό κι ευλογημένο Τριώδιο και σωτήρια Αγία και μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Ὁ δημιουργός τῶν ἄνω καί τῶν κάτω, Τρισάγιον μέν ὕμνον ἐκ τῶν Ἀγγέλων, Τριώδιον δέ καί παρ’ ἀνθρώπων δέχου.
Μέ τά λόγια αὐτά, ὁ Συναξαριστής τοῦ Τριωδίου, μᾶς εἰσάγει πνευματικά στήν διμηνιαία αὐτή ἐκκλησιαστική περίοδο. Ἄς εἶναι λοιπόν γιά μιά ἀκόμη φορά δοξασμένο τό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀξιώνει καί φέτος νά εἰσέλθουμε στήν κατανυκτική αὐτή διμηνία, πού μᾶς προετοιμάζει κατάλληλα, ὥστε νά ὑποδεχθοῦμε καί πάλι τό Ἅγιον Πάσχα, «πνευματικῶς ἐναγαλλιώμενοι».
Μάλιστα, ὅταν θά φθάσουμε στήν τέταρτη Κυριακή τοῦ Τριωδίου, δηλαδή στήν Κυριακή τῆς Τυροφάγου ἤ Τυρινῆς, θά ἀκούσωμε καί πάλι τό γνωστό ψαλμώδημα «Τό στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται», ὡς εἰσαγωγή στήν Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τόν κύριο ὄγκο, τό μεγαλύτερο δηλαδή μέρος τοῦ ὅλου Τριωδίου. Δέν εἶναι ἔτσι, λοιπόν, τυχαῖο, τό ὅτι οἱ Κύπριοι, ἀντί νά λέγουν καί νά εὔχονται «καλή Σαρακοστή», λέγουν «καλόν Στάδιον».
Πολύ μοῦ ἄρεσε ἕνα παλαιότερο δημοσίευμα τοῦ σεβαστοῦ μας πατρός Βασιλείου Βολουδάκη, ὅπου ἔγραφε, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι σάν ἕνα σχολεῖο πνευματικό, στό ὁποῖο ὅλοι μας, σάν ἄλλοι ἐπανεξεταστέοι μαθητές, ἀντικρύζουμε καί ἑορτάζουμε «πάλιν καί πολλάκις», τά ἴδια μαθήματα, ἐπαναλαμβανόμενα ξανά καί ξανά σέ κάθε ἐκκλησιαστική χρονιά, δίνοντας ἔτσι συνεχῶς ἐξετάσεις.
Τό μόνο πού φοβᾶμαι καί φαντάζομαι, εἶναι ὅτι τά ἀποτελέσματα αὐτῶν τῶν ἐξετάσεων, «κρίμασιν οἷς μόνος ὁ Θεός οἶδεν (=γνωρίζει)», ποτέ δέν πρόκειται νά μᾶς ἀνακοινωθοῦν στήν παροῦσα ἐπίγεια ζωή μας. Ἄν καί πρόκειται, ὅπως φαίνεται, περί προαγωγικῶν πνευματικῶν ἐξετάσεων, ἡ βαθμολογία εἶναι καί θά εἶναι στό χέρι τοῦ Θεοῦ. Ἄρα λοιπόν, οἱ μέν ἐξετάσεις εἶναι δικές μας, ἡ δέ βαθμολόγηση τοῦ Θεοῦ. Ἄς Τόν παρακαλοῦμε λοιπόν ἰσοβίως, νά γίνει ἴλεως (=σπλαγχνικός) γιά ὅλους μας ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως· «πολλά γάρ πταίομεν ἅπαντες», ἀλλά στό ἔλεός Του ἐλπίζουμε, ὅτι θά μᾶς «καταδιώξει πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς» μας· ἀλλά καί ἐπέκεινα. Δέν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο, ὅτι ψάλλοντας κάθε Κυριακή στόν Ὄρθρο τόν πεντηκοστό ψαλμό, ἀρχίζουμε αὐτόν, προσθέτοντας ἀπό μόνοι μας, χωρίς νά ὑπάρχει στό ψαλμικό κείμενο, τήν κλητική «Ἐλεῆμον».
Ἐπειδή ὅμως, γιά τήν ἀπρόσκοπτη πνευματική πορεία μας, παίζει μεγάλο ρόλο τό νοερό μέρος τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεώς μας, καλό εἶναι νά χρησιμοποιοῦμε τόν νοῦ μας, ὡς βοηθό πνευματικῆς καί ψυχικῆς τροφοδοσίας. Σέ κάθε ἐκκλησιαστική ἑορτή (Δεσποτική-Θεομητορική-Ἁγιολογική), καθώς καί σέ κάθε περίοδο νηστείας (Δεκαπενταυγούστου-Τεσσαρακοστῆς πρό τῶν Χριστουγέννων ἤ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς πρό τοῦ Πάσχα), ἄς καλλιεργοῦμε νοερῶς κάποιες σκέψεις, κάποιους εὐλαβεῖς λογισμούς, πού θά μᾶς βοηθήσουν ἐμᾶς, τούς ἰσοβίως ἐπανεξεταστέους, στήν ἀποτελεσματική διεξαγωγή τῶν ἰσοβίων μας ἐξετάσεων. Αὐτό, μπορεῖ νά μήν εἶναι προσευχή, μπορεῖ νά εἶναι ἁπλῶς νοερή ἀδολεσχία· βοηθάει ὅμως πάντοτε τήν προσευχή, τήν νηστεία καί τήν μυστηριακή ζωή μας. Τά διάφορα πατερικά κείμενα, εἴτε πρόκειται γιά ἐξ ἀρχῆς γραπτά ἔργα, εἴτε γιά πατερικές ὁμιλίες πού κατεγράφησαν, μᾶς βοηθοῦν πολύ, καθώς καί ἡ ὑμνολογία κάθε ἑορτῆς.
Τό Τριώδιον, λοιπόν, ἰδιαιτέρως ὅμως ἡ περίοδος πού ἀποτελεῖ τό μεγαλύτερο μέρος του, δηλαδή ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή, χαρακτηρίζεται στήν ὑμνολογία ὡς «τό τῆς Νηστείας Μέγα Πέλαγος». Ἐπειδή ὄντως εἶναι καί φαίνεται τό Τριώδιον ὡς «μέγα πέλαγος», ἀναγκαστικά στίς σελίδες ἑνός-ἐξ ὁρισμοῦ-περιορισμένου ἄρθρου, δέν εἶναι δυνατόν νά διεξέλθει ὁ γράφων ὅλο τό μῆκος καί τό πλάτος αὐτοῦ τοῦ πελάγους. Ἄς μείνουμε λοιπόν γιά λίγο στήν ἀρχή του, δηλαδή στίς δύο πρῶτες Κυριακές: Τελώνου-Φαρισαίου καί Ἀσώτου Υἱοῦ.
Στήν πρώτη, διδασκόμαστε τήν τελωνική ταπείνωση. Ποιός δέν θέλει ἄραγε, νά ἀποκτήσει μιά, ἔστω καί στοιχειώδη, τελωνική ταπείνωση ἤ ταπεινοφροσύνη; Ὅλοι μας, νομίζω, ἀπό τήν νηπιακή μας ἡλικία, ἀκοῦμε συνεχῶς ἀναμασώμενα ἀπό τούς σεβαστούς ἱεροκήρυκες, τά σχετικά μέ τήν ἡμέρα αὐτή ἁγιογραφικά χωρία. Ὅπως: «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν», «Πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, ὁ δέ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται», «Ἀκάθαρτος παρά Κυρίῳ πᾶς ὑψηλοκάρδιος» καί τόσα ἄλλα. Λόγια Κυρίου εἶναι. Ἔτσι εὔκολο, ὅμως τὄχεις, νά ἀποκτήσεις ταπείνωση ἤ ταπεινοφροσύνη; Ἔρχεται ἀμέσως ὁ γίγας τοῦ Μοναχισμοῦ, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὁ ὁποῖος, σέ σχετικό κεφάλαιο τοῦ ἀνεπανάληπτου ἔργου του «ΚΛΙΜΑΞ», φαινομενικά καί ἐκ πρώτης ὄψεως, μᾶς ἀπογοητεύει ὅλους. Παρομοιάζει δηλαδή τήν κενοδοξία (=μετηλαγμένη ὑπερηφάνεια καί μετηλαγμένος ἐγωισμός) μέ «τρίβολον», τό γνωστό στούς ἀγρότες μας τριβέλι, πού ἀπό παντοῦ ἔχει ἀκανθώδεις ἀπολήξεις. Καί λέγει, ὅτι αὐτό τό τριβέλι, ὅπου καί ὅπως κι ἄν τό ρίξεις ἤ τό πετάξεις, πάντοτε