Ότι η προσευχή αποτελεί την κορωνίδα όλων των αγαθών και μας προσφέρει την σωτηρίαν και την αιώνιον ζωήν, κανείς δεν το αγνοεί.
Είναι όμως ανάγκη να ομιλήσωμεν κατά δύναμιν διά το θέμα αυτό, ώστε και αυτοί οι οποίοι συνήθισαν να ζουν με προσευχές και με την λατρείαν του θεού να γίνουν επιμελέστεροι περί τα θρησκευτικά των καθήκοντα, και οι άλλοι που ζουν με κάποιαν αδιαφορίαν και άφησαν την ψυχήν των έρημον από την προσευχήν, να κατανοήσουν την ζημίαν των από μίαν τοιαύτην ζωήν κατά το παρελθόν και να μη στερήσουν πλέον τον εαυτόν των από την σωτηρίαν κατά τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής των.
Το πρώτον λοιπόν και μέγιστον που έχομεν να είπωμεν διά την προσευχήν είναι, ότι κάθε άνθρωπος που προσεύχεται, συνομιλεί με τον Θεόν.
Πόσον δε μέγα πράγμα είναι να είσαι άνθρωπος και να συνομιλής με τον θεόν, ουδείς το αγνοεί.
Και είναι αδύνατον να παραστήση κανείς με τον λόγον αυτήν την τιμήν. Διότι αυτή η τιμή υπερβαίνει και την μεγαλοπρέπειαν των αγγέλων.
Πράγμα το οποίον εκείνοι γνωρίζουν καλώς και όλοι παρουσιάζονται από τους προφήτας να αναπέμπουν τους ύμνους και τας λατρείας προς τον Κύριον με πολύν φόβον, καλύπτοντες και τα πρόσωπα και τους πόδας με μεγάλην ευλάβειαν, ενώ δεικνύουν τον μεγάλον των φόβον με την πτήσιν και την διαρκή κίνησίν των.
Και νομίζω, ότι παροτρύνουν και εμάς να λησμονώμεν, κατά την ώραν της προσευχής την ανθρωπίνην φύσιν μας και συνεχόμενοι από την ευλάβειαν και τον φόβον να μη βλέπωμεν τίποτε από τα παρόντα, αλλά να έχωμεν την αίσθησιν ότι ιστάμεθα εν μέσω των αγγέλων και επιτελούμεν την ιδίαν λατρείαν με εκείνους.
Βεβαίως εις όλα τα άλλα υπάρχει μεγάλη απόστασις μεταξύ ημών και εκείνων, εις την φύσιν π.χ., τον τρόπον της ζωής, την σοφίαν και την σύνεσιν και γενικώς εις ό,τι δύναται τις να είπη.
Το καθήκον όμως της προσευχής είναι κοινόν των αγγέλων μαζί και των ανθρώπων.
Και εις ό,τι αφορά την προσευχήν δεν υπάρχει τίποτε που να χωρίζει τας διαφορετικάς φύσεις.