Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας αποκαλύπτει το «τι» του Τριαδικού Θεού: «Ο
Θεός αγάπη εστί». Όταν το δημιούργημα του Θεού, ο άνθρωπος, ζει «εν τω
Θεώ», τότε αποκτά το χάρισμα της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο.
Και τούτο γιατί η αγάπη είναι η συνεκτική εκείνη δύναμη, η οποία
συγκρατεί και οδηγεί τα πάντα σε μία αρμονική συμπόρευση και κοινωνία.
Ο Ιερός Χρυσόστομος τονίζει: «Το γάρ πάντων αίτιον των κακών, τομή
είναι αγάπην». Καιο Μ. Βασίλειος συμπερασματικώς αποφαίνεται: «Ει γάρ ο
Θεός αγάπη εστίν, ο την αγάπην ουκ έχων της θείας εστέρηται χάριτος».
Είναι πλέον βεβαιωμένο ότι ο σημερινός μηδενιστικός πολιτισμός μας
οδηγεί τον άνθρωπο στο περιθώριο, στο κλείσιμο στον εαυτό του, στην βία
την φονική κατά του πλησίον ή στην κατάθλιψη. Το «εγώ» το αντιλαμβάνεται
ως άτομο – ατομικότητα. Κυρίως στον χώρο της κοινωνιολογίας και της
πολιτικής το «εγώ» ταυτίζεται με την έννοια της αριθμητικής
ατομικότητας. Έτσι η ανθρώπινη ύπαρξη εντάσσεται στην απρόσωπη κοινωνική
μονάδα, χωρίς να αντιλαμβάνεται την σχέση της με τον «άλλον».
Ο άνθρωπος, όμως, ο οποίος κοινωνεί με τον Προσωπικό Τριαδικό Θεό,
δικαιώνεται ως οντότητα, όταν έχει άμεση αγαπητική σχέση με τον
συνάνθρωπο, με τον «άλλον», αφού είναι πρόσωπο, όποιας ηλικίας κι αν
είναι ο «άλλος».
Αξίζει να προσεχθεί η απάντηση του Ιδίου του Θεανθρώπου Κυρίου προς
τον νομικό, ο οποίος του έθεσε το ερώτημα: «Τίς εστιν μου πλησίον;». Και
ο Κύριος απήντησε με την παραβολή του Καλού Σαμαρείτη. Η απάντηση μέσω
της παραβολής αυτής είναι ακριβώς το ζητούμενο στο «ποιος είναι ο
άλλος». Είναι ο εαυτός μας. Ο «άλλος» είμαι εγώ. Η ετερότητα στον
«άλλον» εικονίζει τον Θεό στον άνθρωπο. «Είδες τον αδελφόν σου, είδες
Κύριον τον Θεόν σου». Ο Ιερός Χρυσόστομος το επιβεβαιώνει: «Ο γάρ αγαπών
τον αδελφόνεαυτόν αγαπά και ο μισών τον αδελφόν εαυτόν μισεί. εν τω
αδελφώ γαρ κείται τα αιώνια αγαθά κληρονομήσαι».
Μόνον όταν ξεπεράσει ο άνθρωπος τις ατομικές του επιθυμίες, ανάγκες
και απαιτήσεις και παύσει να έχει ως σκοπό της ζωής του την ατομική του
επιβίωση και αρχίσει να ζει εν κοινωνία αγαπητική μετά του άλλου – του
αδελφού, τότε η όλη του ζωή θα μεταβληθεί σε προσφορά αγάπης, η οποία θα
απενεργοποιεί κάθε επίβουλο μηχανισμό κατά του πλησίον. Για να το
κατανοήσει, όμως, αυτό, κυρίως ο σημερινός άνθρωπος, είναι επάναγκες να
εξέλθει από τον ατομοκεντρικό τρόπο διαβιώσεως. Αυτή η έξοδος θα τον
οδηγήσει στην θυσιαστική είσοδο που είναι η κοινωνία αγάπης και θυσίας, η
οποία «ου ζητεί τα εαυτής».
Αυτή η οντολογική αλήθεια δίδει περιθώρια για αφαίρεση ζωής, έστω και εμβρυϊκής;
Ο Απόστολος των Εθνών Παύλος τονίζει στον ύμνο της αγάπης: «Εάν ταις
γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μή έχω, γέγονα
χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον». ΟΆγιος Αθανάσιος αναφωνεί: «Όσον γάρ
εάν κοπιάση άνθρωπος και μή έχη την αγάπην εις τον πλησίον, εις μάτην
εκοπίασεν. ούτως δε δείξεις την αγάπην εις τον πλησίον, ου λόγω μόνον
αλλά και έργω. ου κρατήσεις κακίαν τινός εις την καρδίαν σου». Και σε
άλλο έργο του καταλήγει: «Εάν, ως φησίν ο Απόστολος, μείζον πάντων των
αγαθών η αγάπη, πρόδηλον, ότι μείζον πάντων των κακών η μισαδελφία, και η
ασπλαγχνία, και η ανελεημοσύνη».
Ηεν Χριστώαγάπη μεταμορφώνει τον άνθρωπο, καταργεί τα σύνορα, τα
φύλα, τις φυλές, τον χρόνο, τον χώρο, τους υπολογισμούς, τις ιδιοτέλειες
και κάθε τι, τοοποίο ξεχωρίζει και διασπά. Έργο της μηαγαπώσης καρδίας
είναι η διάσπαση, ο «διασκορπισμός των τέκνων» του Θεού. Ενώηαγάπη έργο
της έχει να συναγάγει τα διασκορπισμένα: «… αλλ’ίνα και τα τέκνα του
Θεού ταδιεσκορπισμένασυναγάγη εις έν».
Η πηγή της αγάπης είναι Αυτός ο Τριαδικός Θεός. Ο άνθρωπος λαμβάνει
την αγαπητική ιδιότητα από την πηγή της αγάπης. Πρόκειται για συστατικό
του είναι του. Ο κόσμος δημιουργήθηκε από αγάπη, διατηρείται από αγάπη
και σώζεται από αγάπη. Τοιουτοτρόπως όπου απουσιάζει η αγάπη, εκεί
εμφανίζεται το μίσος, ο φθόνος και η αλόγιστη κυριαρχική προσπάθεια επί
του συνανθρώπου, η οποία καταλήγει στον φόνο. Ο αγαπών, ακόμη και αν
υποστεί βλάβη από τον συνάνθρωπο, παραμένει απρόσβλητος, γιατί κοινωνεί
με την άπειρη αγάπη, τον Τριαδικό Θεό.
Στον χώρο της οντολογικής αυτής αγάπης εξαφανίζονται οι εναντιότητες
της διανοίας. Και αυτό γιατί ο αγαπών έχει εκκόψει τις ρίζες των παθών,
γι’ αυτό και έχει απαλλαγεί από τους καρπούς τους. Ο Μ. Αθανάσιος το
τονίζει: «Τας ρίζας γάρ των αμαρτημάτων εκκόπτειν παραγγέλλει η
ευαγγελική διδασκαλία, ήπερ τους καρπούς. της ρίζης γάρ του θυμού
εκκοπείσης από της καρδίας, ούτε μίσος, ούτε φθόνος εις έργον
προαχθήσεται. και γάρ ο μισών τον αδελφόν αυτού ανθρωποκτόνος εστί,
φονεύων αυτόν εν τη διαθέσει του μίσους». Στον άνθρωπο της αγάπης
υπάρχει η παραδεισιακή αρμονία μεταξύ του εαυτού του και του κόσμου.
Σπουδαία παραδείγματα αγάπης προς τον πλησίον ευρίσκουμε στην ζωή των
Αγίων. Ο Αββάς Αγάθων είχε πει: «Ει δυνατόν ήν μοι ευρείν κελεφόν, και
δούναι αυτώ το εμόν σώμα, και λαβείν το αυτού, ηδέως είχον». Για τον
λόγο αυτόν και ο Ιερός Χρυσόστομος προτρέπει: «Αδελφοί μου αγαπητοί,
μηδέν προτιμήσωμεν, ή σπουδάσωμεν κτήσασθαι πλην της αγάπης. μηδείς
εχέτω τι κατά τινος, μή τις κακόν αντί κακού αποδώση».
Εδώ είναι αναγκαίο να αναφερθούμε σε μία άποψη μερικών κοινωνιολόγων
και φιλοσόφων, οι οποίοι πιστεύουν ότι η χριστιανική ευαγγελική αγάπη
προς τον πλησίον – τον συνάνθρωπο είναι ασυμβίβαστος προς την
δικαιοσύνη. Πρέπει να αντείπουμε στους εν λόγω επιστήμονες ότι ήδη και
αυτός ο Αριστοτέλης αντιδιέστειλε την δικαιοσύνη από την φιλία, την
οποία φιλία θεωρούσε πληρέστερη της δικαιοσύνης.
Πρέπει να τονισθεί ότι στον Χριστιανισμό η αγάπη προς τον άλλον
εμπεριέχει και την δικαιοσύνη, η οποία δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί
και να παραχθεί χωρίς την οντολογική αγάπη. Ο Απόστολος των Εθνών Παύλος
γράφει στους Ρωμαίους: «Ηαγάπη τω πλησίον κακόν ουκ εργάζεται. πλήρωμα
ούν νόμου η αγάπη».
Η αγάπη διευρύνει την καρδία και τον νου του ανθρώπου, διεγείρει δε
την όλη πνευματική του υπόσταση προς τον άλλον, προς το σύνολο, προς την
κοινωνία προσώπων. Και τούτο για τον λόγο ότι ο άνθρωπος της αγάπης
πέρασε από τον χώρο της εγωπάθειας και του εγωκεντρισμού στον χώρο της
εν Χριστώ κοινωνίας και φιλαδελφίας, στον παραδείσιο χώρο, ο οποίος
αρχίζει να υπάρχει απ’ αυτήν την ζωή.
Επομένως αν θέλουμε να αναγεννηθεί κόσμος και να εκλείψουν οι φόνοι
κατά παντός συνανθρώπου μας, ενηλίκου ή αγεννήτου, δεν έχουμε παρά να
επιδιώξουμε όλοι με πάθος την αληθινή αγάπη.
Το κείμενο αποτελεί μέρος του βιβλίου του π. Κυρίλλου με τίτλο:
Αρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου