Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2021

ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ(ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ)

 


  

Η σημερινή Ευαγγελική περικοπή, είναι η καθορισμένη να διαβάζεται κατά την εορτή της Μετάστασης του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, που εφέτος είναι ημέρα Κυριακή. Σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας μας, όταν μετά τον θάνατο του Ευαγγελιστή Ιωάννη οι μαθητές του συγκεντρώθηκαν στον τάφο του για να προσευχηθούν, διαπίστωσαν ότι το σώμα του δεν βρίσκονταν εκεί, αλλά είχε ήδη μεταβεί προς την αιώνια ζωή, όπως και η Θεοτόκος μετά την κοίμησή της.

  Ο Ιωάννης ήταν σημαντικό πρόσωπο μεταξύ των Αποστόλων. Μαζί με τον Πέτρο και τον Ιάκωβο, επιλέγεται από τον Χριστό για να βρίσκεται μαζί του σε πολύ σημαντικές στιγμές. Η επιλογή αυτή φανερώνει την ξεχωριστή πνευματική δεκτικότητα των συγκεκριμένων μαθητών. Ο Ιωάννης είναι εκείνος που έγειρε στην αγκαλιά του Χριστού κατά τον Μυστικό Δείπνο και γεμάτος αγωνία τον ρώτησε: «Κύριε, τίς ἐστιν ὁ παραδιδούς σε;».
   Είναι ο μοναδικός από τους Αποστόλους που αψήφησε τον φόβο των Φαρισαίων ακoλουθώντας τον Χριστό έως τον σταυρικό του θάνατο. Όπως ακούσαμε στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα, βρίσκονταν μαζί με την Θεοτόκο και δύο μαθήτριες του Χριστού κάτω από τον Σταυρό. Εκεί ο Χριστός του ανάθεσε την φροντίδα της Παναγίας Μητέρας του. Συνέγραψε το τέταρτο κατά σειρά Ευαγγέλιο, τρεις Καθολικές Επιστολές, δηλαδή Επιστολές που δεν απευθύνονταν μόνο στην Εκκλησία μιας συγκεκριμένης περιοχής, αλλά προς κάθε χριστιανική κοινότητα και την Αποκάλυψη, το βιβλίο που επισφραγίζει την Καινή Διαθήκη και ολόκληρη την Αγία Γραφή.

 Παρά τους διωγμούς που πέρασε, κατά το έργο της διάδοσης του χριστιανισμού, ο Ιωάννης πέθανε σε βαθιά γεράματα με φυσικό θάνατο. Η παρουσία του ολόκληρο τον πρώτο αιώνα, ήταν το φωτεινό στήριγμα της Εκκλησίας αφού μάλιστα οι άλλοι Απόστολοι είχαν φύγει από αυτή τη ζωή.
Τα βιβλία του διακρίνονται για τα βαθιά τους θεολογικά μηνύματα, για αυτό του δόθηκε η προσωνυμία Θεολόγος. Το κήρυγμα του Ιωάννη, επικεντρώνεται βασικά σε δύο σημαντικότατα θέματα. Το πρώτο είναι η πραγματικότητα της ενσάρκωσης του Θεού Λόγου, ότι δηλαδή, ο Ιησούς Χριστός είναι ο Θεός που σαρκώθηκε και έγινε τέλειος άνθρωπος. Το δεύτερο, είναι η φανέρωση της αγάπης ως ιδιώματος του Θεού και ως απαραίτητης προϋπόθεσης στη ζωή των ανθρώπων.

  Ο Ιωάννης επιμένει στο γεγονός της σαρκώσεως του Θεού Λόγου, γιατί αφού έζησε ολόκληρο τον πρώτο αιώνα, γνώρισε και την αρχή της διάδοσης αιρετικών δοξασιών ανάμεσα στους χριστιανούς. Κυκλοφόρησε τότε η άποψη, ότι ο Χριστός ήταν Θεός εμφανιζόμενος φαινομενικά σαν άνθρωπος, χωρίς να έχει πραγματικό ανθρώπινο σώμα. Αυτή η διδασκαλία ονομάστηκε Δοκητισμός, από το ρήμα «δοκῶ», που σημαίνει νομίζω, φαντάζομαι. Την αίρεση αυτή πολέμησε ο Ιωάννης τονίζοντας πως «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο». Το ότι ο Θεός έγινε αληθινός άνθρωπος και όχι νομιζόμενος έχει τεράστια σημασία, αφού με τη δική του σάρκωση η ανθρώπινη φύση ενώνεται με την θεότητα και έτσι μπορεί ο άνθρωπος να θεωθεί κατά χάρη, πράγμα αδύνατο αν ο Χριστός δεν προσλάμβανε τέλεια ανθρώπινη φύση.

  Πολύ επιμένει ο Ιωάννης και στο θέμα της αγάπης. Γράφει ότι ο Θεός όχι απλώς έχει αγάπη, αλλά ότι είναι αγάπη. Η αγάπη του Θεού προς τους ανθρώπους, των ανθρώπων προς τον Θεό και μεταξύ τους, αναφέρεται διαρκώς στις επιστολές του: « ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ ἀγάπη, οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ᾿ ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς … Ἀγαπητοί, εἰ οὕτως ὁ Θεὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ἀλλήλους ἀγαπᾶν… ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν». Ταυτίζει ακόμη την έλλειψη αγάπης με τον θάνατο: «ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν μένει ἐν τῷ θανάτῳ».

 Τέλος, στην Αποκάλυψη, θέλει να παρηγορήσει τους συγχρόνους του για τα δεινά των διωγμών, αλλά και τους Χριστιανούς της κάθε εποχής, για την θλίψη που προξενεί η παρουσία του κακού στον κόσμο. Με τρόπο οικείο στους πιστούς, που βέβαια γνώριζαν πολύ καλά την Παλαιά Διαθήκη, χρησιμοποιεί εικόνες γνωστές από τους Προφήτες, για να πει πώς πραγματικός κυρίαρχος της παγκόσμιας ιστορίας είναι ο Χριστός. Όσο και να επικρατήσει το κακό και η αδικία, στο τέλος του κόσμου θα νικηθεί και ο Θεός θα αποκαταστήσει κάθε πόνο και αδικία. Ο Ιωάννης δεν έχει σκοπό να φοβίσει τον κόσμο, μολονότι πολλοί σήμερα αγνοώντας την Βιβλική γλώσσα φοβούνται τα γραφόμενά του, αλλά να μιλήσει για την ατελεύτητη δόξα που ο Θεός επιφυλάσσει στους ανθρώπους που τον αγαπούν. Η Αποκάλυψη ουσιαστικά συνοψίζει την τελική προσδοκία των πιστών, που με χαρά παρακαλούν: «ναί ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ». Αμήν.