Μερικὲς
φορὲς ξεκινᾶμε νὰ κάνουμε μιὰ δουλειὰ καὶ παρουσιάζονται ἕνα σωρὸ
ἐμπόδια. Πῶς θὰ καταλάβουμε ἂν τὰ ἐμπόδια εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό;
-Νὰ
ἐξετάσουμε ἂν φταῖμε ἐμεῖς. Ἂν δὲν φταῖμε, τὸ ἐμπόδιο θὰ εἶναι ἀπὸ τὸν
Θεὸ γιὰ τὸ καλό μας. Γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει κανεὶς νὰ στενοχωριέται, ἂν δὲν
ἔγινε ἡ δουλειὰ ἢ ἂν καθυστέρησε νὰ τελειώση.
Μιὰ
φορὰ κατέβαινα βιαστικὸς ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου, νὰ πάω στὴν Κόνιτσα
γιὰ μιὰ ἐπείγουσα δουλειά. Σὲ ἕνα δύσκολο σημεῖο τοῦ δρόμου – Γολγοθᾶ
τὸ ἔλεγα – συνάντησα ἕναν γνωστὸ τοῦ μοναστηριοῦ, τὸν μπαρμπα-Ἀναστάση,
μὲ τρία ζῶα φορτωμένα. Ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀνηφόρα εἶχαν ἀναποδογυρισθῆ τὰ
σαμάρια τους καὶ ἕνα ζῶο ἦταν κοντὰ στὸν γκρεμὸ καὶ κόντευε νὰ πέση
κάτω. «Ὁ Θεὸς σ’ ἔστειλε, Πάτερ», μοῦ εἶπε ὁ μπαρμπα-Ἀναστάσης. Τὸν
βοήθησα νὰ τὰ ξεφορτώσουμε καὶ νὰ τὰ ξαναφορτώσουμε, τὰ βάλαμε καὶ στὸν
δρόμο καὶ τὸν ἄφησα. Ὅταν προχώρησα ἀρκετά, ἔφθασα σὲ ἕνα σημεῖο ὅπου
μόλις πρὶν λίγο εἶχε γίνει κατολίσθηση σὲ μῆκος τριακόσια μέτρα καὶ εἶχε
φαγωθῆ τὸ μονοπάτι. Δένδρα καὶ πέτρες εἶχαν κατεβῆ στὸ ποτάμι. Ἂν δὲν
καθυστεροῦσα, θὰ βρισκόμουν ἐκεῖ τὴν ὥρα ἀκριβῶς ποὺ ἔγινε ἡ
κατολίσθηση. «Μπαρμπα-Ἀναστάση, εἶπα, μ᾿ ἔσωσες. Ὁ Θεὸς σ᾿ ἔστειλε».
Ὁ Χριστὸς ἀπὸ ψηλὰ βλέπει τὸν καθένα μας πῶς ἐνεργεῖ καὶ ξέρει πῶς καὶ πότε θὰ ἐνεργήση γιὰ τὸ καλό μας. Ξέρει πῶς καὶ ποῦ θὰ μᾶς ὁδηγήση, ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ ζητοῦμε βοήθεια, νὰ τοῦ λέμε τὶς ἐπιθυμίες μας καὶ νὰ ἀφήνουμε Ἐκεῖνον ὅλα νὰ τὰ κανονίζη.
Ἐγώ, ὅταν ἤμουν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Φιλοθέου, ἤθελα νὰ πάω στὴν ἔρημο· σκεφτόμουν νὰ φύγω σὲ ἕνα ἐρημονήσι. Εἶχα συμφωνήσει μάλιστα μὲ ἕναν βαρκάρη νὰ ἔρθη νὰ μὲ πάη, ἀλλὰ τελικὰ δὲν ἦρθε. Ἦταν οἰκονομία Θεοῦ, γιατὶ ἤμουν ἀκόμη ἄπειρος καὶ θὰ πάθαινα μεγάλη ζημιὰ στὸ ἐρημονήσι· θὰ μὲ ἀφάνιζαν οἱ δαίμονες. Ἀφοῦ δὲν μπόρεσα νὰ πάω ἐκεῖ, στράφηκα πρὸς τὰ Κατουνάκια. Ἀγάπησα τὴν ἔρημο τῶν Κατουνακίων καὶ προσευχόμουν καὶ ἑτοιμαζόμουν νὰ πάω ἐκεῖ. Ἤθελα νὰ ἀσκητέψω κοντὰ στὸν Γερο-Πέτρο (1), ἕναν πολὺ πνευματικὸ Πατέρα. Μοῦ συνέβη ὅμως ἕνα γεγονὸς ποὺ μὲ ἀνάγκασε νὰ πάω στὴν Κόνιτσα καὶ ὄχι στὰ Κατουνάκια. Ἕνα βράδυ μετὰ τὸ Ἀπόδειπνο εἶχα ἀποσυρθῆ στὸ κελλί μου καὶ προσευχόμουν ὣς ἀργά. Κατὰ τὶς ἕνδεκα τὴν νύχτα ξάπλωσα νὰ ἡσυχάσω λίγο. Μιάμιση ἡ ὥρα ξύπνησα μὲ τὸ σήμαντρο τῆς μονῆς ποὺ μᾶς καλοῦσε στὸν Ναό. Ἔκανα νὰ σηκωθῶ, ἀλλὰ ἦταν ἀδύνατο. Μιὰ ἀόρατη δύναμη μὲ κρατοῦσε ἀκίνητο. Κατάλαβα ὅτι κάτι συμβαίνει. Ἔμεινα καθηλωμένος στὸ κρεββάτι μέχρι τὶς δώδεκα τὸ μεσημέρι. Μποροῦσα νὰ προσεύχωμαι, νὰ σκέφτωμαι, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ κινηθῶ καθόλου.
Ἐνῶ βρισκόμουν σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση, εἶδα σὰν σὲ τηλεόραση ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ τὰ Κατουνάκια καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν Μονὴ Στομίου στὴν Κόνιτσα. Ἐγὼ μὲ λαχτάρα γύρισα τὰ μάτια μου πρὸς τὰ Κατουνάκια. Μιὰ φωνὴ τότε – ἦταν τῆς Παναγίας – μοῦ εἶπε καθαρά: «Δὲν θὰ πᾶς στὰ Κατουνάκια· θὰ πᾶς στὴν Μονὴ Στομίου». «Παναγία μου, ἐγὼ ἔρημο Σοῦ ζητοῦσα καὶ Ἐσὺ μὲ στέλνεις στὸν κόσμο;», εἶπα. Ἄκουσα ξανὰ τὴν ἴδια φωνὴ νὰ μοῦ λέη αὐστηρά: «Θὰ πᾶς νὰ συναντήσης τὸ τάδε πρόσωπο, τὸ ὁποῖο θὰ σὲ βοηθήση πολύ». Ἀμέσως λύθηκα ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀόρατο δέσιμο καὶ πλημμύρισε ἡ καρδιά μου ἀπὸ τὴν θεία Χάρη.
Μετὰ πῆγα καὶ τὸ εἶπα στὸν Πνευματικό. «Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, μοῦ εἶπε ὁ Πνευματικός. Μὴν κάνης ὅμως λόγο γιὰ τὸ γεγονός. Πὲς πὼς γιὰ λόγους ὑγείας – ἔβγαζα αἷμα ἐκείνη τὴν ἐποχὴ – θὰ χρειασθῆ νὰ βγῆς ἀπὸ τὸ Ὄρος καὶ πήγαινε». Ἄλλο ἤθελα ἐγώ, ἀλλὰ ὁ Θεὸς εἶχε τὸ σχέδιό Του. Σκέφθηκα ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ ἀνακαινίσω αὐτὸ τὸ μοναστήρι, καὶ ἔτσι θὰ ἐκπληρωνόταν καὶ ἕνα τάμα ποὺ εἶχα κάνει στὴν Παναγία, ὅταν ὑπηρετοῦσα στὸν στρατό, τότε μὲ τὸν πόλεμο. «Παναγία μου, εἶχα πεῖ τότε, βοήθησέ με νὰ γίνω καλόγερος καὶ θὰ δουλέψω τρία χρόνια νὰ Σοῦ φτιάξω πάλι τὸ καμένο Σου μοναστήρι». Ὅπως ἀποδείχθηκε ὅμως ἐκ τῶν ὑστέρων, ὁ κύριος λόγος ποὺ ἡ Παναγία μὲ ἔστειλε ἐκεῖ ἦταν, γιὰ νὰ βοηθηθοῦν οἱ ὀγδόντα οἰκογένειες ποὺ εἶχαν γίνει προτεσταντικὲς νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ὀρθοδοξία.
Ὁ Θεὸς συχνὰ ἐπιτρέπει νὰ γίνη αὐτὸ ποὺ εἶναι γιὰ τὸ συμφέρον τῶν πολλῶν. Δὲν κάνει ποτὲ ἕνα καλὸ μόνο του, ἀλλὰ τρία-τέσσερα καλὰ μαζί. Οὔτε ποτὲ ἐπιτρέπει νὰ γίνη ἕνα κακό, ἐὰν δὲν βγοῦν ἀπὸ αὐτὸ πολλὰ καλά. Ὅλα τὰ ἀξιοποιεῖ γιὰ ὄφελός μας, καὶ τὰ στραβὰ καὶ τὰ ἐπικίνδυνα. Τὸ καλὸ μὲ τὸ κακὸ εἶναι ἀνακατεμένα· καλὰ θὰ ἦταν νὰ εἶναι χωρισμένα, ἀλλὰ μπαίνουν τὰ προσωπικὰ συμφέροντα καὶ ἀνακατεύονται. Ὁ Θεὸς ὅμως καὶ αὐτὸ τὸ μπερδεμένο τὸ ἀξιοποιεῖ. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ γίνεται μόνον ὅ,τι μπορεῖ νὰ βγῆ σὲ καλό, γιατὶ ἀγαπᾶ τὸ πλάσμα Του. Μπορεῖ λ.χ. νὰ ἐπιτρέψη ἕναν μικρὸ πειρασμό, γιὰ νὰ μᾶς προστατέψη ἀπὸ ἕναν μεγαλύτερο.
Ὁ Χριστὸς ἀπὸ ψηλὰ βλέπει τὸν καθένα μας πῶς ἐνεργεῖ καὶ ξέρει πῶς καὶ πότε θὰ ἐνεργήση γιὰ τὸ καλό μας. Ξέρει πῶς καὶ ποῦ θὰ μᾶς ὁδηγήση, ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ ζητοῦμε βοήθεια, νὰ τοῦ λέμε τὶς ἐπιθυμίες μας καὶ νὰ ἀφήνουμε Ἐκεῖνον ὅλα νὰ τὰ κανονίζη.
Ἐγώ, ὅταν ἤμουν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Φιλοθέου, ἤθελα νὰ πάω στὴν ἔρημο· σκεφτόμουν νὰ φύγω σὲ ἕνα ἐρημονήσι. Εἶχα συμφωνήσει μάλιστα μὲ ἕναν βαρκάρη νὰ ἔρθη νὰ μὲ πάη, ἀλλὰ τελικὰ δὲν ἦρθε. Ἦταν οἰκονομία Θεοῦ, γιατὶ ἤμουν ἀκόμη ἄπειρος καὶ θὰ πάθαινα μεγάλη ζημιὰ στὸ ἐρημονήσι· θὰ μὲ ἀφάνιζαν οἱ δαίμονες. Ἀφοῦ δὲν μπόρεσα νὰ πάω ἐκεῖ, στράφηκα πρὸς τὰ Κατουνάκια. Ἀγάπησα τὴν ἔρημο τῶν Κατουνακίων καὶ προσευχόμουν καὶ ἑτοιμαζόμουν νὰ πάω ἐκεῖ. Ἤθελα νὰ ἀσκητέψω κοντὰ στὸν Γερο-Πέτρο (1), ἕναν πολὺ πνευματικὸ Πατέρα. Μοῦ συνέβη ὅμως ἕνα γεγονὸς ποὺ μὲ ἀνάγκασε νὰ πάω στὴν Κόνιτσα καὶ ὄχι στὰ Κατουνάκια. Ἕνα βράδυ μετὰ τὸ Ἀπόδειπνο εἶχα ἀποσυρθῆ στὸ κελλί μου καὶ προσευχόμουν ὣς ἀργά. Κατὰ τὶς ἕνδεκα τὴν νύχτα ξάπλωσα νὰ ἡσυχάσω λίγο. Μιάμιση ἡ ὥρα ξύπνησα μὲ τὸ σήμαντρο τῆς μονῆς ποὺ μᾶς καλοῦσε στὸν Ναό. Ἔκανα νὰ σηκωθῶ, ἀλλὰ ἦταν ἀδύνατο. Μιὰ ἀόρατη δύναμη μὲ κρατοῦσε ἀκίνητο. Κατάλαβα ὅτι κάτι συμβαίνει. Ἔμεινα καθηλωμένος στὸ κρεββάτι μέχρι τὶς δώδεκα τὸ μεσημέρι. Μποροῦσα νὰ προσεύχωμαι, νὰ σκέφτωμαι, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ κινηθῶ καθόλου.
Ἐνῶ βρισκόμουν σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση, εἶδα σὰν σὲ τηλεόραση ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ τὰ Κατουνάκια καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν Μονὴ Στομίου στὴν Κόνιτσα. Ἐγὼ μὲ λαχτάρα γύρισα τὰ μάτια μου πρὸς τὰ Κατουνάκια. Μιὰ φωνὴ τότε – ἦταν τῆς Παναγίας – μοῦ εἶπε καθαρά: «Δὲν θὰ πᾶς στὰ Κατουνάκια· θὰ πᾶς στὴν Μονὴ Στομίου». «Παναγία μου, ἐγὼ ἔρημο Σοῦ ζητοῦσα καὶ Ἐσὺ μὲ στέλνεις στὸν κόσμο;», εἶπα. Ἄκουσα ξανὰ τὴν ἴδια φωνὴ νὰ μοῦ λέη αὐστηρά: «Θὰ πᾶς νὰ συναντήσης τὸ τάδε πρόσωπο, τὸ ὁποῖο θὰ σὲ βοηθήση πολύ». Ἀμέσως λύθηκα ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀόρατο δέσιμο καὶ πλημμύρισε ἡ καρδιά μου ἀπὸ τὴν θεία Χάρη.
Μετὰ πῆγα καὶ τὸ εἶπα στὸν Πνευματικό. «Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, μοῦ εἶπε ὁ Πνευματικός. Μὴν κάνης ὅμως λόγο γιὰ τὸ γεγονός. Πὲς πὼς γιὰ λόγους ὑγείας – ἔβγαζα αἷμα ἐκείνη τὴν ἐποχὴ – θὰ χρειασθῆ νὰ βγῆς ἀπὸ τὸ Ὄρος καὶ πήγαινε». Ἄλλο ἤθελα ἐγώ, ἀλλὰ ὁ Θεὸς εἶχε τὸ σχέδιό Του. Σκέφθηκα ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ ἀνακαινίσω αὐτὸ τὸ μοναστήρι, καὶ ἔτσι θὰ ἐκπληρωνόταν καὶ ἕνα τάμα ποὺ εἶχα κάνει στὴν Παναγία, ὅταν ὑπηρετοῦσα στὸν στρατό, τότε μὲ τὸν πόλεμο. «Παναγία μου, εἶχα πεῖ τότε, βοήθησέ με νὰ γίνω καλόγερος καὶ θὰ δουλέψω τρία χρόνια νὰ Σοῦ φτιάξω πάλι τὸ καμένο Σου μοναστήρι». Ὅπως ἀποδείχθηκε ὅμως ἐκ τῶν ὑστέρων, ὁ κύριος λόγος ποὺ ἡ Παναγία μὲ ἔστειλε ἐκεῖ ἦταν, γιὰ νὰ βοηθηθοῦν οἱ ὀγδόντα οἰκογένειες ποὺ εἶχαν γίνει προτεσταντικὲς νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ὀρθοδοξία.
Ὁ Θεὸς συχνὰ ἐπιτρέπει νὰ γίνη αὐτὸ ποὺ εἶναι γιὰ τὸ συμφέρον τῶν πολλῶν. Δὲν κάνει ποτὲ ἕνα καλὸ μόνο του, ἀλλὰ τρία-τέσσερα καλὰ μαζί. Οὔτε ποτὲ ἐπιτρέπει νὰ γίνη ἕνα κακό, ἐὰν δὲν βγοῦν ἀπὸ αὐτὸ πολλὰ καλά. Ὅλα τὰ ἀξιοποιεῖ γιὰ ὄφελός μας, καὶ τὰ στραβὰ καὶ τὰ ἐπικίνδυνα. Τὸ καλὸ μὲ τὸ κακὸ εἶναι ἀνακατεμένα· καλὰ θὰ ἦταν νὰ εἶναι χωρισμένα, ἀλλὰ μπαίνουν τὰ προσωπικὰ συμφέροντα καὶ ἀνακατεύονται. Ὁ Θεὸς ὅμως καὶ αὐτὸ τὸ μπερδεμένο τὸ ἀξιοποιεῖ. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ γίνεται μόνον ὅ,τι μπορεῖ νὰ βγῆ σὲ καλό, γιατὶ ἀγαπᾶ τὸ πλάσμα Του. Μπορεῖ λ.χ. νὰ ἐπιτρέψη ἕναν μικρὸ πειρασμό, γιὰ νὰ μᾶς προστατέψη ἀπὸ ἕναν μεγαλύτερο.