Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024

Π. Αυγουστίνος Καντιώτης: Οι τρεις γεννήσεις του Χριστού

 

ΚΑΙ ΠΑΛΙ, ἀγαπητοί μου, ὁ Κύριος μᾶς ἀξίωσε ν᾿ ἀκούσουμε τὸ «Χριστὸς γεννᾶται…». Ἂς προσπαθήσουμε κ᾿ ἐμεῖς νὰ πλησιάσουμε τὸ μέγα μυστήριο τῆς Γεννήσεως.

Ὁ ὀφθαλμὸς τῆς πίστεως διακρίνει τρεῖς γεννήσεις τοῦ Χριστοῦ.

―Τρεῖς γεννήσεις; Μὰ μία εἶνε ἡ γέννησις.

Καὶ ὅμως, ἀδελφοί· τρεῖς εἶνε οἱ γεννήσεις, ποὺ περικλείει τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας. Τὴν πρώτη σαλπίζει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, τὴν δευτέρα ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, καὶ τὴν τρίτη ὁ ἀπόστολος Παῦλος.

1. Ἡ πρώτη γέννησις τοῦ Κυρίου εἶνε ἡ ἄχρονος. Διότι ὁ Κύριός μας δὲν εἶνε ἁπλῶς ἄνθρωπος· εἶνε καὶ Θεός. Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ζῇ ἐπὶ ἕνα μικρὸ χρονικὸ διάστημα· ὑπάρχει λοιπὸν ἕνας χρόνος ποὺ δὲν ὑπήρχαμε, καὶ θὰ ὑπάρχῃ πάλι ἕνας χρόνος ποὺ δὲν θὰ ὑπάρχουμε ὡς σωματικὴ ὕπαρξις ἐπὶ τῆς γῆς. Ἀλλ᾿ ὁ Κύριός μας ἀποτελεῖ ἐξαίρεσι. Οἱ ὀρθόδοξοι λέμε, ὅτι δὲν ὑπῆρξε ποτέ χρόνος ποὺ ὁ Χριστὸς δὲν ὑπῆρχε. Σημειώσατέ το. Ἐδῶ εἶνε ἡ μεγάλη μάχη ποὺ ἔδωσε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἐναντίον τοῦ Ἀρείου καὶ συνεχίζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἐναντίον τῶν ἰεχωβιτῶν καὶ ἄλλων αἱρετικῶν ποὺ λένε, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε κτίσμα καὶ κάποτε ἦλθε στὴν ὕπαρξι. Ἐδῶ εἶνε ἡ οὐσία τοῦ χριστιανισμοῦ. Δὲν ὑπῆρξε ποτέ στιγμή, χρόνος, ποὺ ὁ Χριστὸς δὲν ὑπῆρχε. Ναί, οὐδέποτε. Προτοῦ παρουσιαστῇ ἡ γῆ καὶ ὁ ἄνθρωπος, προτοῦ γίνουν οἱ γαλαξίες, πρὸ ἡλίου, πρὸ σελήνης, προχώρα μέσα στὸ ἄπειρο παρελθόν, ἂν μπορῇς νὰ προχωρήσῃς ―δὲν θὰ βρῇς ἄκρη―, ὑπάρχει ὁ Κύριος! Ἅμα Πατήρ, ἅμα Υἱός.

Καὶ πῶς ὑπάρχει; «Γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα». Δὲν ἐποιήθη, ὅπως οἱ ἄγγελοι καὶ ὅλη ἡ δημιουργία, ἀλλὰ ἐγεννήθη ἐκ τοῦ Πατρός.

Αὐτὴ εἶνε ἡ ἐκ Πατρὸς ἄχρονος γέννησις. Καὶ αὐτὴν ὑπενθυμίζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία ὅταν ψάλλει «Ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου ἐγέννησά σε, ὤμοσε Κύριος καὶ οὐ μεταμεληθήσεται» (Ψαλμ. 109,3). Θέλει νὰ πῇ ἀκριβῶς, ὅτι πρὸ τῆς δημιουργίας τοῦ ἑωσφόρου, δηλαδὴ τοῦ αὐγερινοῦ, πρὸ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, ἐγεννήθη ὁ Υἱὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα. Τὴν ἄχρονο γέννησι ψάλλουν σήμερα καὶ οἱ καταβασίες ὅταν λένε· «Τῷ πρὸ τῶν αἰώνων ἐκ Πατρὸς γεννηθέντι ἀρρεύστως Υἱῷ…». Καὶ ἀκόμη μεγαλοπρεπέστερα ψάλλει τὴν ἄχρονο γέννησι τοῦ Χριστοῦ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὅταν λέει· «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» (Ἰωάν. 1,1).

