Αν δίναμε όλα τα υπάρχοντά μας στους φτωχούς, αν νηστεύαμε όλες τις μέρες της ζωής μας κι αν στεκόμασταν στην προσευχή σαν αναμμένες λαμπάδες ως το τέλος του χρόνου·
αν χωρίζαμε πνευματικά το πνεύμα από το σώμα μας, σα νά ‘ταν ψυχρή πέτρα κι αν η ψυχή μας ήταν απαθής προς τον υλικό κόσμο· αν αφήναμε τον εαυτό μας να τον φτύνουν και να τον ποδοπατούν όλοι οι άνθρωποι ή ακόμα κι αν παραδινόμασταν τροφή στα πεινασμένα θηρία·
ακόμα κι αν τα κάναμε όλ’ αυτά, δε θα ήταν παρά μια απειροελάχιστη τιμή για όλα τ’ αγαθά, τη δόξα και την ανέκφραστη ευφροσύνη που συνοδεύουν την υιοθεσία του Θεού.
Δεν υπάρχει ευσπλαχνία στη γη ούτε αγάπη στο θνητό άνθρωπο που θα μπορούσε να τον αξιώσει να γίνει «υιός Θεού», αθάνατος πολίτης της ουράνιας Βασιλείας.
Η αγάπη του Χριστού όμως αναπληρώνει αυτό που δεν μπορεί να κάνει ο άνθρωπος.
Ας μην ισχυριστεί κανένας μας πως μπορεί με τη δική του αγάπη να σωθεί, με τη δική του αξία ν’ ανοίξει τις πύλες του παραδείσου για να μπει μέσα.
Η εντολή της αγάπης για τον πλησίον επομένως, όσο μεγάλη και δύσκολη κι αν μας φαίνεται, είναι μόλις ένα μικρό νόμισμα που ζητάει ο Θεός από μας για να μας φέρει πιο κοντά Του στην υπέροχη και πανένδοξη βασιλεία Του.
Δε μας ζητάει να τηρήσουμε την εντολή αυτή για να κερδίσουμε με την αξία μας τη Βασιλεία και την υιοθεσία Του, αλλά μόνο να επιθυμήσουμε πάνω απ’ όλα τη Βασιλεία και την υιοθεσία Του.
Από μας ζητάει μόνο να πιστεύουμε τα λόγια Του και να υπακούμε τον Κύριο Ιησού.