Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

ΗΣΥΧΙΑ ΚΑΙ ΣΙΩΠΗ

 

Βίττης Εὐσέβιος Ἀρχιμανδρίτης

Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος φοβᾶται τὴν μοναξιά, δὲν μπορεῖ νὰ μείνει μόνος. Φοβᾶται καὶ στὶς πολυάνθρωπες πόλεις καὶ στὰ χωριὰ καὶ στὴν ἐξοχή…

Ἕνα περίεργο γεγονός: ἀφοῦ πᾶς, ἀδελφέ μου, στὸ δάσος, γιατί δὲν παρατᾶς τὸ κινητό, τὸ ραδιόφωνο ἢ τὴν τηλεόραση; Πήγαινε νὰ ἀφουγκραστεῖς τὴν μοναξιά!

Ν’ ἀκούσεις τὸ θρόισμα τῶν φύλλων, τὸ τραγούδι τῶν πουλιῶν, τὸ ρυάκι τὸ κελαρυστό, ν’ ἀκούσεις πῶς περνᾶ ὁ ἀέρας ἀπ’ τὰ δένδρα καὶ τὰ καθαρίζει καὶ τὰ ἀνανεώνει καὶ τὰ κάνει νὰ τραγουδοῦν στὸ πέρασμά του, ὅταν δὲν εἶναι ἄγριος καὶ τυφωνικός, ἀλλὰ εἶναι αὔρα ἁπαλὴ ποὺ εἰκονίζει τὸν Θεό.

Φοβᾶται ὁ ἄνθρωπος νὰ μείνει μόνος, διότι δὲν ὑπάρχει ὁ Χριστός. Ὁ πιὸ μεγάλος ἐρημίτης δὲν εἶναι μόνος. Ρωτοῦν πολλοί, πῶς περνᾶς χωρὶς τηλεόραση; Κι ἐσεῖς, πῶς περνᾶτε χωρὶς μοναξιά; Χωρὶς ἡσυχία;

Νὰ δοῦμε λίγο τὴν μόνωση, τὴν ἡσυχία, τὴν ἠρεμία, τὴν σιωπὴ ποὺ εἶναι ἕνα μεγάλο μάθημα γιὰ νὰ τὸ μάθουμε…

Στὸν κόσμο δὲν μποροῦμε νὰ ἡσυχάσουμε, χωρὶς νὰ ἀρχίσει ἕνας ποταμὸς λόγων.

Ἀκόμη καὶ σὲ χώρους σιωπῆς, ὅπως εἶναι οἱ Ἐκκλησίες, δὲν ἡσυχάζουμε… ἀκούει κανεὶς ἕνα μουρμουρητὸ σὰν νὰ πρόκειται περὶ πληθούσης ἀγορᾶς, ποὺ ἔλεγαν οἱ παλιοὶ (πρὶν ν’ ἀρχίσει ἡ λειτουργία, δὲν λέω ὅταν ἀρχίσει!).

Ἡ σιωπὴ εἶναι τὸ ἀντίθετο τοῦ λόγου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι λογικὸ ὄν. Ὁ ἐσωτερικὸς λόγος γίνεται καὶ ἔναρθρος λόγος, ὁμιλία.

Κάποτε, ὅμως, ἡ ὁμιλία καταντᾶ λόγος ἀσταμάτητος, φλυαρία ποὺ κουράζει. Εἶναι λόγος κενός, ὄχι ἐποικοδομητικός, χωρὶς περιεχόμενο, ὄχι λόγος πλούσιος, ποτισμένος ἀπὸ θεῖο Πνεῦμα.

Ὁ λόγος εἶναι χάρισμα. Ἐνίοτε ὅμως γίνεται βάσανο, ὥστε νὰ λένε, μὰ δὲν σταματᾶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος;

Νὰ βροῦμε τρόπους νὰ μάθουμε στὴν σιωπή, τέτοια ποὺ θέλει ὁ Κύριος.

Δὲν ἐννοοῦμε, ὅμως, τὶς περιπτώσεις ποὺ σωπαίνουν μερικοὶ, ὅταν εἶναι παρεξηγημένοι, ὅταν μαλώνουν, ὅταν θυμώνουν, ὅταν ζηλεύουν καὶ εἶναι πικραμένοι, ὅταν πονοῦν πολύ, ὅταν φοβοῦνται, ὅταν ἀντιπαθοῦν, ὅταν ἑτοιμάζουν δόλιους σκοποὺς κρυφὰ καὶ δὲν μιλοῦν.

Αὐτὲς οἱ περιπτώσεις σιωπῆς δὲν ἀποτελοῦν ἀρετή.

Ἀρετὴ ἀποτελεῖ ἡ σιωπὴ ἐν λόγῳ, ὅπως λένε οἱ πατέρες. Ἡ σιωπὴ εἶναι πνευματική, αὐτὴ ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ ἔσω πρὸς τὰ ἔξω.

Ἂν δὲν εἶναι σιωπηλὸ τὸ ἔσω, ὁ ἐσωτερικὸς ἄνθρωπος, ὁ ἐσωτερικὸς κόσμος, ἂν ὑπάρχει ἡ ζάλη τῶν παθῶν, ἡ φιλαυτία, ἡ φιλαργυρία, ὁ φθόνος, ἡ πλεονεξία, δὲν μπορεῖς νὰ ἡσυχάσεις. Θὰ σὲ τρώει τὸ ἐσωτερικό σου…

Ὅταν ὑπάρχει ἐκδικητικότητα, ὅταν νομίζεις ὅτι σὲ παρεξήγησαν, ὅτι σὲ συκοφάντησαν οἱ ἄλλοι, τότε θὰ μιλᾶς συνέχεια, ἀνακατεύεσαι, πᾶς νὰ φωνάξεις.

Ἡ πνευματικὴ σιωπὴ εἶναι ἀρετὴ ποὺ μᾶς βοηθᾶ σὲ μία ἰσόρροπη χρήση τοῦ λόγου τοῦ ἐνάρθρου καὶ τοῦ μὴ λόγου τῆς ἡσυχίας.

Ἡ σιωπὴ εἶναι εὐκαιρία νὰ μιλήσει κανεὶς μὲ τὸν ἑαυτό του. Δὲν μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία αὐτή, ἀδελφοί μου, καὶ δὲν βρίσκουμε εὐκαιρία νὰ δοῦμε, ποιοί εἴμαστε.

Αὐτὸς εἶμαι, αὐτὴ εἶμαι, παρουσιάζω αὐτὰ καὶ αὐτά, νὰ τὸ δῶ ὅμως μὲ ἡσυχία, ὄχι βιαστικά.

Δὲν ἔχουμε καιρὸ νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸν ἑαυτό μας, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἐξομολόγηση, ποὺ πᾶμε νὰ καταθέσουμε τὸν ἑαυτό μας στὸν Κύριο μὲ μάρτυρα τὸν πνευματικό, εἶναι πολὺ πτωχή, δὲν δίνει καρπούς, διότι δὲν ἔχουμε μάθει τὴν ἐσωτερικὴ σιωπή.

Ἡ σιωπὴ προϋποθέτει ἄσκηση. Ἡ ἄσκηση προϋποθέτει μόνωση. Ποῦ θὰ βροῦμε ὅμως μόνωση; Ὅταν στὶς πόλεις ποὺ ζοῦμε δὲν παύει ὁ θόρυβος;

Κι ὅμως, ἐὰν δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε σιωπὴ διάρκειας, ὅπως ἕνας ἐρημίτης, μποροῦμε νὰ ἔχουμε ζῶνες σιωπῆς. Νὰ βάλουμε στὸ πρόγραμμά μας ἕνα τέταρτο, εἴκοσι λεπτά, καὶ νὰ ποῦμε τώρα δὲν μιλᾶμε.

Ὅταν λείπουν τὰ παιδιά, νὰ ἡσυχάσουμε, νὰ κλείσουμε τηλεοράσεις, ποὺ εἶναι εἰσβολεῖς στὰ σπίτια μας, ποὺ δείχνουν ἔλλειψη σεβασμοῦ στὸν ἄνθρωπο.

Νὰ βροῦμε λοιπὸν ζῶνες σιωπῆς, ὅσο μποροῦμε, στὸν στοιχειώδη βαθμό.