Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

Ο Δεκέμβριος, έχει μια άλλη χάρη. Μια αύρα νοσταλγίας και επιστροφής…

 

Ὅλοι οἱ μῆνες τοῦ χρόνου ἔχουν τὴν ὁμορφιά καὶ τὴν ἰδιαιτερότητά τους, καθὼς φέρουν ἕνα εἰδικὸ βάρος ποὺ διακρατεῖ τὴν ὅποια ἰσορροπία μέσα στὴν σκληρὴ καθημερινότητα.

Μὲ κορυφαίους πάντα τοὺς μῆνες τοῦ θέρους καὶ τῶν μεγάλων γιορτῶν: Πάσχα καὶ Χριστουγέννων. Ὅμως ὁ στερνὸς τοῦ χρόνου μήνας, ὁ Δεκέμβριος, ἔχει μιὰν ἄλλη χάρη, ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο: Μιὰν αὔρα νοσταλγίας καὶ ἐπιστροφῆς.

Ἐπιστροφῆς στὸν καιρὸ τῆς ἀθωότητας καὶ τῆς παιδικότητας, ἐπειδὴ μέσα του εἶναι ταμιευμένα ὅλα τὰ τρυφερὰ στιγμιότυπα τοῦ καιροῦ τῆς παιδικῆς ἡλικίας.

Γιατὶ ὁ καιρὸς αὐτὸς εἶναι ὅ,τι πιὸ πολύτιμο ἔχουμε, καθὼς προβάλλει στὴν ὀθόνη τῆς ψυχῆς μας ἐκεῖνα τὰ ὑπέροχα καὶ ἀλησμόνητα Δωδεκαήμερα, μὲ τὶς πάντερπνες γιορτὲς τῶν Χριστουγέννων, τοῦ Ἁγίου Βασιλέου καὶ τῶν Φώτων.

Στ᾿ ἀλήθεια, πόσο ἀναρριγοῦσε ἡ παιδικὴ ψυχὴ μόλις στὸ ἡμερολόγιο ἐμφανιζόταν ὁ Δεκέμβριος μὲ τὸ σταχτόχρωμο τὸ πανωφόρι του, τὸ βαρυχειμωνιάτικο, μὲ τὴ μυρουδιὰ τοῦ καμμένου ξύλου καὶ τῆς βρεγμέμης γῆς! Κι ὕστερα ἦταν ἐκείνη ἡ ἀναμονή…

Τόσες μέρες μείνανε μέχρι νὰ κλέισουν τὰ Σχολεῖα, ἄλλες τόσες μέχρι νὰ πᾶμε νὰ τὰ ποῦμε (τὰ κάλαντα), ἀλλὰ καὶ νὰ πᾶμε τὸ βαθύ τὸν ὄρθρο στὴν ἐκκλησιὰ κι ὕστερα νὰ γευτοῦμε τόσα καὶ τόσα ἀγαθά…

Φτωχικὰ μπορεῖ νὰ ἦταν, ὅμως εἶχαν μιὰν ἄλλη νοστιμιὰ καὶ εὐφροσύνη, γιατὶ ἦταν ἑόρτια δῶρα, ἑτοιμασμένα μὲ κόπο καὶ καλωσύνη, εὐλάβεια καὶ φιλοτιμία. Μάλιστα, ὕστερα ἀπὸ τὴ νηστεία τοῦ Σαρανταημέρου γίνονταν ἀκόμα πιὸ εὔγευστα κι ἀλησμόνητα μέχρι σήμερα.

(Καμμιὰ φορὰ στέκομαι κι ἀναρωτιέμαι: Τὶ Χριστούγεννα νὰ κάμεις, ἄν μέχρι τὴν παραμονὴ δὲν ἀπεῖχες ἀπὸ καμμιὰ τροφή, ἐπειδὴ τὰ θεωρεῖς ὅλα φυσικὰ καὶ χωρὶς νόημα;

Ὅπως π.χ. κι ἡ ἴδια ἡ βιοτὴ ἔχει καταστεῖ -ἄν κανένας ἐξετάσει τὰ πράγματα μὲ σοβαρότητα καὶ ὑπευθυνότητα- χωρὶς κανένα νόημα, γιατὶ ἔχει γίνει μιὰ σειρὰ ἀπὸ μηχανικὲς κινήσεις, δέσμιες ἑνὸς σκουπιδογόνου πολιτισμοῦ καὶ μιᾶς ἀθεράπευτης ἀπανθρωπίας).

Ὁ Δεκέμβριος δὲν ἔχει χάσει τὸ νόημά του αἰῶνες τώρα…

Κι ἄς ἀπειλεῖται ἀπὸ πολλὰ καὶ ποικίλα, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἀλλοιώσουν τὴν ἔννοιά του καὶ τὸ περιεχόμενο ποὺ εἶναι ἕνα: «Λύτρωσιν ἀπέστειλε Κύριος τῷ λαῷ αὐτοῦ».

Γι᾿ αὐτὸ κι ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ μῆνα αὐτοῦ ψάλλεται τό: «Σπήλαιον ἑτοιμάζου…». Σὰ νὰ μᾶς λέει κι ἐμᾶς.

Μὴ καθεύδετε, κι ἑτοιμαστεῖτε.

Κι ὅπως προετοιμαζόμαστε γιὰ τὸ στολισμὸ τοῦ δέντρου, τοῦ σπιτιοῦ κ.λ.π. ἄς μὴ λησμονοῦμε ὅτι πρωτεύων λόγος εἶναι ὁ Δεκέμβριος νὰ μᾶς δωρήσει καὶ τὴν πιὸ φανταχτερὴ προετοιμασία: Τὴν ὑποδοχή Του;

Κάποτε ὡς παιδιὰ τὸ καταφέρναμε. Σήμερα ὅμως;

Ἄς τὸ ξαναψάξουμε, λοιπόν.

O ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΧΩΡΙΟΥ

 


Μαρτύρησε στο Φανάρι στις 4 Δεκεμβρίου 1601
Ο άγιος καταγόταν από την περιοχή της Ευρυτανίας, των Αγράφων τότε, από το χωριό Μπεζήλα, σήμερα ανήκει στον Νομό Καρδίτσης.
Από νεαρή ηλικία έγινε μοναχός και ιερομόναχος στην Ι. Μ. Παναγίας της Κορώνης. (Ι. Μητρόπολις Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων
Μετά τον θάνατο του Επισκόπου της περιοχής εξελέγη Επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου.
Συνέβη εκείνον τον καιρό το κίνημα του Διονυσίου του Φιλοσόφου, Επισκόπου Λαρίσης, η καταστολή του, η σύλληψη και το μαρτυρικό του τέλος . Τα γεγονότα αυτά είχαν προκαλέσει αναστάτωση στους Τούρκους. Ήταν ανάγκη όμως να κατέβει ο άγιος στο Φανάρι, κωμόπολη της επαρχίας του, να μοιράσει στους αγάδες τα συνηθισμένα πεσκέσια. Κάποιοι αγάδες τότε ,που μισούσαν τον άγιο εξαιτίας της αρετής του και της ποιμαντικής του δραστηριότητας, παρακινημένοι από τον φθονερό δαίμονα, άρπαξαν την ευκαιρία να του κάνουν κακό. Μόλις τον είδαν άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους …Και αυτός ήταν με τον Διονύσιο και πως τόλμησε να εμφανιστεί μπροστά μας όντας εχθρός μας ;
Ο άγιος άκουσε τα σχόλια, νόμισε ότι τα λένε για κάποιον άλλον και ανυποψίαστος ρώτησε για ποιόν τα λένε. Εκείνοι του απάντησαν με θυμό : Για σένα αποστάτη και επίβουλε. Τώρα που έπεσες στα χέρια μας θα τιμωρηθείς και συ , όπως σου αξίζει. Εκτός μόνο εάν θελήσεις να αφήσεις την πίστη σου και να γίνεις Τούρκος. Τότε θα σε συγχωρήσουμε και θα σε τιμήσουμε. Μόνον έτσι θα καταλάβουμε πως μετανόησες και έγινες ένα με μας.
Ο άγιος , ο οποίος ποθούσε το μαρτύριο για τον Χριστό, τα άκουσε όλα αυτά χωρίς να τα περιμένει, ως θεόσταλτη ευκαιρία . Στάθηκε με πολλή γενναιότητα και τους είπε :
Ως προς την κατηγορία που με κατηγορείτε, ξέρετε πολύ καλά ότι είμαι αθώος, όχι μόνον οι Χριστιανοί το γνωρίζουν αλλά εσείς οι Τούρκοι το γνωρίζετε καλύτερα.. Όσον αφορά δε να αφήσω την πίστη μου για να γλυτώσω τον θάνατο, δεν πρόκειται με κανένα τρόπο ν’ αφήσω τον γλυκύτατό μου Ιησού και Θεό και Πλάστη μου και μάλιστα τη στιγμή που πρόκειται να θανατωθώ αδίκως. Όσο για τις τιμές που μου λέτε, ελπίζω ν’ απολαύσω πολύ περισσότερες τιμές από τον Δεσπότη μου, τις δε δικές σας ούτε να τις ακούσω δεν καταδέχομαι.
Μόλις τ’ άκουσαν αυτά οι αγάδες, τον άρπαξαν και τον πήγαν στον πασά κατηγορώντας τον ότι ήταν κι αυτός μαζί με τον Διονύσιο και πως έπρεπε να θανατωθεί σκληρά για παραδειγματισμό.
Τότε ο πασάς κάθισε στον θρόνο του και διέταξε να φέρουν τον άγιο μπροστά του. Άρχισε με ήρεμο τρόπο να του λέει :
Σε βλέπω πως είσαι συνετός άνθρωπος και απορώ πως συνεργάστηκες μ’ εκείνον τον παλιάνθρωπο. Δεν το σκέφτηκες καλά πως επιχειρούσατε κάτι το αδύνατο και καταστροφικό για σας ; Και να, βλέπεις πως εκείνος ο κακός είχε κακό τέλος κι εσύ πιάστηκες και κινδυνεύεις να πεθάνεις με άσχημο και φρικτό θάνατο. Όμως εγώ, βλέποντας τη φρονιμάδα σου, λέω πως σαν άνθρωπος έκανες λάθος και επειδή λυπάμαι να σε θανατώσω , σε συμβουλεύω να γίνεις Τούρκος. Όχι μόνο θα σου χαρίσουμε τη ζωή αλλά θα σ’ έχουμε και σε μεγάλη υπόληψη για τη σύνεσή σου .
Ο άγιος με πολλή συντομία του απάντησε :
Το ότι ταλαιπωρούμαι αδίκως το γνωρίζεις καλύτερα από τον καθένα. Όμως την πίστη μου δεν την αρνούμαι ούτε πρόκειται να χωριστώ ποτέ από τον γλυκύτατο Δεσπότη μου και Θεό, τον Ιησού Χριστό, ακόμη κι αν με θανατώνατε με μύριους θανάτους. Είναι χαρά μου και αγαλλίασή μου. Γι’ αυτό , άρχοντα, δείρε με σφάξε με, κόψε με, κάνε ό,τι μπορείς.
Ο πασάς τότε διέταξε να τον δείρουν αλύπητα για ώρα και να του κόψουν τη μύτη και να τον ρίξουν στη φυλακή. Χωρίς καμιά φροντίδα, χωρίς τροφή και νερό.
Ο άγιος χαιρόταν στη φυλακή και ευχαριστούσε τον Θεό που τον αξίωσε να πάθει για το όνομά Του και Τον παρακαλούσε να του δώσει υπομονή μέχρι τέλους.
Την άλλη μέρα διέταξε ο πασάς να τον φέρουν πάλι μπροστά του.
Άραγε , του λέει με άμετρη έπαρση, Σεραφείμ, σωφρονίστηκες από τα χθεσινά βάσανα, κατάλαβες το συμφέρον σου, να κάνεις εκείνο που σε συμβουλεύω σαν φίλος σου ή επιμένεις στην κακή σου γνώμη ;
Ο άγιος με χαρούμενο πρόσωπο του απάντησε :
Έπρεπε, άρχοντα, να μη σου απαντήσω καθόλου. Επειδή όμως λες πως είσαι φίλος μου και με συμβουλεύεις αυτήν την κακή συμβουλή, δηλαδή να αφήσω τον Κύριό μου Ιησού Χριστό , τον Ποιητή και Πλάστη μου και να πιστέψω σε ένα άνθρωπο θνητό, αγράμματο, εχθρό και πολέμιο του Χριστού μου….
Σε αυτό το σημείο ο πασάς τον διέκοψε , δεν περίμενε να τελειώσει τον λόγο του και διέταξε να τον δείρουν , να του τεντώσουν τα χέρια και τα πόδια με τροχαλίες, να βάλουν πάνω στην κοιλιά του μια μεγάλη πέτρα και να ξεσκίζουν και να κατακόπτουν τις σάρκες του.
Οι δήμιοι αφού έκαναν όλα αυτά τον πότιζαν και νερό με στάχτη και χολή ανακατεμένο. Ο άγιος τα υπέμενε όλα χαίρων. Το πρόσωπό του ήταν τόσο λαμπρό και χαρούμενο ώστε απορούσαν και οι δήμιοι.
Τελικά, βλέποντας ο πασάς τη σταθερότητά του , διέταξε να τον θανατώσουν με ανασκολοπισμό. Τον οδήγησαν στο κέντρο της κωμόπολης και τον σούβλισαν. Έδωσε δε εντολή ο πασάς να παραμείνει το άγιο λείψανο στο παλούκι πολλές ημέρες , για σωφρονισμό των άλλων.
Παρ’ όλο που έμεινε όμως πολλές ημέρες δεν αλλοιώθηκε , όπως συμβαίνει συνήθως στα νεκρά σώματα, ούτε βρώμισε αλλά έβγαζε μια θαυμάσια ευωδία , ώστε να απορούν ακόμα και οι αλλοεθνείς .
Οι Χριστιανοί χαίρονταν και ευχαριστούσαν τον Θεό, τόσο για την ομολογία του αγίου όσο και διότι αξιώθηκαν να δουν στις μέρες τους μάρτυρα , όπως και στους παλιούς χρόνους.
Δεν τους επέτρεπαν να πάρουν το άγιο λείψανο για ταφή και το φρουρούσαν μέρα νύχτα. Έκοψαν μάλιστα την κεφαλή και την πήγαν στα Τρίκαλα για να εκτεθεί μαζί με άλλες κεφαλές κακούργων πάνω σε κοντάρια. Έστησαν τα κοντάρια με τις κεφαλές στη σειρά να βλέπουν προς την Δύση. Το πρωί το πρόσωπο του αγίου έβλεπε προς την Ανατολή. Γύρισαν το κοντάρι στη Δύση. Το πρωί ήταν στραμμένο στην Ανατολή. Αυτό γινόταν πολλές ημέρες.
Έτυχε τότε να βρίσκεται ο Ηγούμενος της Μονής Δουσίκου στα Τρίκαλα , ο οποίος έταξε σε ένα Αρβανίτη Χριστιανό πενήντα γρόσια αν κατόρθωνε να του δώσει την αγία κάρα. Πήγε μια νύχτα που είχε πάρει ο ύπνος τους φρουρούς, έβγαλε την κεφαλή από το κοντάρι, έπεσε όμως το κοντάρι, έκανε θόρυβο , ξύπνησαν οι φρουροί και άρχισαν να τον κυνηγούν. Άρπαξε τότε την αγία κάρα από τα μαλλιά, την έριξε στη ράχη του και άρχισε να τρέχει. Φθάνοντας στο γεφύρι της Σαλαμβρίας και βλέποντας να πλησιάζουν οι διώκτες, πέταξε την τιμία κεφαλή στο ποτάμι , οπότε εκείνοι σταμάτησαν την καταδίωξη και γύρισαν πίσω. Η αγία κάρα παρασύρθηκε από τα νερά και πιάστηκε πιο κάτω στο φράχτη που είχαν κάνει κάποιοι στο ποτάμι για να ψαρέψουν. Τη νύχτα οι ψαράδες έβλεπαν ένα πύρινο στύλο στη φράχτη τους. Απορημένοι , την άλλη μέρα, πλησίασαν και βρήκαν την χαριτόβρυτη κάρα του αγίου νεομάρτυρος και την παρέδωσαν στον Ηγούμενο της Μονής Δουσίκου.
 Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ἀγράφων τὸν γόνον, Φαναριοῦ τὸν πρόεδρον, καὶ Μονῆς Κορώνῃς τὸ κλέος Σεραφεὶμ εὐφημήσωμεν ἀθλήσας γὰρ λαμπρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, θαυμάτων ἐπομβρίζει δωρεᾶς καὶ λυτρούται νοσημάτων φθοροποιῶν, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.

Η ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ


 Η Αγία Βαρβάρα μαρτύρησε επί Αυτοκράτορα Μαξιμιανού. Η μνήμη της τιμάται στις 4 Δεκεμβρίου από την Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία καθώς και το Πυροβολικό πολλών χωρών ανεξαρτήτως θρησκείας.
Η Αγία Βαρβάρα ήταν μονογενής θυγατέρα του πλούσιου Έλληνα ειδωλολάτρη Διόσκουρου, Σατράπη της Νικομήδειας. Παρόλο που το περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε , το αποτελούσαν φανατικοί ειδωλολάτρες, η Αγία φωτίσθηκε από την αλήθεια του Θείου Λόγου και νέα ακόμα ασπάσθηκε το Χριστιανισμό.
Αυτό προκάλεσε την οργή του πατέρα της που μεταχειρίσθηκε κάθε μέσο, ακόμα και βασανισμούς για να την μεταπείσει. Όταν όμως βρέθηκε εμπρός στην υπερήφανη και σταθερή στάση της την παρέδωσε στο διοικητή της επαρχίας , για να την τιμωρήσει. Ο Έπαρχος εντυπωσιάσθηκε από την έξοχη ομορφιά της νέας και προσπάθησε να την επαναφέρει στην ειδωλολατρία. Εμπρός όμως στην αμετάκλητη απόφαση της να μην απαρνηθεί το Χριστό, την υπέβαλλε σε φρικτά μαρτύρια, γι’ αυτό και ονομάσθηκε Μεγαλομάρτυρας.
Τελικά αποκεφαλίσθηκε με το ξίφος του ιδίου του πατέρα της, “ταίς πατρικαίς χερσί τω πατρικώ ξίφει την τελειώσιν δέχεται», όπως λέει ο βιογράφος της Συμεών. Και κατά την παράδοση, καθώς απομακρύνονταν από την σφαγή της θυγατέρας του , η Θεία Δίκη , με μορφή κεραυνού, κατέκαψε το δήμιο –πατέρα.
Τον τιμωρό αυτό κεραυνό συμβολίζουν τα πυρά του και το 1829 καθιερώθηκε ως προστάτιδα του Ελληνικού Πυροβολικού και στις 4 Δεκεμβρίου του ιδίου χρόνου γιορτάσθηκε το γεγονός στο στρατόπεδο του μόλις συγκροτιθέντος πρώτου “Τάγματος Πυροβολητών», όπως ονομάζονταν τότε, οπότε και προσφέρθηκαν στους επισκέπτες οι από τότε πατροπαράδοτοι λουκουμάδες με κονιάκ.
Η Διεύθυνση Πυροβολικού για να τιμήσει τη Προστάτιδα του Όπλου Αγία Βαρβάρα εξέδωσε (1999) αναμνηστικό μετάλλιο με την ευκαιρία των 170 ετών από της καθιέρωσης της ως προστάτιδος το 1829.Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’.
Βαρβάραν τὴν Ἁγίαν τιμήσωμεν· ἐχθροῦ γὰρ τὰς παγίδας συνέτριψε, καὶ ὡς στρουθίον ἐῤῥύσθη ἐξ αὐτῶν, βοηθείᾳ καὶ ὅπλῳ τοῦ Σταυροῦ ἡ πάνσεμνος.Διαβάστε επίσης: Θρακιώτικη Βαρβάρα… 4 Δεκέμβρη οι «σουπιερίτσες» αχνίζουν…

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2024

Ομιλία: "Ποιόν Χριστό περιμένουμε τα Χριστούγεννα;" (π. Χρήστος Μήτσιος)


 

Π. Ανανίας Κουστένης: «Μα ποιος με κρατά…;»

 

Εμείς οι παπάδες και οι Χριστιανοί και οι υπόλοιποι, πολλές φορές κοιμόμαστε. Και δεν κάνομε τίποτα.

Και βαριόμαστε. Και φωνάζομε. Και μαλώνομε. Και σκανδαλίζομε το λαό, κάποτε. Και τον δυσκολεύομε. Κι όχι μόνο δεν μπαίνομε εμείς στη Βασιλεία, αλλά εμποδίζομε κι αυτόν να μπει, όπως είπε ο Ιησούς Χριστός για τους Γραμματείς και Φαρισαίους.

Κι όμως ο Κύριος δεν μας αφήνει. Το βλέπομε. Έρχονται στιγμές και ώρες στη ζωή μας, που όλα μας απελπίζουν. Που βαραίνουμε. Φτάνουμε σε αδιέξοδο. Δεν ξέρομε τι να κάνομε. Νομίζομε πως κανείς δεν μας θέλει. Κανένας δεν μας αγαπά. Κανένας δεν μας καταλαβαίνει. Κανένας δεν μας φροντίζει. Και πολλές φορές είναι αλήθεια αυτό. Υπάρχει κι η φαντασία, βέβαια. Λοιπόν. Κι ο πειρασμός. Τότε, και κανένα να μην έχομε, έχομε τον Κύριο. Αρκεί! Αρκεί, να πιάσουμε κουβέντα!

Τόσοι μας παραμυθιάζουν σήμερα. Πάνε να μας βγάλουν το ψέμα αλήθεια και την αλήθεια ψέμα, μ’ όλα τα μέσα, μ’ όλους τους τρόπους. Λοιπόν, ας αρχίσουμε κι εμείς να παραμυθιαζόμαστε με τον Χριστό μας. Ας Του πούμε ό,τι έχομε. Ας Τον βρίσομε, ας Τον μαλώσομε. Αλλοίμονο! Δεν Τον βρίσαμε; Δεν Τον Σταυρώσαμε, κι Εκείνος παρακαλούσε απ’ τον Σταυρό, «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τί ποιούσι;» Μα στον δικό μας άνθρωπο θα φερθούμε άνετα. Μας δίνει ο Χριστός αυτή την άνεση. Ο Χριστός είναι μιά αγκαλιά. Πεντάκαλη. Στοργικότατη. Ανετότατη. Ευφραντικότατη. Τρυφερότατη. Είναι η αγκαλιά του Χριστού μας!

Κι έχω πει, κάποτε, ένας δυσκολεμένος βρέθηκε μπροστά στην εικόνα του Χριστού. Και Τον έβρισε. Του τά ‘πε για τα καλά. Κι όταν έκανε να φύγει, πίσω του ένας τον αγκάλιασε, τόσο στοργικά, τόσο γλυκά, τόσο όμορφα, που έφυγε όλο το βάρος. Όλη η κακία. Όλα τα αρνητικά. Και παραδόθηκε σ’ αυτή την αγκάλη. Ξεχάστηκε. Συνήλθε. Και λέει: «Μά ποιός με κρατά; Ποιός είσαι;» «Εγώ», λέει, «είμαι αυτός που ήλθες στην εικόνα. Ο Κύριος!» Έμεινε ο άνθρωπος. «Τόσο καλός είσαι, βρέ Χριστέ μου;» του λέει. «Κι εγώ σε πίστευα σκληρό!» -όπως το λέν’ οι παπάδες κι οι θεολόγοι, πολλές φορές, κι οι Χριστιανοί.- «Τόσο καλός είσαι; Κρίμα, και έχασα τόσον καιρό. Συγχώρα με που Σε έβρισα. Και μη μ’ αφήνεις πάλι.»

Αυτός είν’ ο Κύριος! Η χρηστότητα, η καλοσύνη, η αγάπη. Η στοργή. Τζάμπα Τον χάνομε. Δεν Τον ξέρομε. Δεν Τον ξέρομε! Λίγο να Τον καταλάβομε, λίγο να Τον αισθανθούμε, λειώνει η ψυχή μας σαν κερί και Του παραδίνεται. Πέφτει στο φιλότιμο. Και τί κάνει η ψυχή μας; Αγαπάει, συγχωράει, υπομένει, ευλογεί. Βέβαια!

Γιατί δε χαμογελάς;

 

Γιατί δε χαμογελάς;

Δε πα να έχεις ξυπνήσει από τις 5 το πρωί; Να έχεις ετοιμάσει πρωινά, πλυσίματα, ντυσίματα, τσάντες, ρούχα, κολατσιά… Να τους μοιράσεις στα σχολεία, να ετοιμαστείς και εσύ να φύγεις για δουλειά και να νιώθεις ότι έχεις κουραστεί πριν ξεκινήσει η μέρα;

Γιατί δε χαμογελάς;

Να έχεις ένα κεφάλι καζάνι όλη μέρα στη δουλειά. Μαλώματα, φωνές, ημερομηνίες, προθεσμίες… Καφές και τσιγάρο για λίγο στα κλεφτά και μετά ξανά το κεφάλι μέσα… Έχε χάρη που είναι το πετρέλαιο και τα τέλη και οι δόσεις και τα σχολικά, αλλιώς θα είχες φύγει χθες… Εργασία που κατάντησε δουλεία…

Γιατί δε χαμογελάς;

Και να σχολάς και μετά τρέξιμο ξανά, με παγουρίνα και μπιμπερό στη τσάντα, να μοιράζεις παιδιά εδώ και εκεί σε δραστηριότητες προσπαθώντας να βρεις ένα τέταρτο με ‘’αλάρμ’’ για να ψωνίσεις για να μαγειρέψεις…

Γιατί δε χαμογελάς;

Και μπάνια και πιτζάμες και χτενίσματα και βραδινά για όλους και δόντια και ιστορίες για καληνύχτα. Και μετά, ξεκινάει άλλος αγώνας πάλι… Με τηγάνια και κατσαρόλες και ρούχα και πλυντήρια και σίδερο και σκούπισμα και άπλωμα και ό,τι άλλο έχει μείνει…

Και μόλις τα έχεις τελειώσει όλα αυτά, να κάθεσαι πτώμα πια στον καναπέ, να ανοίγει πόρτα, να σε βλέπει ο άλλος -τσακισμένος και αυτός- και να σε πιάνει αμέσως από τα μούτρα και να σε ρωτάει:

‘’Γιατί δε χαμογελάς;’’

Τι να του εξηγήσεις τώρα…

Ψυχολόγος Ελευθεριάδης Ελευθέριος

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΓΓΕΛΗΣ




Τη μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος Αγγελή, του γιατρού, από το Άργος τιμά σήμερα, 3 Δεκεμβρίου, η Εκκλησία μας. Ο Άγιος Αγγελής ο Νεομάρτυρας μαρτύρησε στη Χίο. Η καταγωγή του ήταν από το Άργος της Πελοποννήσου και ζούσε στο Κουσάντασι (Έφεσο) της Μικράς Ασίας. Εργαζόταν ως πρακτικός γιατρός. Ήταν άνθρωπος ήσυχος, ευλαβής, φιλακόλουθος και ελεήμων.
Κάποια μέρα σε μια συνάντηση έτυχε να βρίσκεται ένας Γάλλος άθεος, ο οποίος χλεύαζε τη χριστιανική πίστη.
Ο Αγγελής με παρρησία αντέκρουσε τα επιχειρήματα του Φράγκου. Του πρότεινε μάλιστα να μονομαχήσουν, εκείνος πάνοπλος και ο άγιος μόνο με ένα ξύλο, πιστεύοντας πως θα τον νικήσει με τη δύναμη της πίστης. Ο Γάλλος δέχτηκε. Έκαναν μάλιστα και έγγραφη συμφωνία στην πρεσβεία. Ο Αγγελής έτρεξε στον πνευματικό του, εξομολογήθηκε και ζήτησε την ευχή του. Ο πνευματικός πάσχισε να τον αποτρέψει, αλλά ο Αγγελής επέμενε. Έτσι, ο ιερέας του έδωσε τελικά ευλογία.
Ο Αγγελής έμεινε άγρυπνος όλη τη νύχτα προσευχόμενος και ζητώντας από το Θεό να τον ενισχύσει εναντίον του βλάσφημου Γάλλου. Μ’ αυτό τον τρόπο προετοιμάστηκε πνευματικά για τη μονομαχία. Όμως, ο Θεός δεν επέτρεψε να γίνει τελικά ανθρωποκτονία. Αφού κοινώνησε ο Αγγελής των αχράντων Μυστηρίων, εμφανίστηκε μπροστά στο Γάλλο. Τότε τρόμος και δειλία κυρίευσε τον Φράγκο και μπροστά σε όλους εγκατέλειψε καταντροπιασμένος τη μονομαχία. Έτσι, νικητής ανακηρύχθηκε ο Άγιος.
Μετά το γεγονός αυτό, ο Αγγελής κλείστηκε στον εαυτό του. Έμενε διαρκώς στο σπίτι του. Μόνο δύο φίλοι του τον επισκέπτονταν, του έφερναν τροφή και προσπαθούσαν να του διώξουν τη μελαγχολία και την υποχονδρία, όπως νόμιζαν. Αυτός όμως, τους έλεγε να μην κοπιάζουν μάταια, διότι είχε αποφασίσει να μαρτυρήσει για το Χριστό. Νυχθημερόν φανταζόταν τα στίγματα του Χριστού στο σώμα του. Τον κατέτρωγε δυστυχώς η υπερηφάνεια, ότι τάχα νίκησε τον αντίπαλο λόγω της μεγάλης πίστης του. Βρίσκοντας τότε ευκαιρία ο ανθρωποκτόνος διάβολος, του υπέβαλε την ιδέα να τουρκέψει για να μαρτυρήσει στη συνέχεια.
Έτσι, το Σάββατο του Λαζάρου του έτους 1813 μ.Χ., πήγε στους Τούρκους ζητώντας να γίνει μουσουλμάνος. Οι Τούρκοι αρχικά τον έδιωχναν με βρισιές, ύστερα όμως, μπροστά στην επιμονή του, τον δέχθηκαν. Αμέσως μετά την εξώμοσή του, άρχισε να κάνει διάφορες παράλογες πράξεις, ώστε να τον οδηγήσουν στο δικαστήριο, να ομολογήσει τον Χριστό και να μαρτυρήσει. Όμως, δεν έγινε έτσι, αλλά τον έδιωξαν ως τρελό και τον έστειλαν στη Χίο.
Στη Χίο συνέχισε την παράξενη συμπεριφορά. Σε κάθε εκκλησία που συναντούσε έμπαινε μέσα και με λυγμούς έκανε μετάνοιες, χτυπούσε αλύπητα το κεφάλι του στο δάπεδο, τόσο που ο χτύπος ακουγόταν μακριά και ύστερα ασπαζόταν με πολλή ευλάβεια τις εικόνες.
Συμμετείχε στις ακολουθίες λέγοντας τόσο κατανυκτικές προσευχές στον Χριστό, την Παναγία και τους αγίους, ώστε όλοι θαύμαζαν, πώς είχε προσαρμόσει τόσο ωραία και είχε αποστηθίσει όλες εκείνες τις ευχές, οι οποίες προκαλούσαν στους υπολοίπους δάκρυα και συμπάθεια προς τον μάρτυρα. Άλλοτε πάλι, έδινε λειτουργίες στους ιερείς και ελεημοσύνες στους φτωχούς, ώστε να δέονται στο Θεό γι’ αυτόν. Στους Χριστιανούς έλεγε, να προσεύχονται στο Θεό, για να φέρει εις πέρας τον αγώνα του. Αν τον επαινούσαν για την επιθυμία του αυτή, αγρίευε, έβριζε και γινόταν απειλητικός. Προκαλούσε και με άλλους τρόπους τους Τούρκους, για να τους ερεθίσει, ώστε να καταφέρει το σκοπό του.
Κάποτε, ενώ ήταν περίοδος ραμαζανιού, κάθισε κάτω από ένα τούρκικο σπίτι, έπινε νερό και κάπνιζε. Κατέβηκε λοιπόν κάτω ο σπιτονοικοκύρης και έδειρε τον Αγγελή. Άλλοτε πάλι, ενώ ήταν ραμαζάνι, κάθισε μπροστά στην πόρτα του δικαστηρίου, άπλωσε το μαντήλι του, έτρωγε και έπινε κρασί. Κανείς όμως, δεν ασχολήθηκε μαζί του.
Συχνά πήγαινε στον τάφο του αγίου Μακαρίου Νοταρά, καθοδηγητή πολλών νεομαρτύρων και προσευχόταν με δάκρυα αγκαλιάζοντας το μνημείο, ώστε με τις πρεσβείες του αγίου, να αξιωθεί να μαρτυρήσει. Άλλοτε πήγαινε σε ένα εξωκλήσι, όπου συναντιόταν με έναν πνευματικό. Προσευχόταν με πολλή κατάνυξη και συντριβή, μένοντας για πολλή ώρα εκστατικός, λες και αρπαζόταν ο νους του σε θεία θεωρία. Όμως, δεν αποκάλυπτε τις πνευματικές του εμπειρίες αλλά προσποιούταν το σαλό.
Έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει ότι ξεγελάστηκε από τον δόλιο δαίμονα, αναγνώρισε την ανθρώπινη αδυναμία του και μετενόησε ειλικρινώς αναθέτοντας όλη του την ελπίδα στον Θεό τότε λοιπόν, ο Θεός τον αξίωσε για εκείνο, που τόσο σφοδρά επιθυμούσε.
Αφού παρέμεινε έξι μήνες στη Χίο, προετοιμαζόμενος πνευματικά, με συντετριμμένη πλέον καρδιά εισήλθε στο στάδιο του μαρτυρίου. Μια μέρα ξυρίζει τα γένια του και πηγαίνει στο τελωνείο. Μόλις τον είδαν οι Τούρκοι απορημένοι τον ρώτησαν γιατί ξύρισε τα γένια του. Εκείνος τους απάντησε, πως όσο ήταν Τούρκος τα άφηνε, επειδή οι Τούρκοι τα έχουν περί πολλού. Τώρα όμως που ξαναέγινε Χριστιανός, τα έκοψε ως περιττά και άχρηστα, επειδή εδώ οι Χριστιανοί συνήθιζαν να ξυρίζονται.
Προσπάθησαν να τον συνετίσουν. Βλέποντας όμως ότι δε γίνεται τίποτα, τον έκλεισαν σιδηροδέσμιο στο κάστρο. Όλη τη νύχτα τον βασάνιζαν. Την άλλη μέρα τον οδήγησαν στον διοικητή του νησιού, όπου είχαν συγκεντρωθεί και οι αγάδες. Επεχείρησαν με υποσχέσεις και απειλές να τον μεταπείσουν. Θέλησαν να τον ανεβάσουν βιαίως στο τζαμί σέρνοντάς τον και χτυπώντας τον άσπλαχνα. Όμως, ο μάρτυρας φώναζε πως ήταν καλύτερα γι’ αυτόν να τον θανατώσουν εκείνη τη στιγμή, παρά να ανέβει στο Τζαμί, διότι ήταν πλέον και πάλι Χριστιανός.
Επειδή ο Αγγελής έμενε σταθερός στο Χριστό, τον έκλεισαν και πάλι στη σκοτεινή φυλακή με τα πόδια στο τουμπρούκι. Την άλλη μέρα, 3 Δεκεμβρίου του 1813 μ.Χ. μη καταφέρνοντας να του αλλάξουν γνώμη, τον οδήγησαν στη θέση Βουνάκι, όπου τον απεκεφάλισαν.
Το μαρτυρικό του λείψανο τρία μερόνυχτα έμεινε στον τόπο της εκτέλεσης. Οι Χριστιανοί προσπαθούσαν να πάρουν κάτι από τα ενδύματα του μάρτυρα ή από το αίμα του, δίνοντας χρήματα στους φρουρούς. Ένας Χριστιανός πρότεινε χιλιάδες γρόσια να πάρει το άγιο λείψανο για ταφή, αλλά οι Τούρκοι δε δέχτηκαν. Επειδή κάποιος ιερέας άρπαξε την τιμία κάρα του αγίου και την καταφιλούσε μπροστά στους Τούρκους, σκλήρυναν τη στάση τους και σήκωσαν το άγιο λείψανο μαζί με την κεφαλή και το χώμα, που είχε βραχεί από το αίμα και τα έριξαν στο πέλαγος σε 25 οργυιές βάθος. Τη νύχτα προσπάθησαν κάποιοι φιλομάρτυρες Χριστιανοί να τα βγάλουν αλλά δεν το κατόρθωσαν.
Απολυτίκιο:
Ήχος α’. Χορός αγγελικός.
Χορός αγγελικός Αγγελή Νεομάρτυς, και δήμος Αθλητών, επεκρότησαν άνω, την σην υπέρ της πίστεως, καρτερίαν και ένστασιν, και το πνεύμα σου μετ` ευφροσύνης λαβόντες, ανεβίβασαν, εις ουρανού μετά δόξης, Χριστώ τω Θεώ ημών.

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2024

Πως θα προετοιμασθούμε για τα Χριστούγεννα - Ομιλία του π.Εφραίμ Παναούση


 

Άγιος Πορφύριος: «Να το φωνάζεις μωρέ και να το λέγεις ότι ο Χριστός είναι το παν! Ο Χριστός θα τακτοποιήσει τα πάντα!»

 

Θυμάμαι κάποτε που μου είπε το εξής:

«Δεν θα λέγεις «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με..!

Θα λέγεις «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν μας…!» για να φωτισθούμε όλοι, διότι όλοι έχουμε ανάγκη. Και να το φωνάζεις μωρέ και να το λέγεις ότι ο Χριστός είναι το παν! Ο Χριστός θα τακτοποιήσει τα πάντα! Πολλές φορές έχουν ξεκινήσει, επειδή θέλουν να ρίξουν την Ορθοδοξία και την Ελλάδα, αλλά ο Χριστός μας δεν τους αφήνει και δεν θα τους αφήσει. Μόνο η ελπίδα μας να μη χαθεί και να λέγεις στους ανθρώπους ότι ο Χριστός είναι το παν! Όλα τα καλά είναι στο Χριστό. Να ελπίζουμε, να ελπίζουμε, να ελπίζουμε…! Ο Χριστός είναι για όλους. Μας αγαπά όλους. Σταυρώθηκε για όλους μας και δεν θα μας αφήσει ότι και αν γίνει. Τόοοσο μεγάλη είναι η αγάπη Του! Γι’ αυτό είναι πάντοτε δίπλα μας, είναι στον καθένα μας…, για να βρει ευκαιρία να μας αρπάξει, να μας σώσει…!».

Το γλυκό του στόμα τα έλεγε αυτά.

– Θα έρθουν πολύ δύσκολες ημέρες, ιδιαίτερα όταν θα αρχίσουν να μετακινούνται οι λαοί. Ο κόσμος δεν θα μπορέσει να αντέξει. Η Ελλάδα θα είναι μια από τις χώρες που θα σηκώσει το πιο πολύ βάρος. Θα πέσουν όλοι επάνω μας…! Πρέπει να κρατηθούμε ενωμένοι, να κάνουμε προσευχή και να μη φοβόμαστε.

Ο Θεός θα τα φροντίσει όλα. Εμείς να προσευχόμαστε μέρα-νύχτα, να είμαστε ενωμένοι και ο Θεός έχει τη μέριμνά του για εμάς.

Άγιος Παΐσιος: Η αληθινή αγάπη πληροφορεί χωρίς εξωτερικές εκδηλώσεις

 


Γέροντα, πώς θα δείξω αγάπη; Να δείξω αγάπη; Δεν το καταλαβαίνω. Αυτό είναι κάτι ψεύτικο, υποκριτικό. Να υπάρχη η αγάπη μέσα μας και να μας προδώση, ναι.

Η αληθινή αγάπη πληροφορεί τον άλλον χωρίς εξωτερικές εκδηλώσεις. Αγάπη είναι να ακούσης με πόνο την στενοχώρια του άλλου. Αγάπη είναι κι ένα βλέμμα πονεμένο κι ένας λόγος που θα πης με πόνο στον άλλον, όταν αντιμετωπίζη κάποια δυσκολία. Αγάπη είναι να συμμερισθής την λύπη του, να τον αναπαύσης στην δυσκολία του. Αγάπη είναι να σηκώσης έναν βαρύ λόγο που θα σου πη. Όλα αυτά βοηθούν περισσότερο από τα πολλά λόγια και τις εξωτερικές εκδηλώσεις.

Όταν πονάς εσωτερικά για τον άλλον, ο Θεός τον πληροφορεί για την αγάπη σου και την καταλαβαίνει χωρίς εξωτερικές εκδηλώσεις. Όπως και όταν δεν εκδηλώνεται η κακία μας, αλλά είναι εσωτερική, πάλι ο άλλος την καταλαβαίνει. Βλέπεις, και ο διάβολος, όταν παρουσιάζεται ως «άγγελος φωτός», φέρνει ταραχή, ενώ ο Άγγελος ο πραγματικός φέρνει μια απαλή ανέκφραστη αγαλλίαση.

– Τι είναι αυτό, Γέροντα, που με εμποδίζει να πληροφορούμαι την αγάπη των άλλων;

– Μήπως δεν έχεις καλλιεργήσει την αγάπη; Όποιος αγαπάει, πληροφορείται για την αγάπη του άλλου, αλλά και πληροφορεί τον άλλον για την αγάπη του.

Καταλαβαίνει ο άλλος αν υποκρίνεσαι ή αν τον αγαπάς πραγματικά, γιατί πάει σαν τηλεγράφημα η αγάπη. Αν κάνουμε λ.χ. μια επίσκεψη σ’ ένα ορφανοτροφείο, τα παιδιά αμέσως θα καταλάβουν με τι διάθεση πήγαμε. Είχαν έρθει μια φορά στο Καλύβι να ζητήσουν τη γνώμη μου κάποιοι που ήθελαν να κάνουν ένα ίδρυμα για εγκαταλελειμμένα παιδιά. «Το κυριώτερο από όλα, τους είπα, είναι να πονέσετε τα παιδιά αυτά σαν παιδιά σας και ακόμη περισσότερο. Αυτό είναι που θα πληροφορήση τα παιδιά για την αγάπη σας. Αν δεν τα πονάτε, μην ξεκινάτε να κάνετε τίποτε». Τότε ένας γιατρός, πολύ ευλαβής, είπε: «Έχεις δίκαιο, Πάτερ. Κάποτε μια συντροφιά είχαμε επισκεφθή για πρώτη φορά ένα ορφανοτροφείο και τα παιδιά κατάλαβαν την διάθεση του καθενός. “Ο κύριος τάδε, είπαν, είναι περαστικός∙ ο κύριος τάδε ήρθε να περάση την ώρα του μαζί μας∙ ο κύριος τάδε μας αγαπάει πραγματικά”». Βλέπετε πώς πληροφορεί η αγάπη.

Η είσοδος του Θεού στην ανθρώπινη καρδιά γίνεται με δύο τρόπους..

 

«Η είσοδος του Θεού στην ανθρώπινη καρδιά γίνεται με δύο τρόπους. Ή μ’ ένα απ’ ευθείας φωτισμό, ειρηνικά… 

Ή με τη συνοδεία γεγονότων συγκλονιστικών, που είναι ένα σκληρό μάθημα θεογνωσίας.

Μέ τον δεύτερο τρόπο, όχι σπάνιο, κατακτώνται οι πολλοί. Είναι, τότε, όχι απλή είσοδος, αλλά μοιάζει μάλλον με επιδρομή φοβερή.

Η οικονομία των γύρω μας γεγονότων προκαλεί στην ψυχή μιά βίαιη ανάνηψη. Πρίν από την καταιγίδα, η ατμόσφαιρα είναι θολή. Μετά λάμπει ολόφρεσκη.

Συνήθως οι άνθρωποι που πήραν αυτό το σφοδρό μάθημα θεογνωσίας, βλέπουν καθαρώτερα τις υπερφυσικές αλήθειες στην κατόπιν ζωή τους. Γίνονται δυνατοί αγωνιστές στον στίβο των αρετών.

Η βάναυσή τους μεταχείρηση εκ μέρους του Θεού, κατά το χρόνο της μετάνοιάς τους, είναι σαν μιά γερή προπόνηση, με δοξασμένες προοπτικές…

Τούς εξασφαλίζει ζήλο πύρινο, στο έπακρο φιλότιμες προσπάθειες, άπληστη όρεξη των άνω επάθλων. Μ’αυτές τις ορμητικές εισόδους του, ο Κύριος φαίνεται απειλητικός στην αγαπημένη του ψυχή.

Είναι σαν να της λέει: 

«Ή σωζεσαι ή χάνεσαι. Διάλεξε αμέσως, γιατί δεν έχεις καιρό».

Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης: Ο Θεός πάει να «πιαστεί» από το τίποτα, για να σώσει μία ψυχή..

 


Ο Θεός πάει να «πιαστεί» από το τίποτα, για να σώσει μία ψυχή. Άνθρωπος που έχει προαίρεση να σωθεί, το έλεος του Θεού θα τον κυνηγήσει.

Μέχρι την τελευταία στιγμή θα τον κυνηγάει το έλεος του Θεού, γιατί ο Θεός με τον φακό που έχει, βρίσκει μέσα στην καρδιά του χριστιανού μόρια προαιρέσεως σωτηρίας. Θα τα εκμεταλλευτεί αυτά τα μόρια και θα του δώσει την δύναμη, έστω και την τελευταία στιγμή να σωθεί.

Αυτό το έχω διαπιστώσει ως εξομολόγος. Μου έτυχε να παρευρεθώ επάνω στο κρεβάτι του ετοιμοθάνατου και την τελευταία ώρα, που έβγαινε η ψυχή, να δω αυτήν την μεγάλη σωτηρία της ενδεκάτης ώρας. Επομένως με την Χάρη του Θεού δεν απελπίζομαι για οποιοδήποτε χριστιανό ορθόδοξο, ότι κάποια μέρα θα τον συλλάβει η «μέγγαινα» του Θεού και θα τον σώσει, αρκεί μόνο να θέλει να σωθεί, αδιάφορο το ποσό είναι φορτωμένος από αμαρτίες.

Βλέπετε παιδιά πόσο η αγαθότητα του Θεού προσπαθεί με την παραμικρή αιτία να σώσει τον άνθρωπο; Όπως είπε κι ο προφήτης: «Οὐ θελήσει θέλω τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτὸν». Γι’αυτό μακροθυμεί ο καλός Θεός και μας περιμένει έως ότου μετανοήσουμε, για να σωθούμε».

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ

 


