Θεωρούμε την Κοίμηση της Θεοτόκου ως «τελευταίον ούσαν επ’ αυτή μυστήριον». Όλα τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στη μοναδική ζωή της Παναγίας, υπήρξαν μυστήρια ανερμήνευτα και υπέρλογα.
Γεννάται με τρόπο θαυμαστό, προσφέρεται νήπιο στον Ναό, τρέφεται από το χέρι του αρχαγγέλου. Υπηρετεί το ύψιστο μυστήριο της Θείας Οικονομίας με τη συναίνεσή της να σαρκωθεί μέσα της ο ίδιος ο Θεός.
Ακολουθεί τον Υιό της από την αρχή ως το τέλος του σωτηρίου έργου του, μέχρι τον Σταυρό και την Ανάσταση. Και με τρόπο αληθινά μεγαλειώδη διέρχεται τη φάση του θανάτου.
Και όλα αυτά δεν είναι μόνο απ’ τη μεριά του Θεού μυστήρια, επειδή αποτελούν δηλαδή θαυμαστές και υπερφυείς ενέργειές του. Αποτελούν και από την πλευρά της Παρθένου μυστήρια. Είναι μυστήρια της τελειότερης προσφοράς, αγάπης, υπακοής, ελευθερίας, ταπεινοφροσύνης, αφοσίωσης και εμπιστοσύνης προς τον Θεό.
Και όπως σε όλα τα άλλα,έτσι και στον καιρό της εκδημίας της η Παναγία έδειξε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό. Και παρέδωσε την αγία ψυχή της στον Υιό της, το δε σώμα στους αποστόλους για να ταφεί.
Αν και αναδείχθηκε Μητέρα της Ζωής, όμως, απόγονος ούσα του Αδάμ, υποκύπτει και αυτή στον θάνατο. Δεν υπάρχει άνθρωπος που θα γεννηθεί και θα ζήσει χωρίς να περάσει και από τον θάνατο. Και αφού ο ίδιος ο Υιός της, χωρίς καθόλου να είναι αναγκασμένος, «ταφήν υπέστη εκουσίως ως θνητός, πώς την ταφήν αρνήσεται η απειρογάμως κυήσασα;» (ωδή δ΄).
Η Μητέρα του τον μιμείται και τον ακολουθεί και σ’ αυτό. «Τον ίσον ημίν εκπεπλήρω κενόμον της φύσεως, ει και μη καθ’ ημάς ίσως, αλλ’ υπέρ ημάς». Εκπληρώνει τον κοινό νόμο της φύσεως, αλλά και πάλι όχι με τον κοινό δικό μας τρόπο, αλλά με τρόπο πάνω από μας (αγ. Ανδρέας Κρήτης).
Έτσι το πανάγιο σώμα, που δέχθηκε μέσα του τον ίδιο τον Θεό και δώρισε σάρκα στον Υιό του, δεν ήταν δυνατόν να παραδοθεί στη φθορά και να γίνει βορά των σκωλήκων. Όπως το σώμα του Υιού της παρέμεινε άφθορο στον τάφο, έτσι και το πανάγιο σώμα της Μητέρας δεν γνώρισε φθορά θανάτου. Την τρίτη μέρα έγινε μετάσταση, δηλαδή ανάσταση της Παναγίας και ανάληψή της στους ουρανούς. Δεν ήταν δυνατόν να κρατηθεί από τη φθορά το γεμάτο θεία δόξα και ζωή σώμα της.
Διασώζεται η μαρτυρία, ότι ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης επισκέφθηκε την Παναγία στα Ιεροσόλυμα, στο σπίτι του ευαγγελιστή Ιωάννη. «Δεν πίστευα, λέει, ότι εκτός από τον ύψιστο Θεό ήταν δυνατό να υπάρχει οποιοδήποτε πρόσωπο, που να είναι γεμάτο θεία δύναμη και θεία χάρη.
Όμως, κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φανταστεί αυτό που είδα, όχι μόνο με τα ψυχικά μου μάτια, αλλά και με τα σωματικά. Είδα, λοιπόν, τη θεόμορφη και αγιώτερη απ’ όλα τα ουράνια πνεύματα Μητέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Ομολογώ ξανά και ξανά μπροστά στον παντοδύναμο Θεό, πως, όταν με οδήγησε σ’ εκείνην τη θεόμορφη και παναγία Παρθένο ο Ιωάννης, με τύλιξε μια θεία λάμψη, λάμψη ζωηρή και αμείωτη, φωτίζοντάς με όχι μόνο εξωτερικά αλλά και εσωτερικά, καθώς και μια υπερκόσμια, μια υπέροχη ευωδία με συνεχείς εναλλαγές» (Αγ. Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Ασκητικές ομιλίες Α΄, εκδ. Μονής Παρακλήτου).
Πώς ήταν δυνατόν να κρατηθεί από τον θάνατο η ολοζώντανη Παναγία μας;