῾᾽Εθαυμάστωσας ὄντως, νῦν ἐπ᾽ ἐμοί Δέσποινα, τάς εὐεργεσίας σου Κόρη, καί
τά ἐλέη σου· ὅθεν δοξάζω σε, καί ἀνυμνῶ καί γεραίρω, τήν πολλήν καί ἄμετρον
κηδεμονίαν σου᾽.
(Μέ θαυμαστό τρόπο
πράγματι, Δέσποινα, μοῦ πρόσφερες τώρα
τίς εὐεργεσίες σου, Κόρη, καί τά ἐλέη σου. Γι᾽ αὐτό σέ δοξάζω καί ἀνυμνῶ καί
διαλαλῶ μέ δύναμη τήν πολλή καί χωρίς τέλος κηδεμονία σου).
῾Ο βασιλιάς ὑμνογράφος
συνεχίζει τήν ἴδια λογική τῶν ὕμνων του πρός τήν ῾Υπεραγία Θεοτόκο: ἀφενός
προστρέχει σ᾽ αὐτήν ὡς τήν μοναδική διέξοδό του λόγω τοῦ πλήθους τῶν συμφορῶν
πού ἀντιμετωπίζει ψυχικά καί σωματικά στόν κόσμο τοῦτο, ἀφετέρου τήν δοξάζει
καί τήν ὑμνολογεῖ λόγω τῆς αἴσθησης τῆς πρός αὐτόν βοηθείας της, τήν ὁποία
βιώνει ὡς εὐεργεσία καί ἔλεός της. Ἡ Παναγία δηλαδή κατά τόν ὑμνογράφο εἶναι ἐκείνη
πού λόγω τῆς ἀγάπης της πρός τά πιστά τέκνα της ἐπεμβαίνει στήν ζωή τους, ὅταν
τήν ἐπικαλοῦνται, γι᾽ αὐτό καί ἡ ἐπέμβαση καί ἡ κηδεμονία της αὐτή κατανοεῖται ὄχι
ὡς αὐθαιρεσία ἤ ὡς καταπίεση ἀλλ᾽ ὡς εὐεργεσία πρός αὐτά.