Ὁ ἄνθρωπος βλέπει καλύτερα τὸν ἑαυτό του, ὅταν τὸν καθρεφτίζη στοὺς ἄλλους. Ὁ Θεὸς στὸν κάθε ἄνθρωπο δίνει τὸ χάρισμα ποὺ τοῦ χρειάζεται, γιὰ νὰ βοηθηθῆ, ἄσχετα ἂν τὸ ἀξιοποιήση ἢ ὄχι. Ἂν τὸ ἀξιοποιήση, θὰ φθάση στὴν τελειότητα.
Τὰ ἐλαττώματα πάλι εἶναι δικά μας· εἴτε τὰ ἀποκτήσαμε ἀπὸ δική μας ἀπροσεξία εἴτε τὰ κληρονομήσαμε ἀπὸ τοὺς γονεῖς μας, ὁ καθένας μας πρέπει νὰ κάνη τὸν ἀνάλογο ἀγώνα, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ αὐτά. Μέχρι νὰ ἀπαλλαγοῦμε, πρέπει νὰ καθρεφτίζουμε τὸν ἑαυτό μας στὰ κουσούρια τοῦ ἄλλου καὶ νὰ ἐξετάζουμε ποῦ βρισκόμαστε ἐμεῖς.
Ἂν δοῦμε λ.χ. στὸν ἄλλον ἕνα ἐλάττωμα, ἀμέσως νὰ ποῦμε: «γιά νὰ δῶ, μήπως τὸ ἔχω κι ἐγώ;» καί, ἂν τὸ ἔχουμε, νὰ ἀγωνισθοῦμε νὰ τὸ κόψουμε.
– Καὶ ἄν, Γέροντα, μοῦ λέη ὁ λογισμὸς ὅτι δὲν ἔχω αὐτὸ τὸ ἐλάττωμα, τί νὰ λέω;
– Νὰ λές: «Ἐγὼ ἔχω ἄλλα μεγαλύτερα· αὐτὸ εἶναι πολὺ μικρὸ σὲ σχέση μὲ τὰ δικά μου». Γιατὶ μπορεῖ καμμιὰ φορὰ νὰ εἶναι μικρότερα τὰ δικά σου ἐλαττώματα, ἀλλὰ νὰ ἔχης λιγώτερα ἐλαφρυντικά.
Ἂν ἐξετάζη κανεὶς ἔτσι τὸν ἑαυτό του, βλέπει ὅτι αὐτὸς ἔχει μεγαλύτερα κουσούρια ἀπὸ τὸν ἄλλον.
Ὕστερα βλέπει καὶ τὶς ἀρετὲς τοῦ ἄλλου. «Γιά νὰ δῶ, λέει, ὑπάρχει σ᾿ ἐμένα αὐτὴ ἡ ἀρετή; Ὄχι. Πὼ πώ! πόσο μακριὰ εἶμαι ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἔπρεπε νὰ βρίσκωμαι!».
Ὅποιος ἐργάζεται ἔτσι, ἀπὸ ὅλα βοηθιέται, ἀλλοιώνεται μὲ τὴν καλὴ ἔννοια καὶ τελειοποιεῖται.
Ὠφελεῖται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους, ὠφελεῖται ἀπὸ τοὺς ἀγωνιστές, ὠφελεῖται ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς κοσμικούς. Γιατί, ἂν δῆ ἕναν κοσμικὸ λ.χ. νὰ μὴν ὑπολογίζη τὸν ἑαυτό του, νὰ θυσιάζεται, λέει: «αὐτὸ τὸ φιλότιμο τὸ ἔχω ἐγώ; δὲν τὸ ἔχω, καὶ εἶμαι καὶ πνευματικὸς ἄνθρωπος!», ὁπότε προσπαθεῖ νὰ τὸν μιμηθῆ. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε νὰ κάνουμε πολλὴ δουλειά. Ὁ Καλὸς Θεὸς ὅλα τὰ οἰκονομάει γιὰ τὸ καλό μας μὲ σοφὸ τρόπο.