“Τετάρτῃ
δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς
θαλάσσης. Καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα
ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν”(Ματθ. 14, 23-24).
“Κατὰ
τὰ ξημερώματα, ἦρθε ὁ Ιησοῦς κοντά τους περπατῶντας πάνω στὴ λίμνη. Οἱ
μαθητές, ὅταν τὸν εἶδαν νὰ περπατάει πάνω στὴ λίμνη, τρόμαξαν· ἔλεγαν
πὼς εἶναι φάντασμα κι ἔβαλαν τὶς φωνὲς ἀπὸ τὸν φόβο τους”.
Σ᾽ένα από τα πιο γνωστά θαύματά Του, που επισυμβαίνει αμέσως μετά τον πολλαπλασιασμό των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων, ο Χριστός εμφανίζεται να περπατά στη θάλασσα σε μία βραδιά δύσκολη για τους μαθητές που περνούσαν από το ένα μέρος προς το άλλο, εξαιτίας δυνατού ανέμου που έκανε το πλοίο και τις καρδιές των μαθητών να κλυδωνίζονται. Και αυθόρμητα έρχεται στη σκέψη μας ένα ερώτημα: γιατί ο Χριστός, ξημερώματα, χωρίς να υπάρχει το φως της αυγής, περπατά στα νερά, ενώ θα μπορούσε να δώσει μία εντολή και να σταματήσει ο ισχυρός άνεμος, θα μπορούσε να φωνάξει καθησυχαστικά στους μαθητές Του, θα μπορούσε να τους προτρέψει να περιμένουν είτε προσευχόμενοι μαζί Του είτε στην όχθη, μέχρις ότου ηρεμήσει η θάλασσα. Το περπάτημα πάνω στη θάλασσα, η υπέρβαση της βαρύτητας, των φυσικών νόμων δηλαδή, είναι στην πραγματικότητα ένα σημάδι παντοδυναμίας του Χριστού που είναι Θεός και άνθρωπος. Ο άνθρωπος υπόκειται στους φυσικούς νόμους, όμως ο Θεός όχι. Έτσι, ο Χριστός περπατά ως άνθρωπος, νικά όμως τη δύναμη της βαρύτητας που τραβά τον άνθρωπο κάτω από το νερό που δεν είναι σταθερή επιφάνεια ως Θεός. Και αυτό γίνεται ταυτόχρονα, διότι θεία και ανθρώπινη φύση είναι ένα, έχουν γίνει ένα.
Το περπάτημα όμως πάνω στη θάλασσα είναι και μία δοκιμασία της πίστης των μαθητών, οι οποίοι, παρότι έχουν δει τόσα θαύματα, με πρόσφατο αυτό του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων, εξακολουθούν να σκέφτονται με τα ανθρώπινα και όχι τα θεανθρώπινα κριτήρια. Δεν έχουν αλλάξει εντός τους τα σύνορα του κόσμου, παρότι έχουν δει ότι ο Θεάνθρωπος Διδάσκαλός Τους μπορεί να νικήσει τους όρους της φύσης. Παραμένουν όμως εκείνοι στον τρόπο σκέψης που μετρά τη ζωή και το νόημά της από την ανθρώπινη πλευρά. Σύνορο του κόσμου τους είναι ο άνθρωπος. Και η δοκιμασία που περνάνε είναι μία δωρεά από τον Χριστό, για να μπορέσουν να κατανοήσουν ότι η εμπειρία της σχέσης που έχουν με τον Θεάνθρωπο Κύριο είναι μία πρόσκληση αλλαγής της καρδιάς τους και του τρόπου θέασης της ζωής. Δεν είναι τα επίγεια που κυριαρχούν, τα πρόσκαιρα, τα φθαρτά, αλλά η πίστη που κάνει τον άνθρωπο να βαδίζει πέρα από τα όρια. Η πίστη όμως δεν είναι αφηρημένη. Πηγάζει από τη σχέση με το Πρόσωπο του Χριστού και γι᾽αυτό ο Κύριος περπατά στη θάλασσα, για να τους δείξει ότι δεν είναι ένα φάντασμα που έχει υπερφυσικές δυνάμεις, αλλά ο Διδάσκαλος, ο φίλος, ο οικείος τους.
Περπατά στη θάλασσα ο Χριστός για να δείξει ότι η βοήθεια Του έρχεται στην ώρα που πρέπει, ακόμη κι αν δεν την περιμένουν οι άνθρωποι. Οι μαθητές έχουν βάλει τα δυνατά τους για να γλιτώσουν από τον κλυδωνισμό. Έδωσαν τον εαυτό τους, αλλά αυτό δεν επαρκεί. Και την ώρα που τους καταλαμβάνει ο φόβος, ο Χριστός τους δείχνει ότι είναι παρών, περπατώντας πάνω στο αντικείμενο που φοβούνται. Δεν είναι παντοδύναμη η θάλασσα, δεν είναι θεότητα, δεν είναι μια δύναμη που συντρίβει τα πάντα στο πέρασμά της. Έχει κι αυτή τα όριά της, που είναι η υπακοή στον Δημιουργό της. Αρκεί να υπάρχει στον άνθρωπο η πίστη και η βοήθεια έρχεται τη στιγμή που πρέπει, τη στιγμή που πραγματικά τη χρειάζεται, αλλά και τη στιγμή που ο Θεός, κατά το θέλημά Του, την δίνει. Κι αν αυτό δεν συμβαίνει πάντοτε, είναι γιατί η πίστη λείπει, γιατί οι άνθρωποι είμαστε αλαζόνες και διαγράφουμε τον Θεό, ζητώντας να εφαρμόσουμε την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας μας και τότε βουλιάζουμε είτε από τον φόβο, είτε από την υπεροψία.
Ο Χριστός περπατά στα κύματα γιατί ξέρει να ακούει, να βλέπει, να νιώθει την αγωνία των μαθητών Του. Αλλά και σε κάθε εποχή, περπατά στα κύματα της κάθε ζωής μας, για να απλώσει το χέρι Του, αλλά και να γαληνέψει τους ανέμους, αρκεί να επιζητούμε την παρουσία Του, να προσευχόμαστε, να ελπίζουμε, να μην αφήνουμε τον φόβο για τις περιστάσεις να μας λυγίζει. Η απάντηση βρίσκεται στην πίστη. Αυτή που κάποτε δεν φτάνει για να νικήσουμε τους δισταγμούς μας, τις αμφιβολίες ή την καύχηση ότι όλα έχουν να κάνουν με το “εγώ” μας. Ιδίως στους καιρούς μας, που το Θεανθρώπινο Πρόσωπο του Χριστού αμφισβητείται από τους πολλούς. Που η υπέρβαση της φύσης γίνεται ο στόχος, όχι όμως για να οδηγηθούμε στον τρόπο της σχέσης, της αγάπης, της κοινότητας, του μοιράσματος, της υποχώρησης, κυρίως της εμπιστοσύνης στον Θεό, αλλά για να παραμείνουμε οι δήθεν αυτάρκεις και παντοδύναμοι που μπορούμε με τα πλοία των εφευρέσεών μας και της τεχνολογίας μας να κάνουμε κάθε ταξίδι. Δεν μπορούμε όμως να νικήσουμε τον θάνατο, συχνά ούτε τον φόβο.
Τον Χριστό ας καλούμε, ας αναζητούμε, ας εμπιστευόμαστε! Τον Χριστό της Εκκλησίας. Κι ας μην ξεχνούμε ότι όπως ο Πέτρος χωρίστηκε από τους υπόλοιπους μαθητές, αλλά πήγε να καταποντιστεί, έτσι κι εμείς, χάνουμε την πίστη γιατί χωριζόμαστε από το σώμα, το πλοίο που είναι η Εκκλησία, γιατί πιστεύουμε στις δικές μας δυνάμεις. Με πίστη λοιπόν στη ζωή της Εκκλησίας!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Σ᾽ένα από τα πιο γνωστά θαύματά Του, που επισυμβαίνει αμέσως μετά τον πολλαπλασιασμό των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων, ο Χριστός εμφανίζεται να περπατά στη θάλασσα σε μία βραδιά δύσκολη για τους μαθητές που περνούσαν από το ένα μέρος προς το άλλο, εξαιτίας δυνατού ανέμου που έκανε το πλοίο και τις καρδιές των μαθητών να κλυδωνίζονται. Και αυθόρμητα έρχεται στη σκέψη μας ένα ερώτημα: γιατί ο Χριστός, ξημερώματα, χωρίς να υπάρχει το φως της αυγής, περπατά στα νερά, ενώ θα μπορούσε να δώσει μία εντολή και να σταματήσει ο ισχυρός άνεμος, θα μπορούσε να φωνάξει καθησυχαστικά στους μαθητές Του, θα μπορούσε να τους προτρέψει να περιμένουν είτε προσευχόμενοι μαζί Του είτε στην όχθη, μέχρις ότου ηρεμήσει η θάλασσα. Το περπάτημα πάνω στη θάλασσα, η υπέρβαση της βαρύτητας, των φυσικών νόμων δηλαδή, είναι στην πραγματικότητα ένα σημάδι παντοδυναμίας του Χριστού που είναι Θεός και άνθρωπος. Ο άνθρωπος υπόκειται στους φυσικούς νόμους, όμως ο Θεός όχι. Έτσι, ο Χριστός περπατά ως άνθρωπος, νικά όμως τη δύναμη της βαρύτητας που τραβά τον άνθρωπο κάτω από το νερό που δεν είναι σταθερή επιφάνεια ως Θεός. Και αυτό γίνεται ταυτόχρονα, διότι θεία και ανθρώπινη φύση είναι ένα, έχουν γίνει ένα.
Το περπάτημα όμως πάνω στη θάλασσα είναι και μία δοκιμασία της πίστης των μαθητών, οι οποίοι, παρότι έχουν δει τόσα θαύματα, με πρόσφατο αυτό του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων, εξακολουθούν να σκέφτονται με τα ανθρώπινα και όχι τα θεανθρώπινα κριτήρια. Δεν έχουν αλλάξει εντός τους τα σύνορα του κόσμου, παρότι έχουν δει ότι ο Θεάνθρωπος Διδάσκαλός Τους μπορεί να νικήσει τους όρους της φύσης. Παραμένουν όμως εκείνοι στον τρόπο σκέψης που μετρά τη ζωή και το νόημά της από την ανθρώπινη πλευρά. Σύνορο του κόσμου τους είναι ο άνθρωπος. Και η δοκιμασία που περνάνε είναι μία δωρεά από τον Χριστό, για να μπορέσουν να κατανοήσουν ότι η εμπειρία της σχέσης που έχουν με τον Θεάνθρωπο Κύριο είναι μία πρόσκληση αλλαγής της καρδιάς τους και του τρόπου θέασης της ζωής. Δεν είναι τα επίγεια που κυριαρχούν, τα πρόσκαιρα, τα φθαρτά, αλλά η πίστη που κάνει τον άνθρωπο να βαδίζει πέρα από τα όρια. Η πίστη όμως δεν είναι αφηρημένη. Πηγάζει από τη σχέση με το Πρόσωπο του Χριστού και γι᾽αυτό ο Κύριος περπατά στη θάλασσα, για να τους δείξει ότι δεν είναι ένα φάντασμα που έχει υπερφυσικές δυνάμεις, αλλά ο Διδάσκαλος, ο φίλος, ο οικείος τους.
Περπατά στη θάλασσα ο Χριστός για να δείξει ότι η βοήθεια Του έρχεται στην ώρα που πρέπει, ακόμη κι αν δεν την περιμένουν οι άνθρωποι. Οι μαθητές έχουν βάλει τα δυνατά τους για να γλιτώσουν από τον κλυδωνισμό. Έδωσαν τον εαυτό τους, αλλά αυτό δεν επαρκεί. Και την ώρα που τους καταλαμβάνει ο φόβος, ο Χριστός τους δείχνει ότι είναι παρών, περπατώντας πάνω στο αντικείμενο που φοβούνται. Δεν είναι παντοδύναμη η θάλασσα, δεν είναι θεότητα, δεν είναι μια δύναμη που συντρίβει τα πάντα στο πέρασμά της. Έχει κι αυτή τα όριά της, που είναι η υπακοή στον Δημιουργό της. Αρκεί να υπάρχει στον άνθρωπο η πίστη και η βοήθεια έρχεται τη στιγμή που πρέπει, τη στιγμή που πραγματικά τη χρειάζεται, αλλά και τη στιγμή που ο Θεός, κατά το θέλημά Του, την δίνει. Κι αν αυτό δεν συμβαίνει πάντοτε, είναι γιατί η πίστη λείπει, γιατί οι άνθρωποι είμαστε αλαζόνες και διαγράφουμε τον Θεό, ζητώντας να εφαρμόσουμε την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας μας και τότε βουλιάζουμε είτε από τον φόβο, είτε από την υπεροψία.
Ο Χριστός περπατά στα κύματα γιατί ξέρει να ακούει, να βλέπει, να νιώθει την αγωνία των μαθητών Του. Αλλά και σε κάθε εποχή, περπατά στα κύματα της κάθε ζωής μας, για να απλώσει το χέρι Του, αλλά και να γαληνέψει τους ανέμους, αρκεί να επιζητούμε την παρουσία Του, να προσευχόμαστε, να ελπίζουμε, να μην αφήνουμε τον φόβο για τις περιστάσεις να μας λυγίζει. Η απάντηση βρίσκεται στην πίστη. Αυτή που κάποτε δεν φτάνει για να νικήσουμε τους δισταγμούς μας, τις αμφιβολίες ή την καύχηση ότι όλα έχουν να κάνουν με το “εγώ” μας. Ιδίως στους καιρούς μας, που το Θεανθρώπινο Πρόσωπο του Χριστού αμφισβητείται από τους πολλούς. Που η υπέρβαση της φύσης γίνεται ο στόχος, όχι όμως για να οδηγηθούμε στον τρόπο της σχέσης, της αγάπης, της κοινότητας, του μοιράσματος, της υποχώρησης, κυρίως της εμπιστοσύνης στον Θεό, αλλά για να παραμείνουμε οι δήθεν αυτάρκεις και παντοδύναμοι που μπορούμε με τα πλοία των εφευρέσεών μας και της τεχνολογίας μας να κάνουμε κάθε ταξίδι. Δεν μπορούμε όμως να νικήσουμε τον θάνατο, συχνά ούτε τον φόβο.
Τον Χριστό ας καλούμε, ας αναζητούμε, ας εμπιστευόμαστε! Τον Χριστό της Εκκλησίας. Κι ας μην ξεχνούμε ότι όπως ο Πέτρος χωρίστηκε από τους υπόλοιπους μαθητές, αλλά πήγε να καταποντιστεί, έτσι κι εμείς, χάνουμε την πίστη γιατί χωριζόμαστε από το σώμα, το πλοίο που είναι η Εκκλησία, γιατί πιστεύουμε στις δικές μας δυνάμεις. Με πίστη λοιπόν στη ζωή της Εκκλησίας!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός