Ἄλλο εἶναι τὸ καζάνι γιὰ τὸ φαγητό, ἄλλο εἶναι γιὰ τὰ χόρτα, ἄλλο εἶναι γιὰ τὴν μπουγάδα, ἄλλο τὸ καζάνι τοῦ τυροκομείου –αὐτὸ ἔχει εἰδικὴ κατασκευή· αὐτὸς ποὺ πήγαινε νὰ παραγγείλη καζάνι γιὰ τυροκομεῖο, χαρακτηριστικὰ ζητοῦσε «νὰ εἶναι ἀπὸ κάτω ὅπως ὁ κουμπὲς τῆς ἐκκλησίας»– ἄλλο τὸ καζάνι γιὰ τὸ τσίπουρο –εἶχε κι αὐτὸ εἰδικὴ κατασκευή· τὸ χαρακτηριστικό του ἦταν ὁ λουλᾶς– καὶ ἄλλο τὸ καζάνι ποὺ βράζει τὸ νερὸ γιὰ νὰ βαπτισθοῦμε.
Στὴν πατρίδα μου δὲν πρόσεχαν μόνον τὰ καζάνια. Πρόσεχαν καὶ τοὺς καπνοδόχους. Καὶ λέγαν μεταξύ τους οἱ ἐργάτριες τοῦ καλοῦ: «Πολὺ καπνὸ ἔχει τὸ τζάκι τοῦ γείτονα· σίγουρα θὰ βράζη νερὸ γιὰ μπουγάδα ἢ γιὰ χόρτα». Ὅταν ὅμως ὁ καπνὸς ἐξήρχετο σιγανά-σιγανά, σήμαινε ὅτι κάτι σπουδαῖο μαγειρεύει καὶ ἡ εὐωδιὰ τοῦ φαγητοῦ, στὴν ὁποία μετείχαμε ὅλοι, ἐκάλυπτε ὅλες τὶς μυρωδιὲς τῆς γειτονιᾶς.
Ὅταν ἡ καλὴ μάμμη καβούρντιζε τὸ κρεμμύδι, μόλις ρόδιζε, ἔβαζε λίγο στὸ κουτάλι κι ἔβγαινε στὴν γειτονιά, μήπως ὑπῆρχε καμμία ἔγκυος γυναίκα καὶ τῆς μύρισε τὸ κρεμμύδι. Θεωρούσανε τόσο δυνατὴ τὴν ὀσμὴ αὐτὴν, ποὺ πιστεύανε ὅτι, ἐὰν δὲν δοκίμαζε ἡ ἐγκυμονοῦσα, θά ᾽χανε τὸ παιδί. Γιὰ νὰ μὴ φέρη λοιπὸν κρῖμα, ἐξήρχετο μὲ τὶς τρύπιες παντόφλες, κρατώντας τὸ κουτάλι μὲ τὸ κρεμμύδι. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀκρίβεια τῆς ζωῆς. Μόνον μία εὐαίσθητη ψυχὴ μπορεῖ νὰ καταλάβη τὸ μυστήριο ποὺ ἐπιτελοῦσε αὐτὴ ἡ γιαγιά. Καὶ μάλιστα λέγαν ὅτι οἱ μυρωδιὲς αὐτὲς ἐπηρεάζουν πολὺ περισσότερο τὸ ἀρσενικὸ ἔμβρυο.
Οἱ παλιοὶ αὐτοὶ ἀνθρῶποι ποὺ ἔβλεπαν τὴν γιαγιὰ μὲ τὸ κουτάλι, τῆς ἔλεγαν:
– Πήγαινε, γιαγιά, στὸ σπίτι σου· δὲν κυοφορεῖται πουθενὰ πιὰ παιδί.
– Δὲν ἀκοῦς, γιαγιά, τὶ σοῦ λέει ἡ γειτονιά;
– Παιδί μου, καὶ ἕνα ζῶο νὰ κυοφορῆ, νὰ τοῦ δώσω ἀπ᾽ τὴν μυρωδιὰ τοῦ φαγητοῦ μου, νὰ μὴ χάση τὰ μικρά του.
Ἄλλη μυρωδιὰ εἶχε τὸ φαγητὸ ποὺ γινότανε στὸ ἀλουμίνι καὶ ἄλλη αὐτὸ ποὺ γινότανε στὸ πήλινο τσουκάλι. Ὁ σιγανὸς ἐκεῖνος δαυλὸς δὲν βίαζε τὰ πράγματα καὶ γινόταν τὸ φαγητὸ πιὸ νόστιμο, πιὸ εὐωδιαστό, πιὸ ἐπιθυμητὸ στὸν ὀσφραινόμενο καὶ στὸν γευόμενο.
Αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα ἔρχονται στὴν μνήμη μου ἀπὸ τὰ ταπεινὰ χρόνια τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας. Σήμερα ὅμως δὲν παρασκευάζονται τὰ φαγητὰ ἔτσι ὅπως πρέπει καὶ στὸ κατάλληλο σκεῦος. Σήμερα δυστυχῶς οὔτε στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ διάκριση ὅτι ὅσα παρασκευάζει ὁ νοῦς μας δὲν μαγειρεύονται στὸ ἴδιο καζάνι καὶ δὲν σερβίρονται στοὺς ἴδιους συνδαιτυμόνες. Τὸ πιὸ δύσκολο εἶναι νὰ μπορῆς τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, τοῦ Εὐαγγελίου δηλαδή, νὰ τὴν κάνης στοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους εὔκολη στὴν κατάποση καὶ στὴν χώνεψη.
– Μάννα, τί εἶπε σήμερα ὁ δεσπότης στὴν ἐκκλησία;
– Πολὺ ὡραῖα πράγματα, παιδί μου.
– Δηλαδή;
– Δὲν κατάλαβα τίποτα. (!)
Γραφίδες πολλὲς γεμίζουν ἀράδες, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν εἶναι μαγειρεμένες στὸ κατάλληλο καζάνι, δὲν γίνονται κατανοητές. Ὅταν ἀκοῦς κηρύγματα, λὲς ἄθελά σου «Αὐτὸς δίνει φαγητὸ μὲ τὸ κουτάλι τοῦ γλυκοῦ κι ὁ ἄλλος μὲ τὸ κουτάλι τῆς σούπας». Αὐτὸ ἔχει πολλὲς αἰτίες καὶ ἀφορμές, γιατὶ πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ λένε, ἄλλα εἶναι στὸ καζάνι τῆς Ρώμης, ἄλλα εἶναι στὰ καζάνια τῶν δυτικῶν παραφυάδων καὶ ἄλλα εἶναι στὸ μεγάλο-μεγάλο καζάνι τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἔρευνα εἶναι δύσκολη· αὐτὸ ἀπὸ ποῦ τὸ πῆρε, ποῦ τὸ μαγείρεψε καὶ τὶ θέλει νὰ μᾶς προσφέρη.
Τὸ καζάνι τῆς ἐρήμου δίνει ἄλλη νοστιμιὰ καὶ ἄλλη θρέψη στὸ φαγητό, τὸ καζάνι τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο ἄλλη καὶ ἡ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία, ποὺ εἶναι τὶς περισσότερες φορὲς βρασμένη σὲ ἐπικίνδυνα καζάνια, ἄλλα ξεγάνωτα, ἄλλα κακοειργασμένα, ἴσως ἐκεῖ τερματίζεται ἡ θεολογία καὶ ἀρχίζει ἡ ἐπιστήμη. Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε στὸν κόσμο νὰ κάνη ἐπιστήμη, ἀλλὰ θεολογία. Ἡ ἐπιστήμη οὔτε προσέχει τὸ καζάνι ποὺ θὰ χρησιμοποιήση, ἂν εἶναι τὸ κατάλληλο, οὔτε κἂν θὰ τὸ ξεπλύνη, μήπως σκόνη ἔχει κατακαθίσει στὰ τοιχώματά του.
Στὰ καζάνια τῶν ἐπισκόπων εἶναι σήμερα φοβερὰ δύσκολο νὰ μαγειρέψης, καὶ μάλιστα ὅταν στὴν βράση καὶ στὴν καύση τοῦ λόγου ἀνακατεύωνται καὶ τὰ προσωπικὰ λάθη καὶ θελήματα. Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν κάνει σύβραση μὲ τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ καζάνι τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ εἶναι καθαρό, νὰ μὴ παίρνη μπόχα ἀπὸ μυρωδιὲς ἀπὸ ἄλλα μαγειρέματα, ἀλλὰ μόνον τὴν εὐωδιὰ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων. Ὅταν μαγειρεύης καὶ ἀναμειγνύης δυτικὲς καὶ προτεσταντικὲς διδασκαλίες καὶ αἱρέσεις, τὸ φαγητὸ γιὰ τὸν ὀρθόδοξο εἶναι σκέτο δηλητήριο. Ὁ ἄνθρωπος στὴν προσπάθειά του νὰ ἐρευνήση τὶ βότανα εἶναι αὐτὰ ποὺ παρασκεύασαν σήμερα αὐτὸ τὸ ἔδεσμα, χάνεται, βουλιάζει, παραπατεῖ καὶ παραπαίει στοὺς δρόμους. Ὅταν συλλογιοῦμαι πόσα τέτοια φαγητὰ ἔφαγα ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια μέχρι σήμερα, πόσο στενοχωροῦμαι ποὺ δὲν εἶχα τὴν διάκριση νὰ ξεχωρίσω πατάτες μὲ ἀγκινάρες εἶναι ἢ πατάτες μὲ κρεμμύδια. Ὅλα αὐτὰ ὅταν μαγειρεύωνται, καὶ μάλιστα σὲ καζάνια μαγαρισμένα, δὲν ξεχωρίζεις τὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ τρῶς, δὲν ὀσφραίνεσαι ἂν τὰ βότανα αὐτὰ δυσοσμοῦν ἢ εὐωδιάζουν.
Δυστυχῶς καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχει πολλὰ καζάνια, τόσο σπουδαῖα, ποὺ ἄλλα βράζει τὸ ἕνα κελλὶ καὶ ἄλλα τὸ ἄλλο. Ἄλλα βράζει τὸ κοινόβιο καὶ ἄλλα τὸ ἰδιόρρυθμο. Μάλιστα στὴν ἐποχή μας μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι τῶν τελείων νὰ διακρίνουν τὰ δηλητηριώδη ἀπὸ τὰ ἀβλαβῆ. Πάω πολὺ κοντὰ στὰ ζῶα ὅταν τρῶνε καὶ θαυμάζω τὴν διάκριση ποὺ ἔχουν στὸ τὶ θὰ βάλουν μέσα τους. Γιὰ τὸ ἀληθινὸ τοῦ πράγματος, μνημονεύω ἕνα γεγονός:
Κάποτε στὸ πηγάδι τῶν γηρασμένων γονέων μου, ἀπ᾽ ὅπου πίναν νερό, κάποιος καλὸς γείτονας ἔρριξε ἕνα σκυλί. Βρόμισε τὸ σκυλὶ καὶ σκουλήκιασε. Ἔλεγαν τὰ γεροντάκια μεταξύ τους:
– Χάλασε ἡ γεύση τοῦ νεροῦ.
Τὸ ἀνεξήγητο τοὺς τὸ διευκρίνισαν τὰ ζῶα. Τοὺς ἔδιναν νερὸ καὶ δὲν τὸ ἔπιναν. Ἐρεύνησαν τὸ πηγάδι καὶ βρῆκαν ἀποσυντεθειμένο τὸ σκυλί. Ὁ ὄνος, αὐτὸ τὸ εὐλογημένο ζῶο, ποτὲ δὲν πίνει μαγαρισμένο νερό.
Ἄρα ἔχουν τὰ ζῶα ἰσχυρότερες αἰσθήσεις καὶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Τὸ δὲ φοβερώτερο ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ὅτι, ἂν τὸ σκεῦος δὲν εἶναι κατάλληλο, ἂς τοὺς βάλης καὶ τὰ πιὸ θρεπτικὰ φαγητά, πολλὰ θὰ γυρίσουν μὲ τὴν μουσούδα τους τὸ δοχεῖο ἀνάποδα.
Γι᾽ αὐτό, προσέχετε κι ἐμᾶς τοὺς μοναχοὺς ἐκεῖ ποὺ περιοδεύετε τὶ σᾶς σερβίρουμε. Τὸ ψεύτικο καὶ τὸ φτιαχτὸ δὲν βοηθάει. Τὸ παραμύθι εἶναι χαμένη ὥρα καὶ τὸ λαλούμενο κύμβαλον ἀλαλάζον. Προσέχετε τὰ ὁράματα καὶ τὰ θαύματα. Τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς δὲν εἶναι ἐξ οὐρανοῦ· εἶναι φαντασιώσεις, πλάνες.
Προσέχετε τοὺς ἱεροκήρυκες. Προσέχετε τοὺς διδασκάλους. Κοιτάξτε τον καλὰ σὲ τὶ καζάνι μαγειρεύει καὶ μετὰ γευθῆτε τὸ φαγητό. Κοιτάξτε πίσω ἀπὸ αὐτὸν ποιοὶ ὑπάρχουνε καὶ ποιοὶ τὸν παρακινοῦνε καὶ ποιοὺς συναναστρέφεται. Νὰ προσέξουμε καὶ ἐμεῖς οἱ κληρικοὶ τὰ σκεύη μας καὶ τὰ ἐδέσματα ποὺ παρασκευάζουμε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μᾶς πλησιάζουν. Νὰ πάρουμε πάνω μας τὴν εὐθύνη τῶν λόγων μας. Ρώτησα ἕνα Γέροντα:
– Δίδαξες ποτέ σου; Ὑπέδειξες;
– Ὅχι –μοῦ λέει– γιατὶ φοβᾶμαι τὴν εὐθύνη τῶν λόγων μου.
Δυστυχῶς, τὰ ἐργαστήριά μας δὲν παρασκευάζουν καλὰ σκεύη καὶ τὰ χρησιμοποιοῦμε ἀνεξέλεγκτα. Ἕνας ἱεροκήρυκας στὴν γιορτὴ Πέτρου καὶ Παύλου εἶπε ὅτι σήμερα γιορτάζουμε τὸν πρῶτο μετὰ τὸν Ἕνα.
– Ἅγιε δάσκαλε, κατάλαβες τὶ εἶπες σήμερα;
– Ὄχι –μοῦ λέει.
– Πῆρες μιὰ κουταλιὰ φαγητὸ μέσα ἀπὸ τὸ καζάνι ἑνὸς προτεστάντη διδασκάλου καὶ τὸ σερβίρισες.
– Δὲν καταλαβαίνω τὶ λέτε.
– Εἶπες στὸν κόσμο ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ὁ πρῶτος μετὰ τὸν Ἕνα. Δὲν εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Εἶναι ἡ Παναγία, καθ᾽ ὅσον τὰ δευτερεῖα τῆς Τριάδος κατέχει.
Ἄχου. Ποιός τολμᾶ νὰ βάλη τὸ χέρι του σ᾽ αὐτὲς τὶς ζεματιστὲς κατσαρόλες; Ποιός μπορεῖ μὲ τὴν κουτάλα του ποὺ θὰ κενώση τὸ φαγητό, νὰ κάνη στὴν ἄκρια τὰ σκουλήκια, ποὺ εἴτε εἰσπήδησαν εἴτε ἐμεῖς τὰ συλλέξαμε;
Ἀδελφοί μου, προσέχετε τὰ σκεύη. Προσέχετε τὴν προπαρασκευὴ τῶν φαγητῶν, γιὰ νὰ μὴ δηλητηριάζουμε τὸν κόσμο καὶ φαρμακώνουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὰ παιδιά μας.
Μακάρι ὁ μεγάλος Πελεκάνος ποὺ ἔσταξε αἷμα στὰ μικρά του ποὺ τὰ εἶχε δηλητηριάσει ὁ ὄφις, νὰ σταλάξη καὶ στὶς δικές μας καρδιές, γιὰ νὰ ζωοποιηθοῦμε.
Μὴ μπερδεύετε τὰ καζάνια. Δὲν εἶναι ὅλα τὸ ἴδιο.
Ἦταν τόσο σπουδαῖα τὰ καζάνια γιὰ τὴν λειτουργία μιᾶς οἰκογένειας, ποὺ τὰ βρίσκουμε καταγεγραμμένα μέχρι καὶ σήμερα στὰ προικοσύμφωνα, καὶ χρονολογημένα, ὅπως τὶς ἅγιες εἰκόνες. Ὅσοι σεβάστηκαν τὴν παράδοση, τὰ κράτησαν. Οἱ ἄλλοι τὰ πούλησαν στὸν παλιατζῆ καὶ ἔκαναν τὸν παλιατζῆ ἀρχαιολόγο: «Κοίτα το· ἔχει καὶ χρονολογία.» Ἐσὺ ποὺ τὸ πούλησες, δὲν τὴν εἶδες τὴν χρονολογία; «Κοίτα το· ἔχει καὶ ντουρᾶ.» Ἔχει τὴν σφραγίδα τοῦ κατασκευαστῆ. Πουλήσαμε… καὶ τὶ δὲν ξεπουλήσαμε. Τῶν προγόνων μας τὰ καυχήματα.
– Κόρη μου, νὰ τὸ φυλάξης τὸ καζάνι. Τό ᾽χω ἀπὸ τὴν γιαγιά μου.
Ζήτησα τὸ καζάνι τοῦ τυροκομειοῦ τοῦ προπάππου μου, τὸ καθάρισα, τὸ συντήρησα καὶ τὸ ἔβαλα ἐπάνω στὸ τραπέζι, δοχεῖο ἀναμνήσεων καὶ ζωντανῶν παραδόσεων. Προσέχετε τὴν ἀλλοτρίωση. Ἕνας γέροντας ὅταν πῆγα στὸ κελλί του μοῦ εἶπε:
– Πρόσεχε τὴν καρέκλα ποὺ κάθισες· εἶναι τῆς μάμμης μου. Πρόσεχε τὴν στάμνα ποὺ ἔβαλες νερό· εἶναι προικιὸ τῆς μάννας μου.
Ὅλα αὐτὰ μᾶς φέρνουν κοντὰ στὴν μιὰ γενιά, στὴν γενιὰ ποὺ ἀνέθρεψε γενιές. Ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι κενά· συνεχίζουν τὶς καλὲς γενιὲς τῶν προγόνων μας.
– Μὴ μοῦ τὴν σπάσης τὴν φρουτιέρα· μοῦ τὴν ἔφερε ὁ παπποῦς μου στὸ τελευταῖο του ταξίδι ἀπὸ τὴν Σμύρνη. Φύγαμε καὶ ἀπὸ πίσω εἴδαμε τὴν φωτιὰ καὶ τὸν χαλασμό.
Εἶναι δυνατὸν ἕνα πολὺ μικρὸ πραγματάκι νὰ ἀναμοχλεύη μέσα μας ὁλόκληρη ἱστορία. Σεβαστῆτε το. Δικό σας εἶναι. Ἀγαπῆστε το. Ἡ ἀνάμνησή του θὰ σᾶς φέρνη ὁλόκληρο κόσμο στὸν νοῦ σας.
Συγχωρέστε με. Πίνακες ζωγραφίζω καὶ σᾶς τοὺς παραδίδω ἀπ᾽ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς τῶν προγόνων μας. Δὲν κάνω ἐπίδειξη. Ἰχνηλατῶ τὴν ζωὴ τῶν πατέρων μας.
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης