«΄Εγώ γάρ διά νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω» (Γαλ. 2, 19)
«Κι αληθινά, με κριτήριο τον νόμο, έχω πεθάνει για την θρησκεία του νόμου, για να βρω την ζωή κοντά στον Θεό»
Η
πίστη μας προϋποθέτει μία συνεχή εναλλαγή ανάμεσα στον θάνατο και την
ζωή. Γι’ αυτό και συνεχώς η Εκκλησία θέτει ενώπιόν μας το σημείο του
Σταυρού. Πάνω στον Σταυρό, μαζί με τον Χριστό, πέθανε η ισχύς του
θανάτου, η ισχύς της αμαρτίας, της αποκοπής δηλαδή του ανθρώπινου γένους
από τον Θεό και το δικαίωμα της αυτοθέωσης. Πέθανε η θρησκεία του
μωσαϊκού νόμου, ένα αίσθημα δηλαδή περιουσιότητας, το οποίο διακατείχε
τον Ιουδαϊκό λαό και το οποίο, ενώ δόθηκε για να προετοιμαστεί ο κόσμος
για τον ερχομό του Χριστού, καταστάθηκε κριτήριο αυτάρκειας και
αυτεξουσιότητας, με αποτέλεσμα αυτός ο λαός να αισθάνεται ότι έχει το
δικαίωμα να δεσμεύει και τον ίδιο τον Θεό, για το ποιοι σώζονται και
ποιοι όχι. Πέθανε το αδύνατον ο άνθρωπος να μπορεί να κοινωνήσει με τον
Θεό ενώπιος ενωπίω», με αποτέλεσμα ουδείς δίκαιος της Παλαιάς Διαθήκης
να μπορεί να σωθεί μέχρι την Ανάσταση του Χριστού, διότι ο Θεός δεν ήταν
θεατός και προσιτός στην ανθρώπινη φύση, καθώς το κτιστόν μπορούσε να
γνωρίσει ότι υπάρχει το άκτιστον, αλλά δεν είχε την δυνατότητα να
κοινωνήσει μαζί Του, εφόσον η μία κατηγορία δεν μπορεί να γίνει ένα με
την άλλη.
Με
την πρόσληψη της φύσης μας από τον Θεό στο πρόσωπο του Χριστού, το
πρώην αθεράπευτον θεραπεύεται. Αρκεί να πεθάνει μαζί με ό,τι το
καθιστούσε αθεράπευτο. Βεβαίως, στο πρόσωπο του Χριστού δεν πεθάνει η
θεότητα. Αλλά και η ανθρώπινη φύση δεν υφίσταται τις συνέπειες του
χρόνου και της κτιστότητος, οι οποίες είναι και βιολογικές και
οντολογικές. Έτσι η σάρκα του Χριστού δεν γνώρισε την διαφθορά την
βιολογική, δεν αποσυντέθηκε. Ούτε όμως και η ψυχή Του έζησε το
ακοινώνητον με τον Θεό, διότι παρέμενε συνεχώς ενωμένη με την θεότητα.
Έτσι, ο Χριστός ενώ πέθανε ως προς το ανθρώπινο, συνανέστησε όλη την
ανθρώπινη φύση, διότι η παρουσία Του στον Άδη έκανε τις ψυχές που
βρίσκονταν στην αναμονή και την προσδοκία, αλλά και στην ακοινωνησία με
τον Θεό, να έχουν πλέον τον πρωτότοκο των νεκρών μαζί τους. Και Αυτός
ενεργοποίησε σε όσους άκουσαν, είδαν, γεύτηκαν και αποδέχτηκαν την
παρουσία Του, την δυνατότητα μετοχής, ομοίωσης, συνανάστασης, βγάζοντας
μας από το σπήλαιο του σκοταδιού και της σκιάς του θανάτου!
Ο
Χριστός δεν έζησε την αμαρτία της ανθρώπινης φύσης, διότι εξ αρχής ήταν
ένα με την θεία. Όμως εκούσια αποδέχτηκε τις συνέπειές της πάνω στον
σταυρό. Και μας καλεί όλους να
Τον ακολουθήσουμε. Να πεθάνουμε για να αναστηθούμε. Να αφήσουμε στην
άκρη βεβαιότητες, πάθη, αυτάρκειες, γνώσεις, αίσθημα ότι εμείς ξέρουμε
για λογαριασμό του Θεού και να εμπιστευθούμε την θεία, την φίλη, την
γλυκύτατη φωνή Του, όπως αυτή ακούγεται στο Ευαγγέλιο και την Εκκλησία,
να πούμε ναι στο κάλεσμά Του και να άρουμε τον δικό μας σταυρό που είναι
να μην βάλουμε τίποτε από όσα μας αρέσουν πιο πάνω από τον τρόπο της
αγάπης, ει δυνατόν της απόλυτης.
Κληθήκαμε
σε μία οδό θανάτου. Αυτή η κλήση διαλύει την ψευδαίσθηση ότι όλα στην
ζωή μας είναι ρόδινα, εφόσον πιστεύουμε. Ότι ακολουθώντας τον Θεό δεν θα
πονέσουμε. Ότι ο κόσμος μας απογοητεύει, διότι μας κάνει να πορευόμαστε
στην ζωή της αμαρτίας, ενώ κοντά στον Χριστό, επειδή θα ξεπεράσουμε τον
τρόπο της αμαρτίας, αυτό θα μας κάνει ευτυχισμένους, αμέριμνους,
άπονους και άκοπους. Το αντίθετο θα συμβεί και συχνά.
Ο
Χριστός επάνω στον Σταυρό βίωσε την στιγμή της απόλυτης μοναξιάς,
εγκαταλελειμμένος από τον Θεό Πατέρα στο τάνυσμα της ελευθερίας στο
απόλυτο της αγάπης, δηλαδή στην στιγμή της απόλυτης εμπιστοσύνης στο
θέλημα του Πατρός που έφτανε στον θάνατο, αλλά και εγκαταλελειμμένος από
τους ανθρώπους, παρότι στον Γολγοθά συνυπήρχαν εκείνοι που Τον
αγαπούσαν και εκείνοι που Τον θανάτωσαν, όμως κανείς δεν μπορούσε να
ζήσει μαζί Του την ώρα του θανάτου, όπως κανείς δεν ζει με άλλον την ώρα
του δικού του θανάτου. Μόνο που για μας υπάρχει παρηγοριά. Αν
πιστεύουμε, κάθε ώρα και στιγμή που αφήνουμε το εγώ
μας να πεθάνει ή όταν έρχεται η ώρα που θέλοντας και μη καλούμαστε να
αποδεχτούμε τον θάνατο κάθε μορφής, τότε ο Χριστός είναι παρών. Είναι
δίπλα μας. Είναι μέσα μας. Και μας συνοδεύει, όπως και τους αγίους, όχι
μόνο η πίστη, αλλά και η εμπειρία της Ανάστασης.
Σταυρός
και Ανάσταση. Θάνατος και Ζωή. Αν στους καιρούς μας πάψουμε να
φοβόμαστε να αφήσουμε πίσω ό,τι μας αρέσει χάριν της αγάπης του Χριστού,
χάριν της αγάπης για τον πλησίον, τότε ο εαυτός μας εν τη Εκκλησία
βρίσκει την ζωή κοντά στον Θεό. Ας μην πενθούμε για νόμους αρεσκείας,
αυτάρκειας, βεβαιοτήτων, ευχαρίστησης που αφήνουμε πίσω. Ας αφηνόμαστε
στον αγαπώντα Θεάνθρωπο και ας μοιραζόμαστε την χαρά της παρουσίας Του
με όσους μας αγαπούνε, ει δυνατόν με όλο τον κόσμο!
Δεν είναι ήττα ο Σταυρός. Είναι μία καινούργια αρχή κάθε στιγμή, μαζί με τον Χριστό!