«Αγάπησε τον Θεό, όπως οφείλεις να Τον αγαπάς και όχι για όσα πρόκειται να μας δώσει, αλλά για όσα ήδη λάβαμε» (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος).
Συνήθως οι άνθρωποι λειτουργούμε στην προοπτική του «λαμβάνειν». Πιστεύουμε ότι δικαιούμαστε από τον κόσμο, από τη ζωή, από τους συνανθρώπους μας και δεν είμαστε έτοιμοι να προτάξουμε το «δούναι». Ζούμε, εξάλλου, σε μία εποχή θριάμβου του δικαιωματισμού. Χωρίς κάποιος να παραγνωρίζει το γεγονός ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα πάσης μορφής πρέπει να γίνονται σεβαστά, εντούτοις χρειάζεται να λαμβάνουμε υπόψιν ότι τα δικαιώματα δεν είναι μόνο αυτοτελή, αλλά προέρχονται από την κοινωνία στην οποία ζούμε, από τις αρχές της και προϋποθέτουν σχέση, τόσο με το σύνολο ως σώμα όσο και με τους συνανθρώπους μας ξεχωριστά. «Η ελευθερία μου σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου» είναι ένα αξίωμα το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί αύταρκες, αλλά χρειάζεται να ιδωθεί στο πλαίσιο της σχέσης του κοινωνικού σώματος. Αυτός που ζητά, επικαλούμενος τα δικαιώματά του, συχνά λησμονεί να προσφέρει.
Σ’ αυτό το πλαίσιο βλέπουμε και τη σχέση μας με τον Θεό. Ο ασκητικός λόγος μάς υπενθυμίζει μία μεγάλη αλήθεια: ο Θεός ήδη μάς έχει δώσει τα πάντα. Την ζωή και την ύπαρξη, την εικόνα Του εντός μας, την σωτηρία μας από το κακό και τον θάνατο, την πνευματική μας ανακαίνιση, την αγάπη Του που δεν έχει μέτρο και όριο. Αν πορευόμασταν ενώπιον του Θεού με γνώμονα τη λέξη «δικαίωμα», δεν θα έπρεπε να ζητούμε τίποτα. Αντίθετα, θα έπρεπε να αισθανόμασταν οφειλέτες σε τέτοιο βαθμό που καμία ζωή δεν θα αρκούσε για να ξεπληρώσουμε στον Θεό ό,τι μάς έδωσε. Μόνο που ο Θεός δεν λειτουργεί στα πλαίσια μιας συναλλαγής. Δεν ζητά καν να Τον αποδεχτούμε, επειδή μας έχει προσφέρει τον ίδιο Του τον εαυτό, καθώς «εκένωσεν εαυτόν μορφήν δούλου λαβών». Μας αφήνει ελεύθερους και μας δίδει το δικαίωμα να πορευόμαστε σαν να είμαστε εμείς οι θεοί. Δεν παρεμβαίνει , για να μας τιμωρήσει. Αντιθέτως, περιμένει την επιστροφή μας, όντας όλος αγάπη. Κι αυτό είναι ένα παράδειγμα μοναδικό και αξεπέραστο.
Στην εποχή μας έχουμε αρνηθεί την ηθική ως βάση της ζωής μας. Θέλοντας να αντιδράσουμε σε έναν τρόπο που την ταύτισε με τη συμπεριφορά και μας έκανε να μην μπορούμε να χαρούμε τη ζωή ανάλογα με τα χαρίσματά μας, φτάσαμε στο άλλο άκρη. Βαφτίσαμε τις επιθυμίες μας ηθική, τα δικαιώματά μας κανόνες, με αποτέλεσμα να μην θέλουμε να έχουμε κανένα όριο. Έτσι, η αγάπη ως κριτήριο και κέντρο της ζωής και της ύπαρξης, ως αφετηρία που οδηγεί διά του «δούναι» στην σχέση, στην προσέγγιση, στην συνύπαρξη με καλοσύνη, στην υπέρβαση της αυτοθέωσης, δεν είναι προτεραιότητα. Μεγαλώνουμε με την απαίτηση της ικανοποίησης. Ζητούμε από τον Θεό με απαιτητικό τρόπο να μας δώσει όσα θεωρούμε ότι δικαιούμαστε και Τον βάζουμε εύκολα στο δικαστήριο της απόρριψης, για να συνεχίσουμε να πορευόμαστε στην οδό του «λαμβάνειν».
Το »λαμβάνειν» είναι ενισχυτικό της απόφασής μας να δίνουμε. Δεν είναι προϋπόθεσή της. Η έξοδος από την αυτάρκεια του εγώ είναι σημείο έρωτα για τη ζωή, για τον άλλο, για τον Θεό. Μπορεί να έχει ταλαιπωρία ο έρωτας. Κάνει όμως τη ζωή να αξίζει. Το να παίζεις στα σίγουρα, στην απαίτηση, στην αναμονή του «λαμβάνειν» οδηγεί συνήθως στη μοναξιά. Ας μην το λησμονούμε.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός