Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν.
Ο δε Ιησούς τους είπε· “δεν έχουν ανάγκη να πάνε· δώστε τους σεις να φάγουν”.
Η προτροπή του Χριστού στους μαθητές Του να δώσουν στον λαό να φάει, καθώς είχε περάσει μια ολόκληρη μέρα διδασκαλίας στην έρημο και το ανθρώπινο σώμα, εκτός από την πνευματική τροφή, έχει ανάγκη και την υλική, απεικονίζει μία από τις πιο σημαντικές παρακαταθήκες του Κυρίου για την αποστολή της Εκκλησίας στον κόσμο. Από την μία είναι η παροχή της πνευματικής τροφής, δηλαδή του μηνύματος ότι ήρθε η Βασιλεία του Θεού και τη ζούμε, ότι κληθήκαμε να παλεύουμε όχι μόνο να συνυπάρχουμε ή να ανεχόμαστε τον άλλον, αλλά να αγαπούμε πέρα από συμφέροντα, συγγένειες, οικειότητες, με υπέρβαση του εαυτού μας. Από την άλλη, μολονότι ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με το ψωμί, εντούτοις είναι χρέος μας όπου βλέπουμε ένδεια, να προσφέρουμε είτε από το περίσσευμα είτε από το υστέρημά μας. Οποιαδήποτε ανισομερής θέαση των δύο αυτών παραγόντων, στην πραγματικότητα αλλοιώνει το νόημα της αποστολής της Εκκλησίας.
Αυτό συμβαίνει συχνά στους καιρούς μας, με τη δυνατότητα που έχουν οι πάντες να κρίνουν δημόσια τους πάντες. Οι πολλοί σπεύδουν να απαιτήσουν από την Εκκλησία, που δεν την βλέπουν στην πραγματικότητα ως το σώμα του Χριστού, αλλά ως φιλανθρωπικό οργανισμό και σωματείο, να λειτουργεί ως ένας μεγάλος κορβανάς, ο οποίος θα πρέπει να δίδει τους υποτιθέμενους πακτωλούς των χρημάτων της για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων των ανθρώπων. Η Εκκλησία πρέπει να δίδει στους πάντες, είτε έχουν σχέση είτε όχι μαζί της. Οι κρίνοντες δεν θέλουν να δούνε την εικόνα του Ευαγγελίου. Προηγείται η πνευματική τροφή και έπεται η υλική. Ζητούν χωρίς να έχουν σχέση με τον Χριστό και την Εκκλησία. Ακολουθούν την προτεσταντίζουσα γραμμή της ατομικής σχέσης, του ατομικού Θεού, των ατομικών αναγκών και δεν είναι σε θέση να δούνε τι σημαίνει σώμα Χριστού, πίστη, κοινότητα. Η νοοτροπία αυτή έχει διαχυθεί στην κοινωνία μας, με αποτέλεσμα το ελλιπές να μοιάζει αυτονόητα σωστό. Μολονότι ποτέ η Εκκλησία δεν πορεύθηκε στη γραμμή τού «μου δίνεις για να σου δώσω», η κατάργηση στην πράξη της θέασης της συμμετοχής στη ζωή της Εκκλησίας ως προτεραιότητας της ύπαρξης και η υποκατάστασή της από την απολυτοποίηση της υλικότητας και της επιβίωσης με κάθε τρόπο έχουν δημιουργήσει αυτή τη νοοτροπία, η οποία δεν αλλάζει, καθότι ο θόρυβος των απαιτούντων καλύπτει κάθε νηφάλια φωνή. Έτσι, η Εκκλησία αναγκάζεται να ακολουθήσει τη γραμμή τού να δίνει προς πάσα κατεύθυνση και να απολογείται διότι ουδέποτε τα όσα θα δώσει θα φτάνουν.
Είναι θέμα προτεραιοτήτων στην πνευματική μας πορεία. Δεν ξεκινάμε από τη δίψα για τον Χριστό, από την ανάγκη να καρδιοχτυπήσουμε για την κοινωνία μαζί Του, για την μεταμορφωτική δύναμη του λόγου Του, για την σύμπηξη αυθεντικών κοινοτήτων στις οποίες να ανήκουμε στο όνομά Του, όπου η φιλανθρωπία έρχεται ως φυσική απόρροια της αγάπης, αλλά η πρόταξη των παθών μας, των εμπαθειών μας, της γνώμης μας. Το κακό είναι ότι αυτή η νοοτροπία εύκολα καλλιεργείται και από εκείνους που είναι οι συνεχιστές του έργου του Χριστού και των αποστόλων, από αυτούς στους οποίους ο Χριστός απευθύνεται: «συμπληρώστε το έργο μου, δίδοντας στους ανθρώπους να φάνε. Μοιραστείτε τα διακονήματα στην Εκκλησία, άλλοι κηρύξτε και λειτουργήστε, άλλοι βοηθήστε στις ανάγκες των ανθρώπων, αλλά όλοι μαζί, ως κοινότητα, ως σώμα, χωρίς κάποιος να περιφρονεί το διακόνημα του άλλου». Η απώλεια του αισθήματος της ενότητας του ανθρώπου ως ψυχοσωματικής ύπαρξης, αλλά και ως κοινωνικού όντος που υπάρχει για να είναι εν σχέσει με τους άλλους, έχει χτυπήσει και την Εκκλησία και η νοοτροπία ότι μόνο η ψυχή ή μόνο το σώμα, σε μια ατομική προοπτική, κυριαρχεί.
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων δείχνει ότι ο Χριστός δεν αρκείται στη σωτηρία της ύπαρξης, αλλά ζητά και τη συνδρομή μας στην κάλυψη των υλικών αναγκών των συνανθρώπων μας. Όλα είναι αγάπη. Η ευθύνη είναι στον καθέναν μας και στην Εκκλησία, ώστε να πορευτούμε εν σώματι, κοινότητι και με την απόφαση ότι όπου και όπως μπορούμε χρειάζεται να υπάρχουμε και για τον άλλον. Για να τον καλέσουμε κι εκείνος να ανταποκριθεί.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός