Έξω, χωρίς να το ξέρω, ήταν ένας κοσμικός και με άκουσε. Όταν με είδε μετά, μου είπε: «Πάτερ, σκανδαλίσθηκα. Άκουσα να λές ʺεκατομμύρια‐δισεκατομμύριαʺ και είπα ʺτί είναι αυτά που λέει ο πατήρ Παΐσιος;ʺ».
Τί να του έλεγα; Εγώ εννοούσα ευχαριστίες στον Θεό για την βροχή, και αυτός νόμιζε ότι μετρούσα χρήματα. Και αν ήταν κανένας άλλος, θα μπορούσε να έρθη να με ληστέψη το βράδυ, να μου δώση και ένα γερό ξύλο, και τελικά δεν θα έβρισκε τίποτε.
Μια άλλη φορά είχε έρθει κάποιος που είχε άρρωστο παιδί. Τον πήρα να τον δώ μέσα στο εκκλησάκι. Όταν άκουσα το πρόβλημά του, του είπα, για να τον βοηθήσω: «Κάτι πρέπει να κάνης κι εσύ, για να βοηθηθή το παιδί σου. Μετάνοιες δεν κάνεις, νηστεία δεν κάνεις, χρήματα δεν έχεις, για να κάνης ελεημοσύνες, πές στον Θεό: ʺΘεέ μου, δεν έχω κανένα καλό να θυσιάσω για την υγεία του παιδιού μου, θα προσπαθήσω τουλάχιστον να κόψω το τσιγάροʺ».
Ο καημένος συγκινήθηκε και μου υποσχέθηκε πώς θα το κάνη. Πήγα να του ανοίξω την πόρτα, για να φύγη, και εκείνος άφησε το τσακμάκι και τα τσιγάρα μέσα στο εκκλησάκι, κάτω από την εικόνα του Χριστού. Εγώ δεν το πρόσεξα. Μετά από αυτόν μπήκε ένας νεαρός στο εκκλησάκι, κάτι ήθελε να μου πή, και ύστερα βγήκε έξω και κάπνιζε. Του λέω: «Παλληκάρι, δεν κάνει να καπνίζης εδώ. Πήγαινε λίγο πιο πέρα». «Μέσα στην εκκλησία επιτρέπεται να καπνίζης;», μου λέει.
Αυτός είχε δει το πακέτο με το τσακμάκι που είχε αφήσει ο πατέρας του άρρωστου παιδιού και έβαλε λογισμό ότι καπνίζω. Τον άφησα να φύγη με τον λογισμό του.Καλά, και αν κάπνιζα, και μέσα στην εκκλησία θα κάπνιζα;
Βλέπετε τί είναι ο λογισμός;