Βασίλειος Ν. Σπανός, Επεμβατικός καρδιολόγος, σύμβουλος του ΕΛΙ.ΚΑΡ.
Η μαμά γύρισε κουρασμένη από τη δουλίτσα της, έγειρε στην αγκαλιά του
μπαμπά να ξεκουραστεί και βρήκα την ευκαιρία να χωθώ ανάμεσά τους, που
είναι τόσο ζεστά, φτάνει να μην εμφανιστεί ο Αχιλλέας – ο Αχιλλέας είναι
ο βλάκας ο μεγάλος μου αδερφός – και θέλει κι αυτός αγκαλίτσες.
Μου
αρέσει πολύ η αγκαλίτσα του μπαμπά και της μαμάς και δεν θέλω καθόλου
να μαλώνουνε, γιατί ο μπαμπάς και η μαμά είναι κι οι δυό τους πολύ
καλοί, όχι σαν τον Αχιλλέα, που σε κάνει να τσακώνεσαι κάθε τρεις και
λίγο!
Μερικές φορές όμως ο μπαμπάς δεν συμφωνεί με τη μαμά και έχουμε
γκρίνιες, όπως τότε που αποφασίζαμε σε ποιό σχολείο θα πάει ο αδερφός
μου. Η μαμά ήθελε να πάει σε ένα μεγάλο σχολείο μακριά από το σπίτι μας
και ο μπαμπάς μου της έλεγε πως και το δικό μας, αυτό που έχουμε στη
γειτονιά και πηγαίνει ο φίλος μου ο Φίλιππος, είναι μία χαρά.
Κάθε
φορά που ο Αχιλλέας ήτανε κοντά, κοιτάζονταν με νόημα και σταματούσαν
τη συζήτηση, αλλά έμενα με ξεχνούσαν και τους άκουγα να μαλώνουνε ποιό
είναι το καλύτερο σχολείο για τον αδερφό μου.
Μια μέρα ο μπαμπάς είπε πως δεν μπορούμε να πληρώνουμε κι άλλα λεφτά,
φτάνουν όσα δίνουμε για το σταθμό της μικρής, και η μαμά τον κοίταξε
πολύ άγρια όπως κοίταξε τον Αχιλλέα όταν έσπασε το βάζο της θείας
Ουρανίας, δείχνοντας προς τη μεριά μου.
Ο
μπαμπάς μου κοκκίνισε, με πήρε αγκαλιά και κάναμε τρενάκι σε όλο το
σπίτι. Μου αρέσει πολύ όταν ο μπαμπάς δεν έχει δουλίτσα και παίζουμε το
τρενάκι!
Μια
φορά που κάναμε τρενάκι στις σκάλες, ο μπαμπάς μου σταμάτησε γιατί
κουράστηκε πολύ και φούσκωσε, και η μαμά του έλεγε ότι έχει μεγαλώσει η
κοιλιά του και δεν μετράει την πίεσή του και πότε θα πάμε να κάνουμε τη
δοκιμασία κοπώσεως που του ζήτησε ο γιατρός και τη ζαχάρου, ή κάτι με
ζάχαρη, δεν κατάλαβα καλά.
Η
μαμά δεν αφήνει τον μπαμπά να τρώει γλυκά με ζάχαρη, γιατί μαζεύεται
στο αίμα του και θα του κάνει κακό, και πρέπει να τρώει λίγο και να μην
έχει κοιλίτσα και να περπατάει τα βράδια μετά τη δουλίτσα του.
Ο μπαμπάς όμως φεύγει για τη δουλίτσα του πολύ πρωί, και όταν γυρίζει
είναι πολύ κουρασμένος και δεν μπορεί να περπατάει, ούτε να παίζουμε το
τρενάκι μπορεί. Η μαμά έχει δουλίτσα μακριά από τον μπαμπά και
κουράζεται κι αυτή πολύ στη δουλίτσα της.
Εγώ
ζηλεύω που η μαμά και ο μπαμπάς πάνε στη δουλίτσα τους και θέλω να πάω
κι εγώ, αλλά η μαμά μου λέει πως η δικιά μου δουλίτσα είναι το σχολείο,
εγώ όμως όταν μεγαλώσω θα κάνω δουλίτσα σαν της μαμάς και του μπαμπά,
σχολείο να πηγαίνει ο Αχιλλέας!
Άλλες φορές πάλι ο μπαμπάς και η μαμά έχουνε δουλίτσα και το βράδυ, κι
εμείς μένουμε με τη γιαγιά μου, κι εγώ είμαι πολύ χαρούμενη, γιατί μας
κάνει τηγανίτες με μέλι και, άμα είμαι καλό κορίτσι, κοιμάμαι στην
αγκαλίτσα της.
Η
γιαγιά μου φτιάχνει τηγανίτες και πίττες και ωραίες σούπες που μου
αρέσουνε πολύ και αυγά μάτια που αρέσουνε στον Αχιλλέα. Η γιαγιά μας
αγαπάει πολύ, αλλά μόνο εγώ κοιμάμαι στην αγκαλίτσα της, γιατί ο
Αχιλλέας είναι ολόκληρος άντρας και κοιμάται μόνος στο κρεβάτι του, και η
αγκαλίτσα της είναι πολύ ζεστή και μαλακή και μου αρέσει πολύ γιατί
μυρίζει ωραία.
