Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ ΤΗΝ ΕΥΛΑΒΕΙΑ ΣΤΟΝ ΝΑΟ

 

 

Δύο πολὺ διδακτικὰ Θαύματα

Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστοπούλου

῞Ενας συγγενής μου μοῦ διηγήθηκε τὸ ἑξῆς περιστατικό:

Ἕνας φίλος του γιατρός, ὅταν ἦταν μικρός, ὅπως ὅλα τὰ παιδάκια, ποὺ γελᾶνε καὶ μετακινοῦνται ἄσκοπα μέσα στὸν Ναό, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν, ἔτσι κι αὐτός, μαζὶ μὲ ἕνα ξαδελφάκι του γελοῦσε καὶ πείραζε τὰ ἄλλα παιδάκια, πότε ἔτρεχε ἀπὸ ἐδῶ καὶ πότε ἔτρεχε ἀπὸ κεῖ.

Τελείωσε ἡ Ἐκκλησία, πῆραν τὸ Ἀντίδωρο, ὁ κόσμος ἔφυγε, ἀλλὰ αὐτὰ τὰ δυὸ παιδάκια, ὁ γιατρὸς καὶ ὁ ξάδελφός του, ἄρχισαν πάλι νὰ ἀτακτοῦν μέσα στὸν Ναό.

Τότε λοιπὸν ἀκούγεται μία αὐστηρή, ἀλλὰ γλυκειὰ γυναικεία φωνὴ νὰ τοὺς λέγη:

– Στὸν οἶκο τοῦ Υἱοῦ μου δὲν παίζουν! Δὲν τρέχουν ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ. Προσεύχονται, κοινωνοῦν, μεταλαμβάνουν τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του. Τὸ Αἷμα τοῦ Υἱοῦ μου!…

Καὶ …φράπ! τὰ ἁρπάζει ἀπὸ τὸν σβέρκο καὶ ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ εὑρέθησαν καὶ τὰ δύο παιδάκια ἔξω, στὸ προαύλιο τοῦ Ναοῦ!

Καὶ λέει ὁ γιατρός: «Σὲ μένα νά ᾿ρθουν νὰ ποῦν ἂν ὑπάρχη ἢ δὲν ὑπάρχη Θεός. Σὲ μένα μίλησε ὁ Θεὸς διὰ μέσου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου».

***

Μία Κυριακή, στὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, μερικὲς ψυχὲς τὸ εἶχαν «παραξηλώσει» μὲ τὶς φωνὲς καὶ τὰ γέλια.

Ἐκείνη τὴν ὥρα μοίραζα Ἀντίδωρο καὶ ὁ συλλειτουργός μου ἔκανε τὴν Κατάλυσι. Εἶχαν δὲν εἶχαν μείνει καμμιὰ δεκαριὰ ἐκκλησιαζόμενοι, γιὰ νὰ πάρουν ἀκόμα Ἀντίδωρο.

Ἑνὸς ἀπ᾿ αὐτοὺς στράφηκε ξαφνικὰ τὸ βλέμμα, ἐνῶ γελοῦσε δυνατά, πρὸς τὸ μέρος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Εἶδε ἐμένα βέβαια νὰ μοιράζω τὸ Ἀντίδωρο, ἀλλὰ τὸ Τέμπλο μπροστά του νὰ ἔχη ἐξαφανιστῆ!…

Ἡ ματιά του ἔπεσε πρῶτα στὸν π. Π., τὸν ὁποῖο εἶδε νὰ σηκώνη τὸ ἅγιο Ποτήριο, γιὰ νὰ κάνη τὸ ὑπόλοιπο τῆς Καταλύσεως, ταυτόχρονα ὅμως εἶδε ὅλο τὸ Ἱερὸ Βῆμα νὰ εἶναι γεμᾶτο ἀπὸ Ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι ἦταν σὲ στάσι εὐλαβική, μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια καὶ σκυμμένο τὸ κεφάλι, σοβαροὶ καὶ στραμμένοι ὅλοι πρὸς τὸ μέρος τοῦ Ἱερέως, ποὺ ἔκανε τὴν Κατάλυσι.

Διότι ἐκείνη τὴν στιγμή, ἐξακολουθεῖ μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο νὰ ὑπάρχη ὁ Ζῶν Θεός, τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου μας.

Δύο ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους γύρισαν καὶ τὸν κοίταξαν μὲ βλέμμα σοβαρὸ καὶ πολὺ αὐστηρό. Λίγο ἔλειψε νὰ λιποθυμήση.

Βγῆκε ἔξω, πῆγε, ἔρριξε πολὺ νερὸ στὸ πρόσωπό του γιὰ νὰ συνέλθη, ἤπιε ἕνα-δυὸ ποτήρια καὶ ἔφυγε. Μετὰ ἀπὸ μιὰ ἑβδομάδα, δέκα μέρες, ἦλθε καὶ τὸ ἐξωμολογήθηκε.

Εἶπε νὰ ἀναφέρω τὸ γεγονός, χωρὶς ὅμως νὰ ἀποκαλύψω τὸ ὄνομά του, λόγῳ τῆς μεγάλης του ἐντροπῆς καὶ ἐνοχῆς. Τὴν ἑπομένη Κυριακὴ ποὺ ἀνέφερα τὸ γεγονὸς στοὺς ἐκκλησιαζομένους Χριστιανούς, ὅταν μοίραζα Ἀντίδωρο, λέτε καὶ ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἄδεια!

Τόση ἦταν ἡ ἡσυχία!

Καὶ μὲ ἐρωτᾶ ὁ π. Π.: «Καλά, δὲν ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέσα; Τί ἔγινε; Ποιό θαῦμα τοὺς ἐπέβαλε τὴν τόση ἁγία ἡσυχία;».