Τη μνήμη του Οσίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου τιμά σήμερα, 2 Δεκεμβρίου, η Εκκλησία μας. Ο όσιος Γέρων Πορφύριος, κατά κόσμον Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης, γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1906 μ.Χ., στην Εύβοια, στο χωριό Άγιος Ιωάννης της επαρχίας Καρυστίας.
Οι γονείς του, Λεωνίδας Μπαϊρακτάρης και Ελένη, το γένος Αντωνίου Λάμπρου, ήταν ευσεβείς και φιλόθεοι άνθρωποι. Ο πατέρας του, μάλιστα, ήταν ψάλτης στο χωριό και είχε γνωρίσει προσωπικά τον Άγιο Νεκτάριο. Η οικογένειά του ήταν πολυμελής και οι γονείς, φτωχοί γεωργοί, δυσκολεύονταν να τη συντηρήσουν. Γι’ αυτό ο πατέρας υποχρεώθηκε να φύγει στην Αμερική, όπου δούλεψε στην κατασκευή της διώρυγας του Παναμά.
Ο μικρός Ευάγγελος ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Φύλαγε πρόβατα στο βουνό και είχε παρακολουθήσει μόνο την πρώτη τάξη του δημοτικού, όταν αναγκάστηκε και αυτός λόγω της μεγάλης φτώχειας να πάει στη Χαλκίδα για να δουλέψει. Ήταν μόλις επτά χρονών. Εργάστηκε δύο τρία χρόνια σ ἕνα κατάστημα. Μετά πήγε στον Πειραιά, όπου δούλεψε δύο χρόνια στο παντοπωλείο ενός συγγενούς.
Στα δώδεκά του χρόνια έφυγε κρυφά για το Άγιον Όρος, με τον πόθο να μιμηθεί τον Άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη, τον οποίο είχε ιδιαίτερα αγαπήσει, όταν παλαιότερα είχε διαβάσει το βίο του. Η χάρις του Θεού τον οδήγησε στην καλύβη του Αγίου Γεωργίου Καυσοκαλυβίων και στην υποταγή δύο Γερόντων, του Παντελεήμονος, ο οποίος ήταν και πνευματικός, και του Ιωαννικίου, αδελφών κατά σάρκα. Αφοσιώθηκε στους δύο Γέροντες, που κατά κοινή ομολογία ήταν ιδιαίτερα αυστηροί, με μεγάλη αγάπη και με πνεύμα απόλυτης υπακοής.
Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών και πήρε το όνομα Νικήτας. Μετά από δύο χρόνια έγινε μεγαλόσχημος. Λίγο αργότερα ο Θεός του δώρισε το διορατικό χάρισμα.
Στα δεκαεννέα του χρόνια ο Γέροντας αρρώστησε πολύ σοβαρά, γεγονός που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει οριστικά το Άγιον Όρος. Επέστρεψε τότε στην Εύβοια, όπου εγκαταβίωσε στη Μονή του Αγίου Χαραλάμπους Λευκών. Ένα χρόνο αργότερα, το έτος 1926 μ.Χ., σε ηλικία είκοσι ετών, χειροτονήθηκε ιερέας στον Άγιο Χαράλαμπο Κύμης από τον Πορφύριο Γ’ , Αρχιεπίσκοπο Σινά, ο οποίος του έδωσε το όνομα Πορφύριος. Στα είκοσι δύο του έγινε πνευματικός-εξομολόγος και λίγο αργότερα αρχιμανδρίτης. Για ένα διάστημα εργάστηκε ως εφημέριος στους Τσακαίους, χωριό της Εύβοιας.
Στην Εύβοια, στην Ιερά Μονή Αγίου Χαραλάμπους, έζησε δώδεκα χρόνια, διακονώντας τους ανθρώπους ως πνευματικός και εξολόγος, και τρία χρόνια στην Άνω Βάθεια, στην εγκαταλελειμμένη Μονή του Αγίου Νικολάου.
Το 1940 μ.Χ., παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γέροντας Πορφύριος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ανέλαβε καθήκοντα εφημερίου και πνευματικού στην Πολυκλινική Αθηνών. Όπως ο ίδιος έλεγε, έζησε εκεί τριάντα τρία χρόνια σαν μία μέρα, ασκώντας ακαταπόνητα το πνευματικό έργο και ανακουφίζοντας τον πόνο και την ασθένεια των ανθρώπων.
Από το 1955 μ.Χ. είχε εγκατασταθεί στα Καλλίσια, όπου είχε μισθώσει από την Ιερά Μονή Πεντέλης το εκεί ευρισκόμενο μονύδριο του Αγίου Νικολάου με την αγροτική περιοχή που το περιέβαλλε, την οποία καλλιεργούσε με μεγάλη επιμέλεια. Εδώ, παράλληλα εξασκούσε το πλούσιο πνευματικό του έργο.
Το καλοκαίρι του 1979 μ.Χ., εγκαταστάθηκε στο Μήλεσι με το όνειρο να χτίσει μοναστήρι. Εκεί ζούσε στην αρχή σε ένα τροχόσπιτο κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες και μετά σε ένα απέριττο κελλάκι από τσιμεντόλιθους, όπου και υπέμενε αγόγγυστα τις πολλές δοκιμασίες της υγείας του. Το 1984 μ.Χ. μεταφέρθηκε σε κτίσμα του υπό ανέγερση μοναστηριού, για την ολοκλήρωση του οποίου ο Γέροντας, παρόλο που ήταν πολύ άρρωστος και τυφλός, εργαζόταν ακατάπαυστα και ακαταπόνητα. Με τη θεμελίωση του Καθολικού της Μονής Μεταμορφώσεως, στις 26 Φεβρουαρίου 1990 μ.Χ., αξιώθηκε να δει το όνειρό του να γίνεται πραγματικότητα.
Τα τελευταία χρόνια της επίγειας ζωής του άρχισε να προετοιμάζεται για την κοίμησή του. Επιθυμούσε να αποσυρθεί στο Άγιον Όρος, στα αγαπημένα του Καυσοκαλύβια, όπου μυστικά και αθόρυβα, όπως έζησε, θα έδιδε την ψυχή του στο Νυμφίο της. Πολλές φορές τον άκουσαν να λέει: «Επιδιώκω και τώρα που εγήρασα να πάω και να πεθάνω εκεί πάνω».
Πράγματι, τον Ιούνιο του 1991 μ.Χ., προαισθανόμενος το τέλος του, και μη θέλοντας να κηδευθεί με τιμές, αναχώρησε για το καλύβι του Αγίου Γεωργίου στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου είχε καρεί μοναχός πριν από περίπου 70 χρόνια και στις 4:31΄ το πρωί της 2ας Δεκεμβρίου 1991 μ.Χ. παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο, που τόσο αγάπησε στη ζωή του.
Τα τελευταία λόγια που ακούστηκαν από το στόμα του ήταν από την αρχιερατική προσευχή του Κυρίου, αυτά που τόσο αγαπούσε και πολύ συχνά επαναλάμβανε: «ίνα ώσιν έν».
Στην αγιοκατάταξη του Γέροντος Πορφυρίου προχώρησε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά την συνεδρίαση της 27ης Νοεμβρίου 2013 μ.Χ., υπό τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.
Απολυτίκιο:
Της Ευβοίας τον γόνον, Πανελλήνων τον Γέροντα, της Θεολογίας τον μύστην και Χριστού φίλον γνήσιον, Πορφύριον τιμήσωμεν, πιστοί, τον πλήρη χαρισμάτων εκ παιδός. Δαιμονώντας γαρ λυτρούται, και ασθενείς ιάται πίστει κράζοντας• δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε αγιάσαντι, δόξα τω ενεργούντι διά σού πάσιν ιάματα.

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

(+) ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΙΣΑΝΙΟΥ ΚΑΙ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ ΠΑΥΛΟΣ:ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


 

ΤΟ ΜΟΛΥΒΙ ΚΑΙ Η ΓΟΜΑ


Ρώτησε το μολύβι η γόμα:
 - Πώς είσαι φίλε μου;
Το μολύβι απάντησε θυμωμένα:
 – Δεν είμαι φίλος σου, σε μισώ.
Η γόμα, έκπληκτη και λυπημένη, απάντησε:
 - Γιατί;
Το μολύβι απάντησε: 
– Γιατί σβήνεις αυτό που γράφω.
Και απάντησε:
 - Μόνο λάθη σβήνω.
- Και γιατί το κάνεις; - ρώτησε το μολύβι.
– Είμαι προφυλακτική και αυτή είναι η δουλειά μου.
– Αυτή δεν είναι δουλειά, απαντάει το μολύβι.
Η γόμα απάντησε:
 - Η δουλειά μου είναι τόσο χρήσιμη όσο η δική σου.
Το μολύβι, με σκληρό τόνο, είπε:
 - Λάθος κάνεις και είσαι αλαζόνας, γιατί αυτός που γράφει είναι καλύτερος από αυτόν που σβήνει.
Η γόμα απάντησε:
 - Το να αφαιρείς το λάθος ισοδυναμεί με το να γράφεις το σωστό.
Το μολύβι έμεινε για λίγο σιωπηλό, μετά, με πέπλο θλίψης, είπε:
 - Μα σε βλέπω να μικραίνεις κάθε μέρα.
Η γόμα απάντησε:
 – Γιατί θυσιάζω λίγο από τον εαυτό μου κάθε φορά που σβήνω ένα λάθος.
Το μολύβι, με φωνή που λυπημένη είπε: 
- Νιώθω πιο κοντός από πριν.
Η γόμα τον παρηγορούσε λέγοντας:
 - Δεν μπορούμε να κάνουμε καλό στους άλλους, αν δεν είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε κάτι από τον εαυτό μας.
Μετά κοίταξε το μολύβι με στοργή και είπε:
 - Με μισείς ακόμα;
Το μολύβι χαμογέλασε και απάντησε:
 – Πώς να σε μισήσω, όταν θυσιάζεις τόσα πολλά;

Κάθε μέρα ξυπνάς, και έχεις μια μέρα λιγότερη.
Αν δεν μπορείς να είσαι μολύβι για να γράφεις την ευτυχία των άλλων, γίνε καλή γόμα για να σβήσεις τους πόνους τους και να σπέρνεις ελπίδα και αισιοδοξία στην ψυχή τους, θυμίζοντας τους ότι το μέλλον είναι πιο φωτεινό.

ΘΕΟΥ ΤΟ ΔΩΡΟΝ, ΙΝΑ ΜΗ ΤΙΣ ΚΑΥΧΗΣΗΤΑΙ

 


«Τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται»
(Εφεσ. 2, 8-9)

«Πραγματικά, μὲ τὴ χάρη του σωθήκατε διὰ τῆς πίστεως. Κι αὐτὸ δὲν εἶναι δικό σας κατόρθωμα ἀλλὰ δῶρο Θεοῦ. Δὲν σωθήκατε μὲ τὰ δικά σας ἔργα κι ἔτσι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ γι’ αὐτό». 

            Συχνά, στη σχέση μας με τον Θεό, έχουμε την αίσθηση ότι κάνουμε αυτό που πρέπει, τηρούμε τις εντολές του Θεού, κυρίως σε ό,τι αφορά στη συμπεριφορά μας έναντι του πλησίον μας. Επομένως, θεωρούμε ως χριστιανοί ότι έχουμε επιτελέσει το καθήκον μας, ζούμε σε ένα αίσθημα αυτάρκειας και κρίνουμε τον εαυτό μας καλυμμένο έναντι του Θεού. Έτσι, ζητούμε συχνά από τον Θεό να εκπληρώσει επιθυμίες και όνειρά μας, με αποτέλεσμα να είμαστε κάποτε παραπονεμένοι, αν διαπιστώνουμε ότι ο Θεός δεν δείχνει ότι μας ακούει.

            Η κατάσταση αυτή πάντοτε απασχολεί τον θρησκευτικό άνθρωπο. Η αίσθηση ότι η σχέση με τον Θεό είναι μια σχέση «δούναι και λαβείν» πηγάζει από τη συνήθεια της αρχαίας θρησκείας, η οποία πάντοτε έβαζε στην προοπτική της θυσίας, της προσφοράς του εξιλασμού τη σχέση ανθρώπου και θείου, με αποτέλεσμα να καθιερωθεί αυτή η αντίληψη στη συνείδηση μας: ότι δηλαδή αν θέλουμε κάτι από τον Θεό, χρειάζεται να του δώσουμε και κάτι. το υλικό είναι εύκολο να το προσφέρεις. Το πνευματικό δεν είναι ορατό. Περιμένουμε λοιπόν από τον Θεό για όσα προσφέρουμε, την ανάλογη ανταπόκριση. Δεν λυτρωνόμαστε όμως, στην πραγματικότητα, έτσι, διότι ο Θεός δεν λειτουργεί κατ’  αυτόν τον τρόπο.

            Ας μην ξεχνάμε το μαρτύριο πλήθους αγίων. Των Αποστόλων πρωτίστως, που ήταν οι πλέον πλησίον του Χριστού άνθρωποι. Αναρίθμητων ανά τον χρόνο και τον κόσμο, που δεν έζησαν με την άνεση ότι εκπλήρωναν το θέλημα του Θεού και, επομένως, δικαιούνταν αναψυχή. Αλλά και όσοι βίωσαν το μαρτύριο της συνειδήσεως, με την ασκητικότητα, την περιφρόνηση από τους άλλους, την αποταγή από τον κόσμο, τους πειρασμούς του διαβόλου, και εκείνοι δεν έζησαν εν ανέσει. Ο Θεός αφήνει τους αγαπώντας Αυτόν να ζούνε τις περιστάσεις της ζωής, την κακία των ανθρώπων, τους σταυρούς που ο κόσμος και ο κοσμοκράτορας αυτού φορτώνουν σε όσους θέλουν να παλέψουν για την αλήθεια και το φως που είναι ο Χριστός.

Ο απόστολος Παύλος έρχεται να συμπληρώσει στην πραγματικότητα αυτή και μιαν άλλη υπενθύμιση. Ότι τα έργα μας δεν μας σώζουν, αλλά η χάρις του Θεού. Και η χάρις έρχεται διά της πίστεως. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα έργα δεν χρειάζονται. Όμως δεν λειτουργούν στην προοπτική του εξιλασμού, του δούναι κι λαβείν από τον Θεό. Τα έργα αποτελούν έκφραση μιας καρδιάς που αγαπά τον Θεό και που θέλει να αισθάνεται ότι η αγάπη διαφαίνεται στην πράξη. Όπως ο ερωτευμένος δεν κάνει δώρα ή δεν δείχνει προσοχή στο πρόσωπο που αγαπά, για να μετρηθεί η αγάπη του, αλλά αισθάνεται ότι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, ακριβώς επειδή αγαπά, έτσι κι αυτός που θέλει να αγαπά τον Θεό πράττει το καλό, όχι για να του το μετρήσει ο Θεός, αλλά γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, επειδή ακριβώς αγαπά.

Όλη η αντίληψη της θρησκείας ότι ο άνθρωπος πρέπει να προσεγγίσει το θείο μέσα από την λογική της ανταπόδοσης καταργείται στην χριστιανική μας πίστη και παράδοση, ακριβώς επειδή δεν είναι ούτε ο φόβος, ούτε ο μισθός τα κίνητρα του πιστού, αλλά η αγάπη. Και η αγάπη εμπιστεύεται. Η αγάπη υπομένει. Δεν γογγύζει ούτε πικραίνεται. Αφήνεται στα χέρια του Θεού και γνωρίζει να περιμένει και να υπομένει. Και δεν καυχάται ο πιστός για τα έργα του, αλλά μένει σταθερός στην αγάπη του Θεού, όπως κι αν αυτή αφήσει τα πράγματα της ζωής τούτης να πορεύονται.

Λόγος παρηγορητικός, συνάμα και δύσκολος, καθότι θέλουμε να λειτουργούμε στη βεβαιότητα ότι θα μας δοθεί κατά τον κόπο μας. Στην πραγματικότητα όμως η χριστιανική πίστη είναι μία διαρκής κλήση στην αγάπη και στην εμπιστοσύνη του Θεού, χωρίς αγωνία για το τέρμα αυτής της πορείας. Πατέρας, φίλος και πλησίον μας ο Χριστός. Εμείς ας οπλιζόμαστε στην αγάπη. Και η αγάπη αυτή μπορεί να εκφραστεί στην μετοχή μας στη ζωή της Εκκλησίας. Δεν είναι ατομικό κατόρθωμα ούτε γεγονός.  Ας δείχνουμε λοιπόν αγάπη για χάρη Εκείνου, αλλά και για να ξαναβρίσκουμε τον αληθινό μας προορισμό. Και Εκείνος με τη χάρη του θα μας σώσει. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

O ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ



Τη μνήμη του Αγίου Φιλαρέτου του Ελεήμονος τιμά σήμερα, 1 Δεκεμβρίου, η Εκκλησία μας. Ο Άγιος Φιλάρετος ήταν υπόδειγμα κάθε αρετής και ιδιαίτερα της αγαθοεργίας. Έζησε στους χρόνους του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου και της μητέρας αυτού Ειρήνης της Αττικής (780 – 797 μ.Χ.). Γεννήθηκε στο χωριό Αμνία (ή Αμνεία) της Γάγγρας (Παφλαγονία) από ευσεβείς γονείς, τον Γεώργιο και την Άννα. Παντρεύτηκε την Θεοσεβώ και απόκτησε τρία παιδιά.
Ένα γιο, τον Ιωάννη, και δύο κόρες, που την πρώτη έλεγαν Υπατία και τη δεύτερη Ευανθία. Ο Φιλάρετος ήταν γεωργός και από τα εισοδήματα του, πλουσιοπάροχα μοίραζε ελεημοσύνη στους φτωχούς. Πεινασμένο έβρισκε; τον χόρταινε. Γυμνό; τον έντυνε. Χήρα και ορφανό; βοηθούσε και παρηγορούσε.
Αλλά ο Θεός επέτρεψε και ο Φιλάρετος κάποτε κατάντησε πολύ φτωχός. Τα κτήματα του τα άρπαξαν οι γείτονες του και το βίος του διασκορπίστηκε .Όλα αυτά τα υπέμεινε χωρίς ποτέ να λυπηθεί ή να βλαστημήσει ή να αγανακτήσει. Στο τέλος του έμειναν μόνο τα μελίσσια του, 250 κυψέλες, δυνατές και παραγωγικές.
Και όταν ερχόταν προς αυτόν κάποιος φτωχός, μη έχοντας τι άλλο να του δώσει, τον έπαιρνε, πήγαινε στα μελίσσια, τρυγούσε μια κυψέλη και έδινε το μέλι στο φτωχό για να χορτάσει. Με τον τρόπο αυτό είτε ήταν καιρός για να τρυγήσει είτε δεν ήταν, εξάλειψε όλα τα μελίσσια του.
Ο Θεός που είδε την ασυναγώνιστη πίστη του οικονόμησε με την πρόνοια Του, ώστε ο Κωνσταντίνος ο γιος της βασίλισσας Ειρήνης, να πάρει για γυναίκα του την εγγονή του Αγίου, Μαρία, επειδή ήταν πολύ ωραία στην ψυχή και στο σώμα. Τους γάμους τέλεσε ο Άγιος Ταράσιος τον Νοέμβριο του 788 μ.Χ., ο οποίος ήταν τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Τον δε Φιλάρετο, ο Αυτοκράτορας τον τίμησε με το αξίωμα του υπάτου (έπαρχος). Έτσι έγινε κάτοχος πολλού πλούτου, που τον διαμοίραζε ακόμα πιο άφθονα στους φτωχούς.
Λίγο πριν πεθάνει, κάλεσε τους συγγενείς του και είπε τα εξής: «Παιδιά μου, μη ξεχνάτε ποτέ τη φιλοξενία, μη επιθυμείτε τα ξένα πράγματα, μη λείπετε ποτέ από τις ακολουθίες και λειτουργίες της Εκκλησίας, και γενικά όπως έζησα εγώ έτσι να ζείτε και εσείς». Και αυτά αφού είπε, ξεψύχησε με τη φράση: «γενηθήτω το θέλημά σου».
Ο Άγιος Φιλάρετος είναι ο προστάτης της Μελισσοκομίας.
Απολυτίκιο:
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως περιουσία, διεσκόρπισας τοις δεομένοις τον προσιόντα σοι πλούτον, Φιλάρετε, και ευσπλαχνία κοσμήσας τον βίον σου, τον χορηγόν του ελέους εδόξασας, Ον ικέτευε δοθήναι τοις ευφημούσι σε ρανίδα οικτιρμών και θείον έλεος.