Γιάννης Τασούλας
Μεγάλη ἡ συμμετοχή καί σπουδαία ἡ συμβολή τῶν Ἑλληνίδων τοῦ καιροῦ ἐκείνου, στό ἔπος τοῦ Σαράντα. Στά «μετόπισθεν» καί στήν «πρώτη γραμμή».
Κοντά στούς ἡρωϊκούς στρατιῶτες μας οἱ γυναῖκες τῆς Πίνδου, οἱ ἀτρόμητες καί γνήσιες αὐτές Ἑλληνίδες, ἀδιάφορες μπροστά στίς κακουχίες καί στόν θάνατο «γιά τήν γλυκειά Πατρίδα».
Ἡλικιωμένες,
ὥριμες, νεαρά κορίτσια, φορτώνονται μέ κιβώτια γεμάτα τρόφιμα, φάρμακα,
ἐφόδια, ὁπλισμό καί κυρίως πυρομαχικά καί τά προωθοῦν μέχρι τά πεδία
τῶν μαχῶν.
Ἀλλά καί στά μετόπισθεν ὁλοφάνερος ὁ πατριωτισμός τῶν Ἑλληνίδων. Ἡ νιόπαντρη κοπέλλα κατευοδώνει τόν νεαρό ἄντρα της πού φεύγει γιά τό μέτωπο, γεμάτη ἀπό ἀγάπη γιά τήν Πατρίδα, σάν γνήσια Ἑλληνίδα καί πιστή Χριστιανή.
«Ἄντε στό καλό καί ἡ Παναγία μαζί σου
ἄντε στό καλό ἡ σκέψη μου δική σου
σέ ἀποχαιρετῶ χωρίς καημό καί πόνο
ἕνα σοῦ ζητῶ νά μέ θυμᾶσαι μόνο
ἄντε στό καλό καί μιά ἀγκαλιά ἀνοιχτή
θά σέ περιμένει νά σέ σφίξει νικητή».
«Μᾶς χωρίζει ὁ πόλεμος…», ψιθυρίζει μέ κλάμα ἡ πονεμένη κοπέλλα στόν ἀρραβωνιαστικό της καί ἐκεῖνος τήν παρηγορεῖ
«…μᾶς θεριεύει ἡ ἐλπίδα πώς γιά τήν γλυκειά Πατρίδα φεύγω τώρα…»
καί τῆς ζητάει νά κάνει κουράγιο μέχρι νά γυρίσει καί νά παντρευτοῦν καί ἀκόμη
«φέρνε με στήν προσευχή σου
νά γυρίσω νικητής».
Οἱ Ἑλληνίδες μάνες, σάν ἀρχαῖες σπαρτιάτισσες, προπέμπουν ἀτρόμητες τά παιδιά τους, χαρίζοντάς τους τήν εὐχή τους, δίνοντάς τους δύναμη καί κουράγιο, ποσφέροντας σέ αὐτά τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας γιά νά τά φυλάει.
Καί
ἐνῶ τά παλληκάρια τους πολεμοῦν γενναῖα στά βουνά, ἡ σκέψη τους τά
ἀκολουθεῖ ἐκεῖ ἐπάνω, ἀλλά καί οἱ νοσταλγικές ἀναμνήσεις τίς
διακατέχουν:
«Μές στούς δρόμους τριγυρνᾶνε
οἱ μανάδες καί κοιτᾶνε νά ἀντικρύσουνε
τά παιδιά τους πού ὁρκιστήκαν
καί στό σταθμό πού χωριστήκαν
νά νικήσουνε».
Γρήγορα ὅμως ἐπιστρέφουν στήν πραγματικότητα καί τότε ἀναφωνοῦν:
«Παιδιά τῆς Ἑλλάδος, παιδιά
πού σκληρά πολεμᾶτε πάνω στά βουνά
στήν γλυκειά Παναγιά προσευχόμαστε ὅλες νἄρθετε ξανά
μέ τῆς νίκης τά κλαδιά».
Μοναδική τους ἐλπίδα, σίγουρη παρηγοριά.
Ὅλες, μανάδες, σύζυγοι, ἀδελφές, ἀρραβωνιαστικές, ὅλες οἱ Ἑλληνίδες,
συμμετέχουν στόν ἀγώνα τῶν πολεμιστῶν, ὄχι μόνον νοερά, ἀλλά καί στή
πράξη. Προσεύχονται, στέλνουν γράμματα, πλέκουν μάλλινα γι’ αὐτούς.
Ξέρουν ὅτι
«ἡ πίκρα καί ἡ τρεμούλα
σέ μιά γνήσια ἑλληνοπούλα
δέν ταιριάζουνε».
Στούς
δύσκολους καιρούς, οἱ ῾Ελληνίδες καί οἱ Ἕλληνες, ἀπό τούς ἀρχαίους
χρόνους, ξέρουν νά μήν φοβοῦνται, νά μή δειλιάζουν. Νά ἀγωνίζονται καί
νά νικοῦν. Μέ πίστη στόν Θεό καί κουράγιο στίς δοκιμασίες. Καί νά
διασαλπίζουν
«κάνε κουράγιο Ἑλλάδα μου
ὅσο μπορεῖς κρατήσου…
γιατί τό θέλει ὁ Θεός
νά ζήσεις καί θά ζήσεις».
Καί ὁ ποιητής ἐμπνεόμενος ἀπό τό θαῦμα τοῦ ᾽40, τό φωνάζει:
«Γλυκειά μου Ἑλλάδα, δέν πεθαίνεις
ὅπως δέν ἀπέθανες ποτέ
ζεῖς αἰώνια καί ὅλους ἀνασταίνεις
ὅταν ξαναλές Μολών λαβέ».
Συνέχειά του εἶναι τό ΟΧΙ τοῦ Σαράντα.
θά μείνει ἀθάνατο γιά πάντα».