Αγίου Νικολάου Καβάσιλα: Λόγος Εις την Πάνδοξον Κοίμησιν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών και Παναχράντου Θεοτόκου
Και γιατί αναφέρω τους προφήτες, οι οποίοι δεν ήταν δυνατόν ούτε από τα δεσμά του Άδη να ελευθερωθούν, πριν να λάβουν τις δωρεές της Παρθένου, αφού και από τους ίδιους τους Αγγέλους και τους Αρχαγγέλους, τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ, είναι αγιώτερη η μακαρία;
Αν πάλι προσφέρεται σαν βραβείο της αγιότητος κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους ο Θεός, τον κερδίζει όμως περισσότερο εκείνος που έχει καλύτερα προπαρασκευασθή, πώς δεν είναι αναγκαίο να κρίνουμε την αγιότητα από τα βραβεία και να χρησιμοποιούμε σαν βέβαιο μέτρο της το πόσο ο καθένας βρίσκεται κοντά στο Θεό;
Αλλά η Αγία Γραφή λέγει ότι τα Χερουβίμ στέκονται γύρω από το Θεό και δέχονται τις θείες ακτίνες Του, χωρίς ούτε να τολμούν να Τον ατενίσουν. Ενώ η Παρθένος, κατά ένα πρωτοφανή κι απερίγραπτο τρόπο, περιέλαβε μέσα της αυτόν που δεν μπόρεσε να χωρέση κανένας τόπος.
Και δεν δέχθηκε μέσα της απλώς κάποια θεία λαμπρότητα και δόξα, αλλά την ίδια την υπόσταση του Θεού.
Όσο λοιπόν φανερώτερα ενώθηκε ο Θεός με την Παρθένο, παρά με τα Χερουβίμ -κι η διαφορά είναι τόσο μεγάλη, ώστε να μη μπορή ούτε να περιγραφή- τόσο αγιώτερη κι ιερώτερη είναι η Παρθένος.
Όλες πράγματι τις υπάρξεις, δια μέσου των οποίων φανερώνεται ιδιαίτερα η σοφία του Θεού, η Παρθένος τις ξεπερνά στην καθαρότητα και την αγιότητα, όπως ακριβώς από όλα τα σώματα είναι φυσικό να είναι καθαρώτερα εκείνα που βρίσκονται πιο κοντά στο φως.
Γιατί, αφού ο Θεός βρίσκεται κατά τον ίδιο τρόπο παντού, η διαφορετική φανέρωσή Του πρέπει να συμπεράνουμε ότι οφείλεται στα κτίσματα. Κι αν αυτό είναι σωστό, ποιος τότε δεν αναγνωρίζει ότι η Παρθένος είναι από όλους τους ανθρώπους και από όλους τους Αγγέλους πιο ιερή;
Γιατί βέβαια δια μέσου των Αγγέλων δόθηκαν στους ανθρώπους οι εντολές του Θεού, ο παλαιός νόμος, ο «δι’ Αγγέλων λαληθείς λόγος», όπως είπε ο Παύλος, και τα άλλα σημεία που φανέρωναν τη δικαιοσύνη και τη δύναμη του Θεού. Ενώ η Παρθένος δεν ανήγγειλε το Θεό ως αυτό μόνο το σημείο, αλλά αποκάλυψε στους ανθρώπους την ίδια την ενυπόστατη Σοφία του Θεού.
Κι όχι απλώς με σημεία και εικόνες, αλλά με τρόπο άμεσο, φανέρωσε δηλαδή τον ίδιο το Θεό, το Σωτήρα, κι αυτό όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και στις αγγελικές Αρχές και Εξουσίες, γιατί «έπρεπε να γίνη γνωστή, λέγει ο Παύλος, και στις Αρχές και στις Εξουσίες η πολυποίκιλη σοφία του Θεού». Και δεν είπε: «για να γίνη περισσότερο γνωστή», σαν να είχε και προηγουμένως ως ένα σημείο γίνει γνωστή, αλλά απλώς: «για να γίνη γνωστή».
Γιατί θέλει έτσι, νομίζω, να υποδηλώση ότι η πριν από την Παρθένο γνώση του Θεού ήταν τόσο αμυδρή, ώστε να μην μπορή να γίνη καμμιά σύγκριση με τη δεύτερη, αυτή που μας έφερε η Παρθένος. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι όχι μόνο στους ανθρώπους, τους δικαίους και τους αδίκους, τους πονηρούς και τους αγαθούς, αλλά και σ’ αυτές τις υπερκόσμιες δυνάμεις φανέρωσε τον Ήλιο της δικαιοσύνης.
Η Παρθένος είναι επομένως τόσο ανώτερη από όλα τα κτίσματα, όσο αυτά που πραγματοποίησε για τη σωτηρία μας ο Σωτήρας είναι αδύνατο να συγκριθούν με ο,τιδήποτε άλλο. Και πράγματι, εάν τόσο πολύ καλύτερους από τους ίδιους τους εαυτούς τους έκαμε τους Αγγέλους, ώστε να υποστηρίζη ο Απόστολος ότι είναι αδύνατη η οποιαδήποτε σύγκριση ανάμεσα στη δεύτερη και στην πρώτη τους ευτυχία, ας εξετάσουμε πόσο μεγάλη είναι αυτή η υπεροχή.
Γιατί, αν «το μικρότερο ευλογήται από το μεγαλύτερο», όπως λέγει η Γραφή, ποια σύγκριση μπορεί να υπάρξη ανάμεσα στο να ευεργετή κανείς και στο να ευεργετήται;
Γι’ αυτό το λόγο ο προφήτης έβλεπε την Παρθένο να είναι ο θρόνος του Θεού και μάλιστα ένας θρόνος «υψηλός και επηρμένος», ενώ τα Χερουβίμ τα έβλεπε γύρω από το θρόνο. Κι όχι απλώς γύρω από το θρόνο, αλλά και να στέκωνται με συστολή και με φόβο, χωρίς να τολμούν ούτε να τον αντικρύσουν.
Η παράδοση λέγει, επί πλέον, ότι οι Άγγελοι αγρυπνούν πάντοτε κι ότι δεν υπάρχει τέρμα στις προς το Θεό υμνωδίες τους. Αλλά τόσο πιο πολύ πρέπει να θεωρήσουμε ότι ισχύει και αυτό για την Παρθένο -και δεν εννοώ μόνο μετά την εκδημία της από τη γη, αλλά κι όταν ακόμη ήταν σ’ αυτήν εδώ τη ζωή- όσο περισσότερο αισθάνθηκε αυτή τη θεία ακτίνα.
Γιατί και στις Δυνάμεις, που κυκλώνουν το Θεό, περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο ξυπνά το ζήλο και τις κάνει να αγρυπνούν το ότι έχουν γευθή τις θείες ευεργεσίες. Ώστε εκείνο που στους άλλους αγίους συμβαίνει αφού αποχωρισθούν το σώμα, το να είναι δηλαδή αμετακίνητοι στο αγαθό και στην αρετή, στην Παρθένο συνέβη και πριν ακόμη αποθέση το σώμα Της.
10. Και αυτό ήταν φυσικό επακόλουθο. Γιατί βέβαια το σώμα της Παρθένου, το οποίο θα έπρεπε κανονικά να παραμερισθή, είχε ξεπεράσει την ονομασία του.
Και ήταν σώμα όχι ψυχικό, ούτε τίποτε άλλο, αλλά, όπως λέγει ο Παύλος, «σώμα πνευματικό», αφού το Πνεύμα είχε σκηνώσει μέσα του και είχε μεταθέσει όλους τους νόμους της φύσεως.
Αλλά, ανεξάρτητα από αυτά, το σώμα το οποίο, όταν υπήρχε σ’ εκείνους (τους αγίους), δεν τους επέτρεπε να στραφούν και να προσκολληθούν στο Θεό, βοηθούσε υπερβολικά τη μακαρία Παρθένο. Γιατί σ’ εκείνους, και όταν ακόμη είχαν πληρωθή από κάθε επιθυμία να βρίσκωνται κοντά στο ακρότατο επιθυμητό και όταν είχαν όλη τη νοερή δύναμη για τη θεωρία του αληθινά Όντος, δεν ήταν δυνατό να προχωρήσουν προς κάτι άλλο, πολύ λιγώτερο δε να στρέψουν εξ ολοκλήρου το νου τους, όπως στρέφουμε το βλέμμα, επειδή όλα τα ορατά πράγματα έμπαιναν μεταξύ τους.
Ποιος όμως δεν γνωρίζει ότι όλα αυτά έλαβαν χώρα στην Παρθένο πέρα από κάθε λογική κατανόηση και ότι αυτή μόνη δέχθηκε μέσα της το Θεό με τρόπο που δεν μπορεί να περιγραφή;
Γίνεται επομένως φανερό ότι και πριν πέραση στην άλλη ζωή, είχε μέσα της αμετακίνητο το υπέροχο εκείνο αγαθό και τη θαυμαστή αρετή της. Είχε από τώρα τα μέλλοντα αγαθά κι εβασίλευσε από την παρούσα ζωή με τη βασιλεία που προορίζεται για τους δικαίους.
Κι έζησε μέσα στο ρεύμα αυτής εδώ της ζωής τη μόνιμη, αυτή που είναι κρυμμένη «εν τω Χριστώ» και που γι’ Αυτή φανερώθηκε από τώρα.
Γιατί έπρεπε βέβαια να υπάρξουν όλα τα πράγματα με έναν καινούργιο τρόπο για την μακαρία, μπρος στην οποία υποχώρησαν και της φύσεως οι νόμοι. Αυτό ακριβώς ήθελε και η ίδια να δείξη ανυμνώντας τις θείες ευεργεσίες πού αξιώθηκε να λάβη και είπε: «εποίησέ μοι μεγαλεία ο δυνατός».