Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Ἔπρεπε ν’ ἀποδειχθεῖ ὅτι ὁ Χριστός πέθανε καί τάφηκε καί ἀναστήθηκε. Ἔ, λοιπόν, ὅλα αὐτά τά κατοχυρώνουν οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί! Ἐφόσον ἔφραξαν μέ τό βράχο καί σφράγισαν καί φρούρησαν τόν τάφο, δέν ἦταν δυνατό νά γίνει καμιά κλοπή.
Ἀφοῦ
ὅμως, μολονότι δέν ἔγινε κλοπή, ὁ τάφος βρέθηκε ἄδειος, εἶναι ὁλοφάνερο
καί ἀναντίρρητο πώς ὁ Χριστός ἀναστήθηκε. Εἶδες πῶς, καί μή θέλοντας,
στηρίζουν τήν ἀλήθεια;
Ἄς ξαναρωτήσουμε τώρα τούς Ἑβραίους: Πῶς ἔκλεψαν, ἀνόητοι, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ οἱ μαθητές; Ἐπειδή ἡ ἀλήθεια εἶναι λαμπρή καί ὁλοφάνερη, τό ἑβραϊκό ψέμα δέν μπορεῖ οὔτε σάν σκιά νά σταθεῖ.
Πῶς
θά τό ἔκλεβαν; Πέστε μου! Μήπως Τά γιατί τῆς Ἀνάστασης δέν ἦταν
σφραγισμένος ὁ τάφος; Δέν τόν ἔζωναν τόσοι φρουροί καί στρατιῶτες καί
Ἰουδαῖοι, πού εἶχαν τήν ὑποψία καί ἀγρυπνοῦσαν καί πρόσεχαν;
Μά
καί γιά ποιό λόγο θά τό ἔκλεβαν; Γιά νά πλάσουν τό δόγμα τῆς
Ἀναστάσεως; Καί πῶς τούς ἦρθε νά πλάσουν κάτι τέτοιο αὐτοί, οἱ δειλοί;
Καί πῶς κύλησαν τόν ἀσφαλισμένο βράχο; Πῶς ξέφυγαν ἀπό τόσους ἄγρυπνους
καί ἄγριους φρουρούς;
Πρόσεξε ὅμως πώς, μέ ὅσα κάνουν οἱ Ἑβραῖοι, πιάνονται πάντα στά ἴδια τους τά δίχτυα. Νά, ἄν δέν πήγαιναν στόν Πιλάτο κι ἄν δέν ζητοῦσαν τήν κουστωδία, πιό εὔκολα θά μποροῦσαν νά λένε τέτοια ψέματα, οἱ ἀδιάντροποι.
Μά
τώρα ὄχι. (Ὑπῆρχε ἡ κουστωδία. Κανείς δέν μποροῦσε νά γλυτώσει ἀπ’ τήν
ἄγρυπνη προσοχή της κι ἀπ’ τά ξίφη της). Κι ἔπειτα, γιατί νά μήν κλέψουν
τό σῶμα νωρίτερα;
Ἀσφαλῶς, ἄν εἶχαν σκοπό νά κάνουν κάτι τέτοιο, θά τό ἔκαναν ὅταν δέν ὑπῆρχε ἀκόμα φρουρά στόν τάφο, τότε πού ἦταν καί ἀκίνδυνο καί σίγουρο, δηλαδή τήν πρώτη νύχτα – γιατί τό Σάββατο πῆγαν οἱ Ἑβραῖοι στόν Πιλάτο καί ζήτησαν τήν κουστωδία καί φρούρησαν τόν τάφο, ἐνῶ τήν πρώτη νύχτα δέν ἦταν κανένας ἐκεῖ.
Καί, βέβαια, δέν τούς ἔμελε πού τά ἔκαναν αὐτά σέ μέρα Σαββάτου, παρά τήν ἀπαγόρευση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Βλέπετε, μόνο ἕνα πράγμα εἶχαν στό νοῦ τους, τό πῶς μέ κάθε πανουργία θά πετύχουν τό σκοπό τους.
Αὐτό ὅμως ἦταν δεῖγμα τόσο ἔσχατης μωρίας ὅσο καί συνταρακτικοῦ φόβου. Γιατί, ἄραγε, τόν φοβοῦνταν νεκρό ἐκεῖνοι, πού Τόν ἔπιασαν ζωντανό;
Ἀλλά ἡ πέτρα καί ἡ σφραγίδα καί ἡ φρουρά, πού δέν μπόρεσαν νά Τόν
κρατήσουν, τοποθετήθηκαν, γιά νά μάθουν οἱ Ἑβραῖοι ὅτι μέ τή θέλησή Του
ἔπαθε ὅσα ἔπαθε. Μέ ὅλα αὐτά ἕνα μόνο ἐπιτυγχάνεται, κι ἔτσι νά
πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι στήν Ἀνάσταση.
Ρωτᾶνε ὅμως πολλοί: Γιατί, μόλις ἀναστήθηκε, νά μή φανερωθεῖ ἀμέσως στούς Ἰουδαίους; Αὐτός ὁ λόγος εἶναι περιττός. Ἄν ὑπῆρχε ἐλπίδα νά τούς ἑλκύσει στήν πίστη, δέν θ’ ἀμελοῦσε νά φανερωθεῖ σέ ὅλους.
Τό ὅτι δέν ὑπῆρχε ὅμως τέτοια ἐλπίδα, τό ἀπέδειξε ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου: Ἄν καί ἦταν ἤδη τέσσερις μέρες νεκρός καί εἶχε ἀρχίσει νά μυρίζει καί νά σαπίζει, τόν ἀνέστησε μπροστά στά μάτια ὅλων.
Ὡστόσο, ὄχι μόνο δέν πίστεψαν, ἀλλά κι ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ τόσο, πού ἤθελαν νά σκοτώσουν καί Αὐτόν καί τό Λάζαρο.
Ἀφοῦ
λοιπόν, ὅταν ἀνέστησε ἄλλον, ὄχι μόνο δέν πίστεψαν, ἀλλά καί
ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον Του, ἄν τούς φανερωνόταν ὅταν ἀναστήθηκε ὁ ἴδιος,
δέν θά ἐξαγριώνονταν πολύ περισσότερο, τυφλωμένοι ἀπό τό μίσος καί τήν ἀπιστία τους;
Ἀλλά γιά ν’ ἀφοπλίσει τόν ἄπιστο ἀπό κάθε ἀμφιβολία, ὄχι μόνο σαράντα ὁλόκληρες μέρες ἐμφανιζόταν στούς μαθητές Του, κι ἔτρωγε μάλιστα μαζί τους, ἀλλά παρουσιάστηκε καί σέ πάνω ἀπό πεντακόσιους ἀδελφούς, δηλαδή σέ πλῆθος ὁλόκληρο.
Στό Θωμᾶ μάλιστα, πού δυσπιστοῦσε, ἔδειξε τά σημάδια ἀπ’ τά καρφιά καί τό τραῦμα ἀπ’ τή λόγχη.
Καί γιατί, λένε, νά μήν κάνει μετά τήν Ἀνάστασή Του μεγάλα κι ἐντυπωσιακά θαύματα, ἀλλά μόνο ἔφαγε κι ἤπιε;
Γιατί ἡ ἴδια ἡ Ἀνάσταση ἦταν τό μέγιστο θαῦμα, καί ἡ πιό ἰσχυρή ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως ἦταν ὅτι ἔφαγε καί ἤπιε.