Δοκιμάζεται
η πίστη μας αυτό το διάστημα. Δεν είναι μόνο οι συντονισμένες επιθέσεις
που η πνευματική μας παράδοση δέχεται από τους εκτός, αλλά και από τους
εντός Εκκλησίας. Είναι και ερωτήματα που αναφύονται έντονα σε κάθε
εποχή στην οποία το κακό θριαμβεύει ανεξέλεγκτα.
Γιατί ο Θεός δεν παρεμβαίνει, ώστε να σταματήσει το κακό, η επιδημία, ο φόβος, η αγωνία των ανθρώπων, που είναι παιδιά του;
Γιατί
οι συνέπειες του κακού να αγγίζουν και την ζωή της Εκκλησίας, να
υπάρχει αμφισβήτηση τόσο του κοινωνείν τον Θεό, όσο και του κοινωνείν
μεταξύ των ανθρώπων; Και τα δύο τίθενται υπό διωγμώ, υποτίθεται για το
καλό του κόσμου, για να ανακουφιστεί ο φόβος. Δεν αρκούν οι προτροπές
της Εκκλησίας σε όσους δυσκολεύονται, να μείνουν στα σπίτια τους. Δεν
αρκεί η εμπειρία αιώνων της πίστης για την μετάδοση της θείας κοινωνίας.
Στην ουσία όλα φαίνεται να λειτουργούν ως μία μικρή πρόβα, για
μεγαλύτερους διωγμούς στο μέλλον. Τώρα στήνεται ο μηχανισμός, αύριο θα
υπάρξει η διάρκεια.
Γιατί
δεν γίνεται καθόλου λόγος για την αιτία του κακού, που δε είναι άλλη
από την ποικίλη αμαρτία, δηλαδή την αυτοθέωση του ανθρώπου, την
υπεροψία, την πεποίθηση ότι όλα στην ζωή εξαρτώνται από τον νου και τον
ορθολογισμό, τα επιτεύγματα της επιστήμης και ότι δεν χρειάζεται πίστη
και Θεός; Γιατί δεν επισημαίνεται ότι κάθε μορφή κακού δεν είναι τίποτε
άλλο παρά έκφραση της ανεξέλεγκτης παντοδυναμίας του ανθρώπου, ο οποίος,
ζώντας την ελευθερία του, θεωρεί ότι μπορεί να φάει ό,τι θέλει, να πιει
ό,τι θέλει, να σμίξει με όποιον και όποια θέλει, να πάει όπου θέλει, να
ζήσει όπως θέλει, χωρίς νοικοκυροσύνη, σταθερότητα, αγάπη, μέτρο,
εγκράτεια, άσκηση;
Γιατί δεν γίνεται καθόλου λόγος για την φθορά και τον θάνατο που είναι συνδεδεμένα με την φύση μας, για
το ότι ο άνθρωπος καλείται να δει την οντολογική παρουσία του στην ζωή,
την ύπαρξή του, να απαντήσει στο ερώτημα αν υπάρχει συνέχεια της ζωής,
να διακριβώσει για το αν και πόσο πιστεύει, να μιλήσει, αν είναι
χριστιανός, και να διατρανώσει την πίστη στην ανάσταση; Το κακό μένει
πίσω στην ζωή αυτή και στον χρόνο του κόσμου. Κανείς όμως δεν θέλει να
το δει στην προοπτική της κατάργησής του, με την ανάσταση του Χριστού
και των ανθρώπων. Θέλουμε να ζήσουμε όλοι για πάντα. Το ερώτημα όμως
είναι κατά πόσον κατανοούμε την φθαρτότητά μας και κατά πόσο
εναποθέτουμε την ελπίδα για την ζωή και τούτη και την άλλη στον Θεό, στα
έργα της αγάπης, στην μετάνοια για τα λάθη μας, στον τρόπο της
αγιότητας; Ο άνθρωπος έχει όριο. Να παλέψουμε να παρατείνουμε την ζωή
μας, αλλά αυτό δεν φτάνει. Ποιας ποιότητας και περιεχομένου ζωή έχουμε
ανάγκη; Αυτή της διασκέδασης, της ασωτίας, της αυτάρκειας, της
ευχαρίστησης με κάθε τρόπο, χωρίς σεβασμό και αγάπη ή κάποια άλλη ζωή
χρειαζόμαστε τελικά;
Στην
δεύτερη Κυριακή της Σαρακοστής η Εκκλησία μας φέρει στην σκέψη και στην
καρδιά έναν λόγο του αποστόλου Παύλου, παρμένο από τους Ψαλμούς του
Δαβίδ (101): «οι ουρανοί θα εξαφανιστούν, ενώ εσύ, Κύριε, αιώνια
παραμένεις» (Εβρ. 1,11).
Η βεβαιότητα της φθαρτότητας, ότι «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου»
είναι δεδομένη. Ακόμη και η επιστήμη το παραδέχεται, ότι όλα έχουν
τέλος. Η βεβαιότητα της πίστης όμως είναι ένα δώρο που χαρίζεται σε
όλους, αλλά δεν βιώνεται από όλους. Δεν είναι θέμα μόνο αναζήτησης και
προβληματισμού. Είναι θέμα καρδιακής απόφασης. Ο ταπεινός άνθρωπος,
αυτός που γνωρίζει τα μέτρα του, νιώθει ότι δεν μπορεί να εξηγήσει πολλά
από τον κόσμο και την ζωή. Αφήνεται λοιπόν στην πίστη, μπορεί να κλαίει
για τον πόνο του κόσμου και τον δικό του, αλλά δεν εγκαταλείπει τον Θεό
και την αγάπη Του.
Παρεμβαίνει
ο Θεός στο κακό, δίνοντας δύναμη σε όσους Τον εμπιστεύονται, να
αντέξουν. Αφήνει ο Θεός και την Εκκλησία να δοκιμάζεται, γιατί η ζωή της
Εκκλησίας είναι σταυρός. Οι πιστοί κρίνουν και αποφασίζουν αν θα
αφήσουν το κοινωνείν. Τώρα δεν είναι θέμα να χτυπήσει η Εκκλησία την
καμπάνα, αλλά να ζητήσουν αυτοί που θέλουν να κρατήσουν στις καρδιές
τους τον τρόπο της ζωής της. Προσευχή, νηστεία, υπομονή,
επικοινωνία με κάθε εφικτό τρόπο, καθώς η παγκοσμιοποίηση της εποχής
μας έχει δώσει όπλα τα οποία μπορούν οι πιστοί να χρησιμοποιήσουν ώστε
να μην χαθεί η κοινωνία. Και η προσευχή και η λατρεία του Θεού, όπως και
η κοινωνία του σώματος και του αίματος του Θεού, υπάρχουν τρόποι να μην
σταματήσουν. Πρωτίστως όμως τα πάντα χρειάζονται μετάνοια. Χρειάζονται
και προσευχή για τον εαυτό μας και για τους άλλους, ιδίως για όσους δεν
μπορούν να αποδεχτούν την πίστη ή φοβούνται ανθρώπινα.
«Συ
δε διαμένεις». Και εφόσον διαμένει ο Θεός, διαμένουμε και όλοι όσοι
πιστεύουμε σ’ Αυτόν. Διαμένουμε εν τη αγάπη. Διαμένουμε εν τη Αναστάσει.
Διαμένουμε εν τη ελπίδι. Αφήνουμε στον Θεό την τελική κρίση, όπως
επίσης και τον χρόνο τον οποίο θα αφήσει να δοκιμάζεται ο άνθρωπος και ο
κόσμος. Όπως, δηλαδή , τα παιδιά, εμπιστευόμαστε τον Πατέρα μας τον εν
ουρανοίς!