Αχ, τι να σας πω τώρα. Να σας πω και αυτό, καίτοι αυτό είναι ένα
απόρρητο της ζωής μου, αλλά για την αγάπη σας, να πούμε, γιατί κι εσείς
ανηψάκιά μου είσαστε, θα σας το πω.
Το έκζεμα το οποίο έχω, αυτήν την πληγή που έχω στο ποδάρι, το ῾χω από δεκαπέντε χρονών. Δοκίμασα διάφορα φάρμακα, τίποτε. Τώρα που πέρασε η ηλικία, τότες περισσότερο επιδεινώθη το πράγμα. Καθήμενος στο κρεβάτι, το ονομάζω το “κρεβάτι του πόνου” εγώ.
Το έκζεμα το οποίο έχω, αυτήν την πληγή που έχω στο ποδάρι, το ῾χω από δεκαπέντε χρονών. Δοκίμασα διάφορα φάρμακα, τίποτε. Τώρα που πέρασε η ηλικία, τότες περισσότερο επιδεινώθη το πράγμα. Καθήμενος στο κρεβάτι, το ονομάζω το “κρεβάτι του πόνου” εγώ.
Διότι να καθίσω όπως καθόσαστε εσείς, δεν μπορώ. Θα καθίσω λίγο, δεν μπορώ, κατεβαίνουν τα αίματα και πονάει περισσότερο η πληγή, ενώ έτσι, τρόπον τινά, αν βάλεις κι ένα μαξιλάρι και σηκώσεις λιγάκι το ποδάρι πιο ψηλά, κατεβαίνουν κάτω τα αίματα και ελαφρώνεται ο πόνος. Ε, τη νύχτα προσπαθώ έτσι να ελαφρώσω τον πόνο.
Αλλά καθήμενος εδώ μου δημιουργήθηκε και κύστη κόκκυγος. Όταν το σκέπτεσθε αυτό, είναι το πλέον φρικωδέστερο, να πούμε. Διότι είναι… πολύ πόνο! Πως να καθίσεις, βρε παιδί μου; Πως να καθίσεις; Στο κρεβάτι κάθεσαι, Θα καθίσεις λίγο έτσι, θα καθίσεις λιγάκι δεξιά, λιγάκι αριστερά. Υπομονή· γυρίζεις δεξιά. Δεξιά ο γλουτός εκεί σε πονάει, μετά από μισή ώρα σε πονάει, σε τσούζει, σε προειδοποιεί ότι θ᾿ ανοίξει πληγή. Γυρίζεις αριστερά. Πάλι μισή ώρα που κάθεσαι αριστερά, πάλι σε τσούζει, σε πονάει, σε ειδοποιεί ότι θ᾿ ανοίξει πληγή. Μα εδώ θ᾿ ανοίξει πληγή, δεξιά θ᾿ ανοίξει πληγή, αριστερά θ᾿ ανοίξει πληγή, έτσι ανάσκελα που κάθεσαι πάλι πληγή προμηνύει· ε, τότες εγώ πως να καθίσω; Δοκίμασα να καθίσω μπρούμυτα, μα μπρούμητα μπορείς να καθήσεις;
Υπομονή, υπομονή, υπομονή, υπομονή, εωσότου μία φορά δεν άντεξα κι έπεσα σε απόγνωση! Μόνο που το σκέπτεσαι, η απόγνωση είναι φρίκη, είναι γεύση κολάσεως, γεύση γεένης, να πούμε. Σαν να έχω τώρα τούτα εδώ, πως να περπατήσω, να πηδήξω να βγω απ᾿ έξω, πως να το κάνω να φύγω, πως να βγω; Με κράτησε έξι έως εφτά λεπτά.
Μέσα στον πόνο, μέσα στην απόγνωση, μέσα στην απελπισία που βρισκόμουνα, στη συνοδεία μου δεν έλεγα τίποτες. Μία λεπτή φωνή άκουσα, σαν αύρα λεπτή, να πούμε, ότι:
«Έτσι σε θέλει ο Θεός».
Με αυτό έτσι σαν να πήρα μία βαθιά αναπνοή:
«Ε, νάναι ευλογημένο, αφού με θέλει ο Θεός, να ῾ναι ευλογημένο· μα δωσ᾿ μου και υπομονή, γιατί δεν αντέχω εγώ τώρα».
Τι να κάνω, να βγω έξω να κάνω εγχείρηση; Όλοι σου λένε, εγχείρηση να κάνεις, εγχείρηση να κάνεις. Πως να βγω όμως; Εδώ θα μπω στο αυτοκίνητο, θα πάω, αλλά και στο αυτοκίνητο δεν σε τραντάζει;
Σηκώνομαι απελπισμένος έτσι και πηγαίνω στο καντηλάκι της Παναγίας, και το καντηλάκι της Παναγίας κι αυτό θαυματουργό είναι· πήρα λίγο βαμβάκι κι έρχομαι στο δωμάτιο, αλοίβω το μέρος που είναι η κύστη κόκκυγος και δεξιά και αριστερά τους γλουτούς την πρώτη μέρα. Τη δεύτερη μέρα πάλι, την τρίτη μέρα άφαντα γινήκαν όλα. Εθαυματούργησε η Παναγία! Τώρα κάθομαι ώρες ολόκληρες, δεν με πονάει ούτε γλουτός ούτε κύστη κόκκυγος.
Οσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης