Υπάρχουν πολλά, τα οποία ο άνθρωπος τα συναντά εις τον βίο του, να πούμε.
Πολλές φορές απορούσα, πως οι άγιοι Πατέρες, όταν προσηύχοντο, σήκωναν
τα χέρια ψηλά; Δεν μπορούσα να το καταλάβω. Όταν ήρθε η σειρά, τότες το
κατάλαβα.
Δεν μπορείς, πάτερ, να συγκρατήσεις τον εαυτό σου, όταν έρχεται αυτή η
χάρις, να πούμε, δεν μπορείς. Αλλά ποτές, όμως, στη ζωή μου δεν σήκωσα
κι εγώ τα χέρια ψηλά στον ουρανό. Ψυχικώς τα σήκωσα πολλές φορές. Ως
υιός προς Πατέρα…Δεν μπορείς να συγκρατήσεις τον εαυτό σου. Όταν υπερεκχυλίσει η χάρις, τότες κι εσύ τα χάνεις. Όταν συσταλεί η χάρις, τότε σε πιάνει ρίγος. Πού προχώρησα! Πού προχώρησα!
Άλλη φορά μάζευα μύγδαλα στην περιοχή μας, να πούμε, και πέρασε ένα
αεροπλάνο, επειδή το μέρος μας είναι μεταξύ δύο, ένα βουνό εδώ κι άλλο
εκεί, κι είμαστε στη χαράδρα· και το έφερνε σαν μελωδία, να πούμε, σαν
χορωδία. Ο βόμβος του αεροπλάνου, το ‘φερνε σαν μελωδία, σαν μουσική, να
πούμε.
Έφυγε η ψυχή μου αμέσως, απότομα, έφυγε η ψυχή μου προς ύπάντησιν του
Νυμφίου, όπως λέει, νομίζω, στον Απόστολο: «Ημείς δε αρπαγησόμεθα εν
νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου, και ούτω πάντοτε μετά του Κυρίου
εσόμεθα» (Α’ Θεσ. 4, 17). Έτσι τότες από την πείρα καταλαμβάνεις τι
εννοεί ο Απόστολος. Όταν δεν το περάσεις, το καταλαμβάνεις εν μέρει,
πλήρως δεν το καταλαμβάνεις. Το καταλαμβάνεις όταν τον περνάς αυτόν τον
δρόμο, να πούμε. Και λέω, νά, γι’ αυτό λέει ο Απόστολος: «Ημείς δε
αρπαγησόμεθα».
Κάτι τέτοια δεν τα προκαλείς εσύ, μονάχα τους έρχονται. Αλλιώς
είναι να τα σχεδιάζεις, να τα μελετάς, να τα γράφεις, και αλλιώς είναι
μονάχα τους να έρχονται, να πούμε.
Έκανα μετάνοιες. Έρχεται ο λογισμός: «Έκεί που κάνεις μετάνοιες, εκεί
είναι τα ποδάρια του Χριστού». Πέφτω και φιλώ το έδαφος εκεί που πάτησε ο
Χριστός, το φιλώ και το ασπάζομαι το έδαφος όπου πάτησε ο Χριστός. Μά,
μονάχα τους έρχονται, δεν τα προκαλείς εσύ, μονάχα τους έρχονται. Αυτή
είναι η χάρις, αδελφέ μου.