«Μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες» (Γαλ. 5, 26)
«Ας μη γινόμαστε ματαιόδοξοι, ας μην προκαλούμε κι ας μη φθονούμε ο ένας τον άλλο».
Σε ένα απόσπασμα από την προς Γαλάτας επιστολή του ο απόστολος Παύλος συμβουλεύει τους χριστιανούς της Μικράς Ασίας και όλους μας να μη γινόμαστε ματαιόδοξοι, να μην προκαλούμε και να μη φθονούμε τους άλλους. Η συμβουλή έχει να κάνει τόσο με τον εαυτό μας όσο και με τις ανθρώπινες σχέσεις. Ο ματαιόδοξος άνθρωπος έχει ως κέντρο της ύπαρξής του τον εαυτό του, τα σωματικά του χαρακτηριστικά, τις ικανότητες και τα χαρίσματά του, όπως επίσης και τα όσα έχει πετύχει στη ζωή του. Όλα αυτά, ενώ είναι εφόδια για μια άλλη ποιότητα, χρησιμοποιούνται από τον ματαιόδοξο άνθρωπο ως αφορμή επίδειξης, κακίας, επικράτησης εις βάρος του άλλου. Κάνουν τον άνθρωπο που επιδιώκει την μάταιη δόξα, αυτή δηλαδή που είναι πρόσκαιρη και δεν τον συντροφεύει στην πραγματικότητα της ζωής, ούτε της παρούσης ούτε της αιώνιας, να λειτουργεί προκλητικά εις βάρος των άλλων. Θέλει να δείξει την ανωτερότητά του. Δεν τον ενδιαφέρει αν αυτή η επίδειξη προκαλεί αντίδραση, δυσαρέσκεια, κατάκριση, αρνητική διάθεση στους άλλους. Αφού κέντρο της ζωής μας είναι ο εαυτός μου, θα πρέπει να το δείξω.
Κι έτσι οι άνθρωποι παρασύρονται σε έναν ανταγωνισμό επίδειξης, ομορφιάς, καλλωπισμού, ενδυμασίας, μόδας, φωνασκιών, έλκυσης της προσοχής των άλλων με ακατάσχετη φλυαρία και, τα τελευταία χρόνια, αυτοθεματοποίησης στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Δείχνω ότι οι άλλοι πρέπει να ασχολούνται μαζί μου, συνήθως για πράγματα που δεν έχουν νόημα, αλλά είναι είτε εκφάνσεις ματαιοδοξίας, είτε και κενοδοξίας, διότι όταν ξεκινάς να καυχιέσαι για τα υπαρκτά, εύκολα θα οδηγηθείς στο να καυχιέσαι και για ανύπαρκτα. Ο άνθρωπος αυτοθεώνεται. Έτσι, οι σχέσεις τους γίνονται κοπιώδεις και εντάσσονται στην προοπτική της εξουσίας και όχι της αγάπης.
Υπάρχει όμως και μια τρίτη συμβουλή που ο απόστολος δίνει: να μη φθονούμε τους άλλους. Ο φθόνος έχει να κάνει με τον σχηματισμό εντός μας μίας εμπαθούς κατάστασης, στην οποία ο άλλος, επειδή έχει χαρίσματα ή χρήματα ή εμφάνιση ή κάτι που εμείς δεν έχουμε, γίνεται κατά βάθος εχθρός μας. Θέλουμε να τον υποτιμήσουμε, μιλούμε με κακό τρόπο γι’ αυτόν, αναζητούμε τρόπους ώστε να δείξουμε στο περιβάλλον του και στο περιβάλλον μας ότι δεν αξίζει να ασχολείται κάποιος μαζί του, διότι δεν είναι όπως φαίνεται. Ο φθόνος φέρνει ένα είδος αποδόμησης. Μπορεί στην επιστήμη η αποδόμηση να χρησιμοποιείται ως συνέπεια της εξακρίβωσης μιας άλλης αλήθειας (μολονότι η αλήθεια στην επιστήμη είναι μερική και όχι ολική πραγματικότητα, καθώς όλα συμπληρώνονται, αναθεωρούνται ή απορρίπτονται, καθώς ο χρόνος και η έρευνα προχωρούν), ωστόσο στις ανθρώπινες σχέσεις η αποδόμηση έχει να κάνει με την απόφασή μας να συντρίψουμε την εικόνα εκείνου που φθονούμε. Στοχεύουμε στα ελαττώματά του ή στις μη εμφανείς αδυναμίες του, τις οποίες μεγεθύνουμε και στη σκέψη μας, αλλά και στον τρόπο που τον παρουσιάζουμε στους άλλους, με αποτέλεσμα να προκαλούμε χάος στην εκτίμηση που οι άλλοι έχουν γι’ αυτόν.
Εδώ υπάρχει και μια άλλη παγίδα. Είναι όσοι επικαλούνται την αγάπη, για να βγάλουν τον φθόνο τους. Ότι νοιάζονται δήθεν για την πρόοδο του άλλου, ενώ, στην πραγματικότητα, δεν αντέχουν αυτή την πρόοδο και αναζητούν σπιλώματα για να την υποτιμήσουν. Η αληθινή αγάπη όμως εκφράζεται με την προσευχή, τη διακριτική συζήτηση με αυτόν που πιστεύουμε ότι κάνει λάθη ή έχει αδυναμίες στον χαρακτήρα του, και όχι την δημόσια αποδόμηση, με απώτερο σκοπό, είτε το αντιλαμβάνεται αυτός που έχει την ψευδαίσθηση ότι αγαπά είτε όχι, την δική του δόξα.
Όλες αυτές οι καταστάσεις είναι εμπαθείς. Καταργούν την εντολή του Θεού περί της αγάπης. Δεν βοηθούν αυθεντικά τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά γεννούν κακία. Την ίδια στιγμή, παρασύρουν τον εμπαθή άνθρωπο σε ένα ποτάμι αυτοδικαίωσης, από το οποίο η έξοδος δεν είναι εύκολη. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο απόστολος Παύλος ζητά από τους Γαλάτες και από εμάς να επικαλούμαστε τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, πρώτο εκ των οποίων είναι η αγάπη, ώστε να μην πέφτουμε στις παγίδες είτε του αυτοδοξασμού είτε της πρόκλησης είτε της αποδόμησης των άλλων. Η αλήθεια για την κατάσταση των άλλων πρέπει να περνά από την επίγνωση της δικής μας κατάστασης. Προφανώς και τα λάθη τους, ιδίως στον δημόσιο βίο, δεν πρέπει να μένουν κρυμμένα, αλλά να φωτίζονται με σκοπό την μετάνοια όλων. Την ευλογία να βαστάζει ο ένας το βάρος του άλλου εν αγάπη. Κι αυτό είναι και το νόημα της ασκητικής ζωής της Εκκλησίας, γι’ αυτό και η παράδοσή μας ορίζει το συγκεκριμένο απόσπασμα να αναγινώσκεται σε μνήμες οσίων ασκητών, πατέρων και μητέρων, όπως του Αγίου Γερασίμου του εν Κεφαλληνία, για να μας υπενθυμίζει τον αγώνα να βρούμε τον εαυτό μας, τα μέτρα, τα όριά μας εν ταπεινώσει, αλλά και τη δύναμη της αγάπης που σώζει.
Όχι στον φθόνο λοιπόν, όχι στην αποδόμηση του άλλου, όχι στην κακία, όχι στην ματαιοδοξία.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός