«Ψυχή που δεν είναι γενναιόδωρη, στερείται τη σοφία. Αντιθέτως, η ψυχή που ελεεί, θα φωτιστεί με τη σοφία του Πνεύματος» (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος)
Εκλείπει η γενναιοδωρία στους καιρούς μας. Ο εαυτός μας είναι κλειστός, στραμμένος εντός. Όχι όμως για να προβληματιστεί, να μοιραστεί, να αγαπήσει, να χαρεί. Αντίθετα, του λείπει η διάθεση να διακρίνει στον άλλον τα χαρίσματα, την επιτυχία, τη φλόγα, την ικανότητα. Κι ο ασκητικός λόγος το λέει ξεκάθαρα: στερείται τη σοφία αυτή η ψυχή που δεν είναι ανοιχτόκαρδη. Διότι σοφία δεν είναι η γνώση, η πείρα, τα βιβλία που έχουμε διαβάσει, η ικανότητα να κυριαρχούμε στα λόγια σε βάρος των άλλων. Αντίθετα, όταν βλέπουμε τη ζωή ως έναν αγώνα επιβίωσης και εξουσίας, τότε καθόλου σοφοί δεν μπορούμε να θεωρηθούμε. Διότι παραγνωρίζουμε ότι πλαστήκαμε για να αγαπούμε, για να δίνουμε, για να ανοιγόμαστε. Και εκεί βρίσκεται όντως η σοφία. Στο να αγαπάς. Στο να μιλάς με αλήθεια, χωρίς όμως να πληγώνεις τον άλλον. Να του λες αυτό που βλέπεις και το οποίο ξεκινά από την έγνοια γι’ αυτόν, μη αφήνοντάς τον να πιστέψει ότι θέλεις να κερδίσεις σε ένα συγκεκριμένο ή αδιόρατο παιχνίδι για το ποιος είναι ανώτερος.
Η ψυχή που ελεεί, φωτίζεται με τη σοφία του Αγίου Πνεύματος, επιμένει ο ασκητής. Και ελεεί η ψυχή που η πρώτη σκέψη της για τον άλλον είναι καλή. Δεν είναι πονηρή και ανταγωνιστική. Δεν σημαίνει ότι δεν βλέπει αν ο άλλος είναι πονηρός και οι προθέσεις του δεν είναι αγαθές. Αυτό όμως δεν αναιρεί τη δύναμη της αγάπης. Της ταπεινής επιμονής να μην εγκαταλείψεις τον άλλο, τον δύσκολο, τον ιδιότροπο, τον κουραστικό. Χωρίς να τον αφήνεις να σε χειρίζεται, στο όνομα της αγάπης. Διότι ο καθένας μας καλείται να ωριμάσει στη ζωή. Και η ελεημοσύνη περνά και εκφράζεται και μέσα από την προσευχή. Μέσα από την ανοιχτή πόρτα. Μέσα από τη διάθεση, έστω και λίγο, να μοιραστείς τον τρόπο του άλλου, ακόμη κι αν είναι κακός, δύσκολος, αδιόρθωτος.
Η ψυχή που ελεεί μοιάζει με τον γονιό που δεν μπορεί να αποκληρώσει ψυχικά το παιδί του, ό,τι κι αν εκείνο του κάνει. Δεν σημαίνει ότι δεν θα του βάλει όρια. Όμως κι αυτά θα μπαίνουνε γλυκά και υπομονετικά. Και την ίδια στιγμή, δεν θα φτάνουν μέχρι την απολυτότητα του «ως το τέρμα». Ελεημοσύνη είναι η ανοιχτή αγκαλιά, το άπλωμα του χεριού. Και είναι γενναιόδωρη η ελεημοσύνη αυτή, γιατί προϋποθέτει το να νικήσεις τη δική σου πληγή που σου προκαλεί η αδιαφορία, η ανυπακοή, η έπαρση του άλλου. Η απαίτησή του ότι εσύ του οφείλεις. Δεν σε εξουσιάζει όμως εκείνος στην πραγματικότητα, αν η ψυχή σου θέλει τη χάρη του Πνεύματος. Διότι θα κάνεις και στην άκρη, αν χρειαστεί. Όχι όμως πετώντας και περιφρονώντας τον άλλον. Του χρειάζεται χώρος και χρόνος, για να νιώσει την αλήθεια. Κι εκεί εσύ θέλει να προσεύχεσαι και να περιμένεις. Με καρδιά που πονά, αλλά δεν ξεχνά.
Λησμονήσαμε
τη γενναιοδωρία σήμερα. Συνήθως, μόνο θέλουμε. Ζητάμε. Απαιτούμε. Λέμε μέσα μας
ότι δικαιούμαστε. Μας χρωστάνε. Γι’ αυτό και η κακία θριαμβεύει. Και δεν
χρωστάμε καλό λόγο. Διότι είναι η δική μας ανασφάλεια, το δικό μας εγώ που
αμύνεται, ένας χαρακτήρας που χτίστηκε για να επικρατήσει, να εκδικηθεί, να μην
αναγνωρίσει. Άλλος όμως ήταν και θα είναι ο δρόμος της πίστης.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός