«Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καὶ νῦν δόξασόν με σύ, Πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί» (Ιωάν. 17, 4-5)
«’Εγὼ φανέρωσα τὴ δόξα σου πάνω
στὴ γῆ, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσα τὸ ἔργο ποὺ μοῦ ἀνέθεσες νὰ κάνω. Τώρα λοιπὸν
ἐσύ, Πατέρα, δόξασέ με κοντὰ σ’ ἐσένα μὲ τὴ δόξα ποὺ εἶχα κοντά σου
προτοῦ νὰ γίνει ὁ κόσμος»
Ο Χριστός, λίγο πριν την σύλληψη, τα πάθη, τον σταυρό, την ταφή,
την ανάστασή Του, προσεύχεται στον εν ουρανοίς Πατέρα Του,
αποκαλύπτοντας στους μαθητές που ακούνε το Ποιος είναι στην
πραγματικότητα, αλλά και γιατί θα υποστεί ό,τι πρόκειται να υποστεί.
Αυτή η αρχιερατική προσευχή αποτελεί για όλους εμάς υπόμνηση για το
πρόσωπο του Κυρίου μας. Αυτό το πρόσωπο υπερασπίστηκαν οι Πατέρες της
Εκκλησίας, οι οποίοι αγωνίστηκαν να μην αλλοιωθεί η πίστη μας από τις
απόπειρες καλοπροαίρετων μεν ανθρώπων, με εσφαλμένα όμως κριτήρια, τα
οποία έγιναν εμμονές, με αποτέλεσμα να καταστήσουν την λογική τους, την
αλήθεια τους ανώτερη από την εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος,
καθιστώντας αδύνατη τη συνύπαρξη. Διότι οι αιρετικοί κάθε εποχής δεν
έχουν μία ιδεολογική διαφορά με την Ορθοδοξία, αλλά μία οντολογική: δεν
ερμηνεύουν μόνο διαφορετικά το πρόσωπο του Χριστού ή τα δόγματα της
Εκκλησίας. Δεν συνειδητοποιούν ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει τον
Χριστό όπως είναι, ακέραιο, διότι στην θέση του Κυρίου βάζει τον εαυτό
του, τις δικές του απόψεις, αρνείται την ταπείνωση και την αγάπη, με
αποτέλεσμα να μην μπορεί να έχει την καρδιά του ανοιχτή σε κάποιον που
δεν πιστεύει ότι είναι Αυτός που είναι.
Ο Χριστός δόξασε τον Πατέρα Του εν ουρανοίς με την ενανθρώπησή
Του και την παρουσία Του επί της γης. Έδειξε ότι είναι Υιός και μας
κάλεσε να γίνουμε τέκνα Θεού. Έδειξε ότι η ζωή έχει νόημα όταν
αναφερόμαστε στον Πατέρα. Η κατά άνθρωπον ζωή μας ξεκινά με την αναφορά
μας στους γονείς μας. Η αποστολή τους έχει ίδια, αλλά και ξεχωριστά
στοιχεία, ιδιότητες. Η μητέρα μάς δίνει την ζωή, μας τρέφει, μας
φροντίζει. Ο πατέρας μάς δείχνει ότι η ζωή δεν μπορεί να είναι
στηριγμένη σε μια αποκλειστική σχέση, όπως αυτής της μάνας και του
παιδιού, αλλά ανοιχτή στον κόσμο, καθώς ο πατέρας εκπροσωπεί τον κόσμο
στον οποίο το παιδί καλείται να ανοιχτεί, να μην εγκλωβιστεί στην
αυτάρκεια μιας αγάπης που του δίνει ζωή και επιβίωση, αλλά δεν το αφήνει
να ελευθερωθεί, να κερδίσει την ζωή μόνο του, να χτίσει σχέσεις πέρα
από το αυτονόητο της δοσμένης αγάπης. Μπορεί και ο πατέρας να αγαπά
αυτονόητα τα παιδιά του, όμως δείχνει σ’ αυτά ότι η ζωή περνά από τον
κόπο και τον ιδρώτα να χτίσεις, να εργαστείς, να μάθεις να κερδίζεις την
αλήθεια, ότι η μητέρα δεν τους ανήκει και ότι χρειάζεται, αφού
σπουδάσουν την αγάπη μέσα από εκείνην, να την μοιραστούν, όπως εκείνος.
Ο Χριστός μάς δείχνει ότι έχουμε Πατέρα εν ουρανοίς. Η
αγάπη με την οποία ο Θεός μάς προίκισε είναι ταυτόχρονα και ελευθερία.
Ότι υπάρχουμε για να μοιραζόμαστε, αλλά και για να βλέπουμε στο πρόσωπο
του κάθε πλησίον μας, του κάθε συνανθρώπου μας όλη την ανθρωπότητα
(άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ). Ότι δεν κληθήκαμε μόνο για σχέσεις
αποκλειστικές και κλειστές, αλλά και για σχέσεις ανοιχτές. Ότι η ζωή
βρίσκεται όχι στην παραίτηση από το σώμα και την περιφρόνησή του, αλλά
στην θυσία. Και αυτό έγινε με την ενανθρώπηση του Υιού και με την
αποστολή του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο. Ο Πατέρας δεν μένει στην
πληρότητα της σχέσης με τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, αλλά συμπεριλαμβάνει
τον κόσμο, τους αγγέλους και τους ανθρώπους σε μια αγάπη που δεν έχει
όριο και τέλος. Αυτή είναι η ελευθερία. Στην πληρότητά σου να έχεις
τόπο, για να μετάσχουν και άλλοι στο δώρο της αγάπης.
Ο Χριστός εργάστηκε και τελείωσε το έργο που ο Πατέρας του έδωσε
να εργαστεί. Και αυτό δεν είναι άλλο από την σωτηρία μας, από την είσοδο
της βασιλείας του Θεού στον κόσμο τούτο και το να καταστεί ο κόσμος
βασιλεία. Και η βασιλεία έχει βασιλιά. Αυτός είναι ο τριαδικός Θεός,
όπως Τον ζούμε στην θεία λειτουργία, η οποία ξεκινά με την φράση
«ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και τους Υιού και του Αγίου
Πνεύματος». Δεν είναι τυραννία του ενός αλλά η κοινωνία των τριών
προσώπων, η αλληλοπεριχώρηση και η αγάπη τους, η οποία γίνεται
δημιουργία, εν ταπεινώσει και αγάπη. Μυστήριο άρρητο και απερίγραπτο.
Σημείο αυτής της σχέσης είναι το άνοιγμά της στον κόσμο. Με την
ενανθρώπηση του Υιού ο κόσμος Τον γνώρισε και γνώρισε δι’ Αυτού τον
Πατέρα. Με την αποστολή του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο, το έργο της
σωτηρίας διά της βασιλείας του Θεού συνεχίζεται μέχρι το τέλος της
ιστορίας. Η Εκκλησία είναι αυτή που γίνεται και δείχνει τι είναι η
Βασιλεία του Θεού: σώμα αγάπης, ταπείνωσης, ενότητας, σωτηρίας της
ύπαρξης από το κακό και τον θάνατο, οικείωσης του Χριστού, συμπερίληψης
του κάθε ανθρώπου, ζώντος και κεκοιμημένου που ελεύθερα αποφασίζει να
μετάσχει, μετανοεί για ό,τι τον χωρίζει από την αγάπη, παραιτείται από
την αυτάρκεια του εγώ.
Αυτό το έργο κορυφώθηκε στον σταυρό, που είναι η δόξα του Θεού., ακριβώς
διότι είναι το έσχατο σημείο ταπείνωσης για τον Θεό. Ενδυόμενος τον
θάνατο και ζώντας τον ο Χριστός τον μεταβάλλει από έσχατο εχθρό του
ανθρώπου σε αρχή ανάστασης και αιωνιότητας, αρχικά για την ψυχή μας και
στην Δευτέρα Παρουσία και για το σώμα μας, για τον πλήρη άνθρωπο. Και η
δόξα που ο Χριστός είχε προ καταβολής, δηλαδή η δόξα της αγάπη που η
σχέση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος βιώνει, μεταδίδεται πλέον
στον άνθρωπο, καθώς ο Θεός προσέλαβε την φύση μας. Και η δόξα της αγάπης
που νικά τον θάνατο έχει αγιάσει και μεταμορφώσει την φύση μας, η οποία
βρίσκεται ενωμένη με την θεότητα στο πρόσωπο του Χριστού εκ δεξιών του
Πατρός. Μας δίδεται στην Εκκλησία και είναι μια προτροπή όλη η ζωή μας
να είναι εμπειρία αυτής της δόξας, διά της αγάπης, της ταπείνωσης, της
μετάνοιας, καθώς δυνάμεθα. Είναι η μεγίστη δωρεά που λάβαμε, να είμαστε
μέλη της βασιλείας του Θεού από την πρώτη στιγμή της ζωής μας, όχι μόνο
ως εικόνες Θεού, αλλά και ως κεκλημένοι να ζήσουμε το καθ’ ομοίωσιν στην
Εκκλησία.
Ο
άνθρωπος, ο μικρός, ο μέγας. Ας δοξάζουμε τον Τριαδικό Θεό που διά του
Χριστού μας δίνει τέτοια δωρεά, ευλογία και αγάπη. Ας φανούμε άξιοί
της.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός