«Όταν την ημέραν έχεις προθυμίαν εις την υπακοήν και συγχρόνως τα χείλη ψιθυρίζουν συνέχεια την ευχήν, μέσα σου αισθάνεσαι μιαν ανάπαυσιν και χαράν, ώστε τον κόπον της ημέρας δεν υπολογίζεις για τίποτε.
Ιδιαιτέρως όμως την νύχτα, με όλην αυτή την προθέρμανσιν της ημέρας, η αγρυπνία βγαίνει τόσο άνετα, ώστε όχι να σε κουράζη, αλλά νομίζεις ότι είναι πανηγύρι.
Συμβαίνει όμως πολλές φορές, όταν δώσουμε δικαίωμα την ημέρα με κάποιαν παρακοήν, αργολογίαν, αντιλογίαν, κάποιον λογισμόν υπερηφανίας, φθόνου κατακρίσεως κλπ. και η αδιάλειπτος ευχή να κοπή από τα χείλη, αλλά και η αγρυπνία της νύχτας ν’ αποβή κόπος και πόνος.
Αλλά κάποτε και χωρίς να δώσουμε δικαίωμα μας συμβαίνει κάτι παρόμοιο.
Με μιαν αυστηρή αυτεξέτασιν, βρίσκουμε τα οποιαδήποτε σφάλματά μας και αφού τα εξομολογηθούμε με μετάνοιαν και ταπείνωσιν, αμέσως επανευρίσκουμε την σειρά μας.
Αν πάλι δεν δώσαμε δικαίωμα, αναγκαζόμαστε να εννοήσουμεν, ότι και αυτή η κοπιαστική αγρυπνία δεν είναι κάτι δικό μας, αλλά ένα δώρο του Θεού και συνεπώς όποτε θέλει μας το στερεί.
Μ’ αυτό το μάθημα αναγκαζόμαστε να ζούμε με παντοτινόν φόβον Θεού”.