παραμένει ὄρθιο κάποιο κεντρί του. Κατά παρόμοιο τρόπο, λέγει ὁ Ὅσιός μας, ὁ καθένας μας, ὅπως κι ἄν προσπαθήσει νά πολεμήσει (ἤ νά καταστείλει ἔστω) τήν κενοδοξία-ὑπερηφάνεια-ἐγωισμό, πάντοτε, παρά τήν φιλότιμη προσπάθειά του, κάποιο κέρατο ὑπερηφανείας θά παρουσιάσει, εἴτε στά λόγια του εἴτε στά ἔργα του εἴτε στά φρονήματά του. Ὅλοι μας ἀνεξαιρέτως· τόσο οἱ φανερῶς ἐγωιστές, ὅσο καί οἱ φαινομενικῶς ταπεινοί ἤ ταπεινόφρονες. Καί – κατά κάποιον τρόπον – μᾶς κλαίει ὁ Ὅσιος, γράφοντας καί τονίζοντας, ὅτι ἐφόσον «ἀκάθαρτος παρά Κυρίῳ πᾶς ὑψηλοκάρδιος», δηλαδή ἐφόσον ὁ ἴδιος ὁ Θεός βαθμολογεῖ ὡς «ἀκάθαρτον παρ’ Αὑτῷ πάντα ὑψηλοκάρδιον», ποιός εἶναι ἱκανός, ἀπό κεῖ καί πέρα, νά καθαρίσει ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο; Φυσικά οὐδείς. Ἀλήθεια, δέν ἀπογοητεύεται κανείς βλέποντας καί διαπιστώνοντας πάνω στήν πράξη, πόσο ἀδύνατον – ἐκ πρώτης ὄψεως – εἶναι νά ἐπιτύχουμε τήν ἀπαλλαγή μας ἀπό τήν ὑψηλοκαρδία;
Νά, λοιπόν, ἡ εὐκαιρία· ἄς τήν ἁρπάξουμε. Δηλαδή, ἀντί νά ἀπελπισθοῦμε, αὐτή ἡ φαινομενική ἀπογοήτευση, ἄς γίνει κραυγή προσευχῆς. Τί εἶπε ὁ λεπρός τοῦ Εὐαγγελίου στόν Κύριο, ὅταν συναντήθηκαν; «Κύριε, ἐάν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι». Αὐτή ἄς εἶναι καί ἡ δική μας καθημερινή ἱκεσία. Δηλαδή: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Σύ πού δικαίως μέ βαθμολογεῖς ἀκάθαρτον – ὑψηλοκάρδιον, Σύ μόνο «δύνασαί με καθαρίσαι». Διότι ἐγώ, ὅσο κι ἄν τό θέλω, συνεχῶς ἀποδεικνύω, ὅτι ἡ ὑπερηφάνειά μου πάντοτε ἔχει τό κεντρί της ὄρθιο. Διά τοῦτο, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν.
Μέ αὐτή τήν σύντομη προσευχή, πού εἶναι νοερό κατασκεύασμα, νοερή ἀδολεσχία καί εὐσεβής λογισμός (ὅπως προαναφέρθηκε), ἄς ὑποδεχθοῦμε τήν πρώτη Κυριακή τοῦ Τριωδίου.
Πρός τοῦτο μάλιστα, ἔρχεται ἀρωγός μας ὁ νέος Ὅσιος Ἁγιορείτης Σιλουανός ὁ Ρῶσος. Ὑπάρχει ὁ ταπεινόφρων καί ὑπάρχει καί ὁ «πετεινόφρων», δηλαδή ὁ ὑπερήφανος, πού ἔχει τό φρόνημα τοῦ ἀγέρωχου κι ἐγωϊστή πετεινοῦ. Μᾶς λέγει συγκεκριμένα ὁ Ὅσιος: Ὁ ἀετός πετάει στά μεσούρανα, πάνω ἀπό βουνά, πεδιάδες, λίμνες, ποτάμια, θάλασσες· βλέπει τούς πάντες καί τά πάντα ὄντως ἀφ’ ὑψηλοῦ. Πετῶντας πάνω ἀπό ἕνα χωριό, παρατηρεῖ μέ ἔκπληξη, σέ ἕνα ἀγρόκτημα, τόν ὀρνιθῶνα (=κοτέτσι) του. Οἱ καϋμένες οἱ κοτοῦλες, συνέχεια ἔχουν τό κεφαλάκι τους κάτω στή γῆ καί τσιμπολογᾶνε. Ὁ κόκορας τότε, παρουσιάζεται ἀγέρωχος, μέ φρόνημα ἵππειον (=ἀλογίσιο) καί περπάτημα ἀνάλογο, περνᾶ ἀνάμεσα ἀπ’ τίς κότες, ὑψηλοφρονῶν, ὅτι αὐτός δέν εἶναι «ὥσπερ αἱ λοιπαί» τῶν ὀρνίθων. Ἐποπτεύει τά πάντα, μέ τό κεφάλι ψηλά, νομίζοντας ὁ τάλας, ὅτι ὅλος ὁ κόσμος καί ὅλη ἡ δημιουργία ἐξαντλεῖται καί περιορίζεται στό κοτέτσι πού αὐτός ἐλέγχει. Ὁ ἀητός, ἐλεεινολογῶντας τον, σκέπτεται: «Ὁ δυστυχής! Μᾶλλον φαίνεται νά εἶναι εὐχαριστημένος μέ τήν τύχη καί τή μοίρα του. Ὄντως, δέν ξέρει τά τρία κακά τῆς μοίρας του. Ἄς συγκαταβῶ γιά λίγο στήν κατάντια του, στήν ἐσχατιά του, γιά νά τοῦ μιλήσω σχετικῶς, μήπως καί ἀνανήψει». Κατεβαίνει, λοιπόν, στό κοτέτσι. Ὁ πετεινός τόν κοιτάζει ἔκπληκτος κι ἀπορημένος. Τότε ὁ ἀητός ἀρχίζει νά τοῦ ἀναφέρει γιά τίς πολιτεῖες, τά βουνά, τά δάση, τίς πεδιάδες, τίς λίμνες, τά ποτάμια, τίς θάλασσες «καί πάντα τά ἐν αὐτοῖς». Ὁ πετεινός, τόν ἀκούει μέν ἔκπληκτος, ἀλλά ἐπειδή δέν ἔχει προσλαμβάνουσες παραστάσεις οὔτε τίς σχετικές βιωματικές ἐμπειρίες τοῦ ἀητοῦ, παραμένει κεχηνώς (=μέ ἀνοικτό τό στόμα, σάν ἀποβλακωμένος). Τελικά, ὁ ὑψιπέτης ἀετός, «μετά πρώτην καί δευτέραν νουθεσίαν» παραιτεῖται καί ξαναπετάει στά ὕψη του, ἐνῶ ὁ ὑπερήφανος πετεινός, παραμένει «πετεινόφρων».
Οἱ πετεινοί, λοιπόν, εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς. Κι ἐμεῖς μᾶλλον εἴμαστε εὐχαριστημένοι μέ τήν πνευματική μας κατάντια καί χθαμαλότητα. Ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Ὅσιό μας Σιλουανό – καθόσον αὐτός πρέπει νά κρύβεται πίσω ἀπό τόν ἀητό – ὁ ὁποῖος, ἔτσι παραστατικά, δεικνύει καί ἀποδεικνύει, ὅτι μέσα μας ἔχουμε πετεινοφροσύνη καί ὄχι ταπεινοφροσύνη. Τουλάχιστον, ἔστω καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπον, ἀποφατικῶς θά λέγαμε, ἄν μή τι ἄλλο, ἄς κατανοήσουμε καί ἄς ποῦμε ὁ καθένας γιά τόν ἑαυτό του: «πολλή ἀπό σοῦ ἡ ὁδός». Εἶναι κάτι κι αὐτή ἡ διαπίστωση ἀπό τό τίποτε. Ἔτσι, πάλι στρεφόμαστε αὐτομάτως πρός τόν Χριστό μας, ὁ Ὁποῖος μόνος Αὐτός εἶχε καί ἔχει τό δικαίωμα νά λέγει ὅτι «πρᾶος εἰμί καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ». Μόνος Αὐτός. Ἐμεῖς ὅλοι, εἴμαστε κόκορες. Ὅμως, μήν ἀποκάμουμε. Ἔστω καί ὡς πετεινόφρονες, παραμένουμε παιδιά τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος «τόν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλει ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς καί βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους». Καί ὁ Ὁποῖος – τό καί σπουδαιότερον – «ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ» ὄχι μόνον τόν ὑπερήφανον Διάβολον, ἀλλά καί τήν δική μας δαιμονική ὑπερηφάνεια. «Ἀδυνατεῖ Αὐτῷ οὐδέν», «ὅτι δύναται βουλόμενος». Τόσο γιά μᾶς τούς ἐμπαθεῖς χοϊκούς τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας, ὅσο καί γιά τούς ἐν οὐρανοῖς Ἀγγέλους – Ἁγίους καί σεσωσμένους τῆς θριαμβευούσης Ἐκκλησίας, ὁ ἴδιος Θεός ὑπάρχει, ὁ ἴδιος Θεός λατρεύεται, ὁ ἴδιος Θεός ὑμνεῖται «ἀκαταπαύστοις στόμασιν, ἀσιγήτοις δοξολογίαις».
Τήν δεύτερη Κυριακή, τοῦ Ἀσώτου, θά δοῦμε τόν πρωταγωνιστή της, τόν «σεσωσμένον» υἱόν, ὁ ὁποῖος, τόσο πρίν, ὅσο καί μετά τήν ἀποστασία του ἀπό τήν Πατρική ἑστία, δέν ἔπαυσε νά χρησιμοποιεῖ σάν πρώτη λέξη – κραυγή, τήν κλητική προσφώνηση «Πάτερ». Κάτι πού δέν τό ἔκανε ὁ «πρεσβύτερος υἱός», ὁ καλός. Αὐτό λέει πολλά. Πρό πάντων λέει, ὅτι ὅλος ὁ οὐράνιος κόσμος εἰκονίζει τά παραβολικά ἐνενήκοντα ἐννέα πρόβατα, τά ὁποῖα περιμένουν τό ἕνα τό ἀπολωλός, πού εἰκονίζει ὁ καθένας μας. Περιμένουν νά ἀκούσουν κι ἀπο μᾶς τήν τοῦ ἀσώτου – σεσωσμένου υἱοῦ κραυγή «Πάτερ». Μιά κραυγή, κλητική προσφώνηση, πού περιέχει τελωνική ταπείνωση, πνεῦμα καί φρόνημα μετανοίας καί ὄχι φρόνημα ἐγωιστικό-φαρισαϊκό, ὅπως ὁ πρεσβύτερος υἱός· αὐτός, ἐκ τῶν λόγων του κατεκρίθη: «ἰδού, τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καί οὐδέποτε ἐντολήν σου παρεῖδον». Ὅπως δηλαδή ἀκριβῶς ὁ Φαρισαῖος: «οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων». Ποῦ εἶναι ἡ ἐπίκληση «Πάτερ» ὦ πρεσβύτερε υἱέ; Δηλαδή, ἀπέδειξες, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἐργοδότης σου καί ὄχι Πατήρ. Ὁ ἄσωτος ἀδελφός σου ὅμως, ἀπέδειξε, ὅτι παρά τήν ἀσωτία του, οὐδέποτε ἔπαυσε νά τόν θεωρεῖ καί νά τόν ὀνομάζει Πατέρα. «Διά τοῦτο προάγει σοῦ, εἰς τήν βασιλείαν» τῶν σεσωσμένων υἱῶν.
Ἐμεῖς ὅμως, ὡς ἄλλοι Ἄσωτοι υἱοί, ἄς μήν τοῦ μοιάσουμε. Μήν ξεχνᾶμε τό λόγιον: «ἔτι λαλοῦντος σου, ἰδού πάρειμι», λέγει ὁ Θεός. Μέ μία κραυγή «Πάτερ», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», ἰδού Αὐτός ὁ Πατήρ, πάρεστι, εἶναι παρών· «ὦσε ἡμῖν ἀοράτως συνών». Τόν ἔχουμε δίπλα μας, μέσα μας, ἀοράτως συνόντα. Αὐτή εἶναι ὅλων μας ἡ παρηγορία, νῦν καί ἀεί καί εἴς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
Μέ τίς ἀνωτέρω σκέψεις – ἀδολεσχίες ἤ εὐλαβεῖς λογισμούς, ἄς κάνουμε πανιά, ἄς ἀνοίξουμε τά πανιά, ὁ καθένας τά δικά του, γιά νά διαπλεύσουμε τό ὄντως «μέγα πέλαγος». Τό λιμάνι τῆς κοινῆς Ἁγίας Ἀναστάσεως μᾶς περιμένει. «Μηδείς φοβηθῇ τήν βραδύτητα· καί γάρ οὐδέν ζημιοῦται».
Καλόν Στάδιον! Καλές ἐξετάσεις!
Καλή ἐπιτυχία! Καί καλά ἀποτελέσματα!
Ζητῶ τήν προσευχή σας.
Μέ ἀγάπη Χριστοῦ
Μοναχός Νεκτάριος
Ἱερόν Κελλίον Ἁγίου Νικολάου, Μπουραζέρη,