Ἔλεγε
ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, ὅτι ἡ ψυχή πού στεναχωριέται εἶναι σημάδι
ὅτι δέν ἔχει παραδοθεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὁλοκληρωτικά.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πάλι μᾶς λέει: «θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι» (Β’ Κορ. 4,8). Ὑπάρχει μία διαφορά.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πάλι μᾶς λέει: «θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι» (Β’ Κορ. 4,8). Ὑπάρχει μία διαφορά.
Θλίψη εἶναι αὐτό πού μᾶς συμβαίνει ἀπ’ ἔξω, οἱ διάφοροι πειρασμοί, οἱ διάφορες δυσκολίες.
Ἀντίθετα, στενοχώρια εἶναι κάτι πού ἔρχεται ἀπό μέσα μας, τό δημιουργοῦμε ἐμεῖς, δηλαδή τό ὁποῖο μποροῦμε καί νά μήν τό δημιουργήσουμε.
Αὐτή λοιπόν ἡ δὐναμη τῆς ψυχῆς πού λέγεται «λύπη» -«στενοχώρια» εἶναι ἕνα πάθος ἀδιάβλητο, ὅπως εἶναι ἡ πείνα, ἡ δίψα, ἡ διάθεση πού ἔχουμε γιά ὕπνο κλπ. Εἶναι κάτι πού μᾶς δόθηκε μετά τήν πτώση.
Αὐτή λοιπόν ἡ δὐναμη τῆς ψυχῆς πού λέγεται «λύπη» -«στενοχώρια» εἶναι ἕνα πάθος ἀδιάβλητο, ὅπως εἶναι ἡ πείνα, ἡ δίψα, ἡ διάθεση πού ἔχουμε γιά ὕπνο κλπ. Εἶναι κάτι πού μᾶς δόθηκε μετά τήν πτώση.
Ἡ κακή διαχείριση τῆς λύπης, ὅπως καί τῆς πείνας, τῆς δίψας, τῆς διάθεσης γιά ἀνάπαυση, εἶναι ἁμαρτία. Ὅταν δηλαδή φᾶμε ὑπερβολικά ἤ φᾶμε ὄχι μέ σκοπό νά ζήσουμε, ἀλλά μέ σκοπό νά ἀπολαύσουμε, νά τρυφήσουμε, νά γεμίσουμε μέ σαρκική ἡδονή, τότε διαπράττουμε ἁμαρτία.
Ἀντίστοιχα καί ἡ λύπη, ὅταν χρησιμοποιηθεῖ γιά λάθος λόγο, γίνεται ἁμαρτωλή λύπη. Ὁ λάθος λόγος εἶναι, ὅταν ἡ λύπη χρησιμοποιεῖται γιά τά πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὅταν χάσουμε κάτι, ὅταν στερηθοῦμε ἤ ὅταν δέν ἔχουμε κάτι ἀπό τά ὑλικά πράγματα καί λυπόμαστε ἤ ὅταν λυπόμαστε γιά κάτι πού ἀφορᾶ στό σῶμα μας, τότε αὐτό εἶναι ἁμαρτία.
Ἀντίθετα, ἡ λύπη γιά τίς ἁμαρτίες μας
εἶναι ἡ καλή χρήση τῆς λύπης, εἶναι ἀρετή. Ὁ Θεός γι’ αὐτό μᾶς ἔδωσε
τήν λύπη, πού εἶναι δύναμη τῆς ψυχῆς, γιά νά τήν χρησιμοποιοῦμε γιά
μετάνοια. Ὁπότε ἡ λύπη μέ στόχο τήν μετάνοια εἶναι ἀρετή, ἐνῶ γιά τά
πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι ἁμαρτία.
Ἡ τέλεια λοιπόν ἐμπιστοσύνη στά χέρια τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτό πού μᾶς γλιτώνει ἀπό τήν στενοχώρια, ἀπό τήν κακή λύπη. Τότε μόνο ἔχουμε κακή λύπη, ὅταν δέν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό καί στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν δέν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, εἶναι δεῖγμα ὑπερηφάνειας.
Ἡ τέλεια λοιπόν ἐμπιστοσύνη στά χέρια τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτό πού μᾶς γλιτώνει ἀπό τήν στενοχώρια, ἀπό τήν κακή λύπη. Τότε μόνο ἔχουμε κακή λύπη, ὅταν δέν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό καί στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν δέν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, εἶναι δεῖγμα ὑπερηφάνειας.
Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου