π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Κάθε φορά που η σκέψη ενός πιστού στρέφεται στο πρόσωπο της Παναγίας μας, με αφορμή είτε κάποια γιορτή της είτε γιατί νιώθει την ανάγκη να μοιραστεί μαζί της κάποιον πόνο του, αισθάνεται ένα δέος αλλά και μια οικειότητα.
Αυτό αποτυπώνεται και στα τροπάρια που γράφτηκαν ανά τους αιώνες γι’ αυτήν, τα λόγια δηλαδή που της απευθύνουμε ως Εκκλησία, ως μητέρας του Φωτός και δικής μας.
Στην Θεοτόκο σμίγουν το ανθρώπινο με το θεϊκό, ο ουρανός με τη γη, το φθαρτό με το άφθαρτο. Κυοφόρησε τον Θεάνθρωπο! Είναι η Μητέρα του ζώντος Θεού!
Όσο κι αν αυτό υπερβαίνει τη λογική μας δεν παύει από το να είναι πραγματικότητα, τουλάχιστον για όσους πιστεύουμε στην ενανθρώπιση του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Ιησού Χριστού.
Όντως μυστήριον η ένωση του Θεού με το δημιούργημά του στο σώμα της Παρθένου Μαρίας.
Και ως μυστήριον δεν κατανοείται με τη λογική αλλά προσεγγίζεται με την πίστη, ως αποδοχή και εμπιστοσύνη, που οδηγεί σε ένα άλλο είδος γνώσης, αυτής που μας προτρέπει ο Κύριός μας να αποκτήσουμε με το «γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς».
Όλ’ αυτά τα μεγάλα και τα δογματικά, είναι αναγκαία και σημαντικά για να πάμε παραπέρα, εκεί που δεν υπάρχει πεζότητα, μονοτονία και μιζέρια: στον κόσμο του Θεού που κυριαρχεί η ειρήνη της καρδιάς, η χαρά και η εσωτερική πληρότητα.
Η είσοδος σε αυτό τον κόσμο γίνεται με την ταπείνωση, την υπακοή και την αγάπη. Με άλλα λόγια με αυτά που μας δίδαξε η Παναγία με το παράδειγμά της.
Κι όντως η Παναγία μας με την ταπείνωση, την υπακοή και την αγάπη της, μας έδειξε την Ομορφιά αυτού του κόσμου.
Και μας έδειξε, επίσης, ότι αξίζει τον πόνο, τον κόπο και τον σταυρό για να εισέλθει κανείς σε αυτόν τον Κόσμο, να γίνει Σώμα Του.
Γνωρίζουμε καλά ότι ο Πρώτος μας, ο αμήτωρ εκ του Πατρός κι απάτωρ ως άνθρωπος, η Πηγή της Ζωής απορρίφθηκε, χλευάστηκε, σταυρώθηκε.
Η Κοίμηση της Παναγίας, μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, μας θυμίζει αφενός ότι και η δική μας η ζωή έχει ημερομηνία λήξης κι αφετέρου ότι η πορεία μας στον κόσμο αυτό έχει σκοπό: να γίνουμε κι εμείς ένα με τον Χριστό.
Κι έτσι μέσω της εορτής της Κοιμήσεως τονίζεται η χαρά της «άλλης βιωτής», του κόσμου του Θεού που δεν έχει θάνατο – καμιά μορφή θανάτου. Μας αποκαλύπτεται η αιωνιότητα ως η μόνη πραγματικότητα για την ζωή μας σε αυτόν τον κόσμο και τη ζωή που αναμένουμε.
Μπροστά στο εικόνισμα της «Θεοτόκου και Μητέρας του Φωτός» ας ψελλίσουμε λίγα λόγια:
«Υπεραγία Θεοτόκε, εσύ που είσαι «των θλιβομένων η χαρά» και «χριστιανών η προστάτις», δέξου την ταπεινή δέησή μας, αφού «μετέστης προς την Ζωήν, Μήτηρ υπάρχουσα της Ζωής» και έχεις πια παρρησία προς τον Υιό σου και Θεός μας.
Σε παρακαλούμε, τη μόνη γέφυρα και κλίμακα, την όντως Ελεούσα και Παραμυθία:
Για τον κόσμο που ταλαιπωρείται με τους πολέμους, την πείνα, τη βία, την ανισότητα, τους διαχωρισμούς και τις ποικίλες άλλες αποτυχίες μας που πληγώνουν όχι μόνο τις ζωές, τις οικογένειες και τις κοινωνίες μας αλλά και το φυσικό περιβάλλον.
Για τους φυλακισμένους, τους αιχμαλώτους, τους αρρώστους, τους ταλαιπωρημένους, τους πενθούντας, τους ανέργους, τους απελπισμένους, όσους δοκιμαζόμαστε με κάθε τρόπο και χρειαζόμαστε εσένα για να νιώσουμε γιατί αξίζει να ζούμε.
Ως Οδηγήτρια δείξε μας την Αλήθεια που ελευθερώνει και ως Χώρα του Αχωρήτου οδήγησέ μας στην Χώρα των Ζώντων, στη Βασιλεία του Υιού σου, που προσδοκούμε με τις δικές σου πρεσβείες να ζήσουμε με όλους τους απ’ αιώνων αγίους. Αμήν!».