Η μαμά μου μαλώνει τη γιαγιά άμα μας φτιάχνει τηγανίτες με μέλι το
βράδυ, γιατί το βράδυ δεν πρέπει να τρώμε πολύ, γιατί αμέσως μετά
κοιμόμαστε. Η μαμά λέει πως φτιάχνουμε τηγανίτες τις Κυριακές, που έχει
καλό καιρό και πάμε στην παιδική χαρά και κάνουμε βόλτα στο πάρκο και
έχουμε κουραστεί και πεινάμε σαν λύκοι, όπως λέει ο μπαμπάς.
Η μαμά όμως λέει ότι δεν πρέπει να πεινάμε σαν λύκοι, πρέπει πάντα κάτι
να τρώμε πριν πεινάσουμε πολύ, και η μαμά παίρνει μαζί της στην παιδική
χαρά μπανάνες κι αχλάδια και μήλα, που έμενα μου αρέσουνε πολύ.
Σάββατο και Κυριακή είναι οι καλύτερες ημέρες, γιατί ο μπαμπάς και η
μαμά δεν έχουνε δουλίτσα και εμείς δεν πάμε σχολείο και μπορούμε να
ζωγραφίσουμε και να παίξουμε στην παιδική χαρά και να κάνουμε ποδήλατο.
Ο
Αχιλλέας έχει ένα μεγάλο ποδήλατο και ο μπαμπάς τον παίρνει μαζί σε
μεγάλες βόλτες, γιατί δεν του αρέσει στην παιδική χαρά, είναι άντρας πια
και εγώ θα πάρω μεγάλο ποδήλατο με κουδούνι και κόκκινη σέλα και θα
πηγαίνουμε όλοι μαζί μεγάλες βόλτες πολύ μακριά.
Τώρα
όμως μένω με τη μαμά μου στην παιδική χαρά και μου αρέσει πολύ, γιατί
έχω φίλους και κάνουμε τσουλήθρα και τραμπάλα και κάνω κούνια με τη φίλη
μου τη Μαίρη και παραβγαίνουμε ποιά θα φτάσει πιο ψηλά κι εγώ μια μέρα
πέρασα πολύ τη Μαίρη κι έφτασα πολύ ψηλά, μέχρι τον ουρανό!
Και η μαμά μου έχει φίλες στην παιδική χαρά και μία μέρα την άκουσα που
μάλωνε τη μαμά της Μαίρης, γιατί κάπνιζε κρυφά από τον μπαμπά της και
το κάπνισμα κάνει πολύ κακό και ο μπαμπάς της Μαίρης το ξέρει και δεν
καπνίζει πια, και η μαμά της Μαίρης το ξέρει, αλλά καπνίζει, και η μαμά
μου τη μάλωνε γιατί καπνίζει μπροστά στο παιδί, κι εκείνη έλεγε ότι όπου
μπορεί καπνίζει φτάνει να μην τη βλέπει ο Γιώργος, Γιώργος είναι ο
μπαμπάς της Μαίρης που είναι γιατρός και ξέρει ότι το τσιγάρο είναι πολύ
κακό πράγμα.
Κι
εγώ νομίζω ότι η μαμά μου έχει δίκιο, δεν κάνει η μαμά της Μαίρης να
λέει ψέματα στον μπαμπά της, τα καλά παιδιά δεν λένε ψέματα, ούτε ο
Αχιλλέας λέει ψέματα! Μόνο οι πολιτικοί λένε ψέματα, έτσι λέει ο μπαμπάς
μου και η μαμά συμφωνεί και η μαμά της Μαίρης συμφωνεί, και ο μπαμπάς
μου λέει ότι τα ψέματα τώρα τελειώσανε, αλλά οι πολιτικοί κάνουν σαν να
μην το έχουνε καταλάβει, εμείς πρέπει να το καταλάβουμε και να
αλλάξουμε, και αν αλλάξουμε εμείς θα έχουμε καλούς πολιτικούς, που δεν
θα λένε ψέματα, ή θα λένε λιγότερα ψέματα δεν κατάλαβα καλά.
Και
η μαμά μου λέει ότι μπορεί έτσι όπως τα κάναμε να μην έχουμε λεφτά,
αλλά μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι, τα πολλά λεφτά δεν είναι πάντα για
καλό και ο μπαμπάς μου λέει ότι φοβάται πολύ για το θείο μου τον Κώστα,
που δεν έχει πια δουλίτσα, γιατί το μέρος που δούλευε έκλεισε και έφυγε
από την Ελλάδα, και εγώ κατάλαβα ότι η δουλίτσα είναι κάτι πολύ καλό,
σαν τις τηγανίτες της γιαγιάς με μέλι, και όπως όλα τα καλά πράγματα δεν
είναι πάντα εύκολο να τα έχουμε.
Αυτά
ήθελα να σας πω για την ημέρα μας, του παιδιού, αν και ο μπαμπάς μου
λέει ότι όλες οι μέρες είναι δικές μας και όλοι τα παιδιά πρέπει να
σκεφτόμαστε τώρα που τα ψέματα τελειώσανε!