2. Ἀλλ᾿ ἐκτὸς τῆς ἀχρόνου αὐτῆς γεννήσεως ἔχουμε καὶ μία ἄλλη γέννησι. Εἶνε ἡ ἐν χρόνῳ καὶ ἐν σαρκί, ἡ δευτέρα γέννησις, τῆς ὁποίας τὴν μνήμη ἑορτάζουμε. Τὴν γέννησι αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ περιγράφει πρὸ παντὸς ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ὅταν λέει· «Τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν…» (Ματθ. 1,18). Ναί. Ὁ ἄχρονος Θεὸς ἐνεφανίσθη ἐν χρόνῳ, ἱστορικῶς. Μπῆκε στὴν ἱστορία, γιὰ νὰ χωρίσῃ τὴν ἱστορία, γιὰ νὰ δημιουργήσῃ νέο κόσμο. Ἐγεννήθη ἐν χρόνῳ. Ἐγεννήθη ἐπὶ Αὐγούστου Καίσαρος. Ἐγεννήθη ἐπὶ Ἡρώδου θηριώδους. Ἐγεννήθη ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας. Μπῆκε ὡς βρέφος. Ἐγεννήθη ἐκ Παρθένου. Ἀλλ᾿ ὅταν τὰ πῇς αὐτά, ἔρχεται ἀμέσως ἡ ἀπιστία καὶ τί σοῦ λέει;

―Πῶς ἀπὸ παρθένο μπορεῖ νὰ γεννηθῇ ἄνθρωπος;

Σιώπα, φράξε τὸ στόμα σου, ἀπιστία! Διότι θὰ σ᾿ ἐρωτήσω κ᾿ ἐγώ· Πῶς ὁ πρῶτος ἄνθρωπος παρουσιάστηκε χωρὶς πατέρα καὶ χωρὶς μάνα; Πῶς; Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ μέγας Θεὸς δημιούργησε ἄνθρωπο χωρὶς γονεῖς ―καὶ ἡ δημιουργία χωρὶς γονεῖς εἶνε μεγαλύτερο θαῦμα ἐν σχέσει μὲ τὴ γέννησι μόνο ἀπὸ γυναῖκα―, πολὺ πιὸ εὔκολο ἦτο νὰ γεννηθῇ ἄνθρωπος ἀπὸ μία παρθένο.

Ἀλλὰ ἡ ἀπιστία ἐπιμένει·

―Πῶς ὁ ἀπρόσιτος Θεός, ὁ ἄπειρος, ὁ ἄυλος καὶ ἀθάνατος, πῶς ἄγγιξε πάνω στὴ γῆ;

Πῶς ἄγγιξε; Ἡ θερμοκρασία στὸν ἥλιο εἶνε χιλιάδες βαθμοὶ Κελσίου. Καὶ ὅμως ὁ ἥλιος ἀγγίζει ἀκινδύνως τὴ γῆ μὲ τὶς ἀκτῖνες του. Ἕνας ἥλιος αὐτὸς ἐπάνω στὸ στερέωμα. Κ᾿ ἕνας ἄλλος ἥλιος, ἀκόμα ὑψηλότερος, εἶνε ὁ Χριστός. Ἀκούσατε; «…Σὲ προσκυνεῖν τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης…». Ὅπως λοιπὸν ὁ ἥλιος ἀγγίζει τὴ γῆ καὶ οὔτε ἡ γῆ καίγεται οὔτε ὁ ἥλιος μολύνεται ἀπὸ τὶς ἀκαθαρσίες τῆς γῆς, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ὁ Χριστός, ὁ πνευματικὸς ἥλιος, ἀγγίζει τὴ γῆ. Καὶ ὅπως αἰσθάνεσαι τὸν ἥλιο, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, ὅταν πιστεύῃ, αἰσθάνεται τὸν ἥλιο Χριστό.

―Μὰ πῶς, πάλι, ἡ Παρθένος γέννησε υἱό;

Λέει ὁ Μέγας Βασίλειος· Εδατε τὸν ἥλιο; Οἱ ἀκτῖνες του περνᾶνε ἀπὸ τὸ κρύσταλλο, κι ὅμως αὐτὸ δὲν σπάει. Κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ὁ Χριστὸς πέρασε διὰ τοῦ ἁγίου σώματος τῆς Παρθένου Μαρίας, διὰ τῶν παρθενικῶν ὑμένων, τῶν ὑαλίνων ὑμένων, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Κάπως ἔτσι πέρασε καὶ ὁ ἥλιος Χριστὸς ἀπὸ τὸ κρύσταλλο αὐτό, καὶ παρέμεινε ἄθραυστος ἡ παρθενία τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ἀλλὰ ποῦ σταματᾷ ἡ ἀπιστία! Ὅταν λὲς στὸν ἄπιστο, ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε ψηλά, πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ τοὺς οὐρανούς, σοῦ λέει· «Τόσο ψηλὰ δὲν μπορῶ νὰ τὸν δῶ». Ὅταν πάλι ὁ Θεὸς κατεβῇ κάτω στὴ γῆ, κοντά μας, πάλι δὲν βγαίνουμε νὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε…

3. Ὑπάρχει ὅμως καὶ τρίτη γέννησις. Μιὰ φορὰ γεννήθηκε ὁ Χριστὸς ἐκ τοῦ Πατρός. Ἄλλη μιὰ φορὰ γεννήθηκε ἐκ Παρθένου. Καὶ ἄλλη μιὰ φορὰ πρέπει νὰ γεννηθῇ. Ὤ, ἂν δὲν γεννηθῇ, εἰς μάτην οἱ γιορτές μας, εἰς μάτην θὰ περάσῃ ἡ ζωή μας στὸν κόσμο. Ἄλλη μιὰ φορὰ πρέπει νὰ γεννηθῇ. Ποῦ νὰ γεννηθῇ;

Τὴν τρίτη γέννησί του ψάλλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Κάπου ἐκεῖ στὶς ἐπιστολές του ἀκούω τὸν Παῦλο νὰ λέῃ· Πονῶ, κοπιάζω, μοχθῶ. Γιατί κοπιάζεις, Παῦλε; Γιὰ λεφτά, γιὰ κέρδη, γιὰ σπίτια, γιὰ τί; Κοπιάζω γιὰ νὰ γεννηθῇ καὶ νὰ μορφωθῇ ὁ Χριστὸς στὴν καρδιά σας (βλ. Γαλ. 4,19). Καὶ πρὸς τοὺς Κορινθίους γράφει· «Ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα» (Α΄ Κορ. 4,15)· ὅτι δηλαδή, Εἶμαι ὁ πνευματικός σας πατέρας.  

Ὑπάρχει λοιπὸν καὶ γέννησις πνευματική. Ναί. Ὅπου πίστις, ἁγιότης, εὐγενῆ αἰσθήματα, ἐκεῖ ἔχει γεννηθῆ καὶ κατοικεῖ ὁ Χριστός.

Δὲν θέλω νὰ σᾶς λυπήσω, δὲν θέλω νὰ σκιάσω τὴ χαρὰ τῆς ἡμέρας. Δὲν εἶμαι προφήτης οὔτε υἱὸς προφήτου· ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος εἶμαι κ᾿ ἐγὼ καὶ ἀνάξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας. Ἀλλὰ φοβοῦμαι, ἀδελφοί μου. Ἀπὸ μιὰ τρίχα κρέμεται ὁ κόσμος. Ποῦ ξέρετε, ἐὰν αὐτὰ εἶνε τὰ τελευταῖα Χριστούγεννα ποὺ ἑορτάζει ἡ ἀνθρωπότης; Γνωρίζουμε, ἐὰν θ᾿ ἀξιωθοῦμε νὰ ἑορτάσουμε ἄλλα Χριστούγεννα; Γι᾿ αὐτὸ βάζω τὸ χέρι στὴν καρδιὰ ―καὶ σᾶς παρακαλῶ ἀπόψε στὰ σπιτάκια σας βάλτε το κ᾿ ἐσεῖς― καὶ ἂς ἐρωτήσουμε· «Καρδιά, ποιός κατοικεῖ μέσα σου;». Ποιός εἶνε μέσα στὴν καρδιά μας, ἀδελφοί μου; Τί κυριαρχεῖ μέσα στὴν καρδιά μας;

Δὲν θέλω ν᾿ ἀπαντήσω. Δὲν μπορῶ νὰ πῶ ποιός εἶνε μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ καθενὸς ἀνθρώπου. Διότι θὰ ἔπρεπε νά ᾿χω κλειδὶ νὰ ξεκλειδώνω τὶς καρδιὲς τῶν μεγάλων καὶ τῶν μικρῶν, τῶν πλουσίων καὶ τῶν φτωχῶν, τῶν ἐγγραμμάτων καὶ τῶν ἀγραμμάτων, γιὰ νὰ δῶ τί ὑπάρχει μέσα. Εἶνε μέσα ὁ Χριστός; Εἶνε μέσα ἡ εἰκόνα του, οἱ ἰδέες του, ἡ ἀγάπη του, ἡ ἐλπίς του, τὰ ὄνειρά του, τὰ ἄστρα του, οἱ παλμοί του…; Ἀπαντῆστε, ἀδελφοί μου, στὸ ἐρώτημα αὐτό. Ποιός εἶνε μέσα στὴν καρδιά μας;

Ἀγαπητοί μου! Τὴν καρδιά μας ζητάει ὁ Θεός (πρβλ. Παροιμ. 23,26). Πέρα ἀπὸ τὶς πανηγύρεις, πέρα ἀπὸ τὶς ἑορτές, τὴν καρδιὰ στὸ Χριστό! Δὲν εἶνε μῦθος ὁ Χριστός μας· εἶνε θαῦμα, ζωή, δύναμις, εἶνε τὸ πᾶν γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Τὴν καρδιά σου, λοιπόν.

Ἕνας ποιητής, ποὺ ἔψαλε τὸ μεγαλεῖο τῆς πατρίδος μας, εἶπε· «Κλεῖσε μέσα στὴν καρδιά σου τὴν Ἑλλάδα, καὶ θὰ αἰσθανθῇς κάθε εἴδους μεγαλεῖο». Κ᾿ ἐγὼ προχωρῶ περισσότερο καὶ λέω σ’ ὅλους· «Κλεῖστε, κλεῖστε μέσα στὴν καρδιά σας τὸ Χριστό, γιὰ νὰ αἰσθανθῆτε κάθε εδους μεγαλεῖο!».

Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων. Ἀμήν.