(Γέμισε, ἁγνή Παρθένε, τήν
καρδιά μου ἀπό εὐφροσύνη, δίδοντάς μου τήν δική σου καθαρή χαρά, γιατί γέννησες
τόν αἴτιο τῆς εὐφροσύνης Χριστό).
῞Ενα ἀπό τά πιό ἀγαπημένα
αἰτήματα τοῦ Μικροῦ ἀλλά καί τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνα εἶναι ἡ ἐκζήτηση ἀπό
τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐφροσύνης τῆς καρδιᾶς, καί
μάλιστα σέ βαθμό πληρότητας: ῾῎Εμπλησον εὐφροσύνης τήν καρδίαν μου᾽, ῾χαρᾶς μου
τήν καρδίαν πλήρωσον, Παρθένε᾽. Κι αὐτό σημαίνει βεβαίως κυρίως δύο πράγματα:
1. ῾Η ἀληθινή χαρά τήν ὁποία
αἰτεῖ ὁ ὑμνογράφος ἐκ προσώπου ὅλων τῶν πιστῶν εἶναι ἡ χαρά καί ἡ εὐφροσύνη πού
ἀναφέρεται στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι τόσο στήν ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεων
τοῦ σώματος. Χωρίς νά ἀρνεῖται κανείς τήν εὐφροσύνη καί τοῦ σώματος - ἡ ᾽Εκκλησία
μας δέν πάσχει ἀπό κανένα σύνδρομο αἱρετικοῦ δυαλισμοῦ, κατά τό ὁποῖο τό σῶμα εἶναι
κακό καί συνεπῶς ἀποβλητέο - ἐκεῖνο πού προσφέρει τήν πραγματική εὐφροσύνη ὡς
βαθειά ἱκανοποίηση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ πληρότητα τῆς καρδιᾶς. Εἶναι γνωστό ὅτι
ἄνθρωπος πού εἶναι στραμμένος ἀποκλειστικά στίς ἡδονές τοῦ σώματος μπορεῖ γιά
λίγο νά εὐφραίνεται, σάν τόν ἄφρονα πλούσιο τῆς ὁμώνυμης παραβολῆς τοῦ Κυρίου ὁ
ὁποῖος ῾ηὐφραίνετο καθ᾽ ἡμέραν λαμπρῶς᾽,
τελικῶς ὅμως αὐτό πού τοῦ μένει εἶναι μία πίκρα καί μία στυφάδα πού δέν ἀπέχει
καί πολύ ἀπό τήν αἴσθηση τῆς κόλασης. Κι ἀπό τήν ἄλλη: ἄνθρωπος πού ἔχει γεμάτη
τήν καρδιά του δέν θεωρεῖ δυστυχῆ τόν ἑαυτό του, ὅταν πάσχει σωματικῶς.
2. Ἡ χαρά καί ἡ εὐφροσύνη
τῆς καρδιᾶς κατανοεῖται μόνο σέ βαθμό πληρότητας. ῾Η καρδιά δηλαδή γιά νά
νιώσει χαρούμενη χρειάζεται νά πληρωθεῖ ὁλόκληρη ἀπό χαρά. Κι αὐτό γιατί ὁ ἄνθρωπος,
κέντρο τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ καρδιά, λειτουργεῖ σωστά ὅταν ὡς ὅλον εἶναι
προσανατολισμένος κάπου κι ἐκεῖ ἔχει ἀκουμπήσει τήν ὕπαρξή του. Καί ποῦ ἀλλοῦ
μπορεῖ νά στραφεῖ καί νά ἐξαρτήσει ἀπολύτως τόν ἑαυτό του παρά ἐκεῖ πού εἶναι ἡ
πηγή του, δηλαδή ὁ Δημιουργός Κύριος ὁ Θεός του; Εἶναι γνωστό ὄχι μόνο ἀπό τήν
θεωρητική γνώση ἀλλά καί ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ καθενός μας ὅτι ὅταν ἡ καρδιά μας
βρίσκεται μισή ἐδῶ καί μισή ἀλλοῦ ζεῖ διασπασμένα καί διχασμένα, δηλαδή ζεῖ τήν
ταραχή καί τήν ἀπώλεια τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ. Γι᾽ αὐτό ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μέ
σαφήνεια καί μέ ἀπολυτότητα ἐξαγγέλλει ὅτι ῾οὐδείς
δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν᾽. Καί ῾ἀνήρ
δίψυχος ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ᾽. Τό αἴτημα λοιπόν τοῦ ὑμνογράφου
γιά πλήρωση τῆς καρδιᾶς ἀπό τήν χαρά τῆς Θεοτόκου καί τοῦ Κυρίου δέν ἐκφράζει παρά
τήν ἀλήθεια περί τοῦ ἀνθρώπου καί ἀποκαλύπτει τό πόσο βαθειά ἀνθρωπογνώστης ἦταν
ὁ συντάκτης τοῦ ὕμνου.
Τονίζει κι αὐτό ὅμως ὁ ἅγιος
ὑμνογράφος καί τό σημειώσαμε κι ἐμεῖς παραπάνω: ἡ πηγή τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς πού
μόνη αὐτή μπορεῖ νά γεμίσει τήν ψυχή καί τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Κύριος
᾽Ιησοῦς Χριστός. Γιατί εἶναι ὁ Θεός καί Δημιουργός μας καί μᾶς προσέλαβε στόν ἑαυτό
Του ἀφ᾽ ἧς στιγμῆς κατῆλθε στόν κόσμο κι ἔγινε ἄνθρωπος. Καί μαζί μ᾽ αὐτόν
γίνονται δεύτερες πηγές χαρᾶς κι εὐφροσύνης καί ὅλοι οἱ ἅγιοί Του πού ἔγιναν
κατοικητήριά Του, κατεξοχήν δέ ἡ Παναγία Μητέρα Του.