τοῦ Γέροντα Αἰμιλιανοῦ Σιμωνοπετρίτη
Ἡ εἰρήνη βγαίνει μέσα ἀπό τά σπλάγχνα τοῦ Θεοῦ καί προσφέρεται σέ μᾶς. Ξεπερνᾶ πάντα νοῦν καί φρουρεῖ τίς καρδιές μας.
Εἶναι, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, “πασῶν τῶν ἀρετῶν ὁμοῦ καί φιλοσοφίας ἁπάσης καρπός”.
Ὅταν ἀποκτοῦμε τήν εἰρήνη, ἀποκτοῦμε ὅλα τά ἀγαθά καί δέν ἔχομε καμιά ἀνάγκη.
Γι’ αὐτό ἡ εἰρήνη ἀποτελεῖ τό μοναδικό καί τό πλέον ἀναγκαῖο στοιχεῖο τῆς θείας Λειτουργίας.
Τήν ἀρχαιότατη ἐποχή, ὅταν ἔμπαινε στήν ἐκκλησία ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ προϊστάμενος τῆς συνάξεως, χαιρετοῦσε τόν λαό λέγοντας “εἰρήνη πᾶσι”.
Θά μέ ρωτήσετε, σέ ποιούς τό ἔλεγε; Στούς τοίχους;
Ὄχι,
διότι τήν ἐποχή ἐκείνη πρῶτα συγκεντρωνόταν ὁ λαός, ἐπειδή ἤξερε ὅτι
περιμένει τόν Θεό, καί μετά ἐρχόταν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ ἱερέας, ὁ ὁποῖος
εἶναι τύπος τοῦ Χριστοῦ.
Μόλις ἔμπαινε, ἔδινε τήν εὐλογία, “εἰρήνη πᾶσι”.
Καί στήν Λειτουργία συχνά ἐπαναλάμβανε, “εἰρήνη πᾶσι”.
Ὅταν ἔφευγε, ἔλεγε πάλι: “Ἐν εἰρήνῃ ἀπέρχεσθε”. Δηλαδή πήρατε τήν εἰρήνη, τήν ἔχετε, φύγετε μέ αὐτήν.