«Γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε μὲ τὴν πίστη στὸν Χριστὸ κι ὄχι μὲ τὴν τήρηση τοῦ νόμου· γιατὶ μὲ τὰ ἔργα τοῦ νόμου δὲν θὰ σωθεῖ κανένας ἄνθρωπος»
Ο καθένας μας έχει μέσα στην ψυχή του μία αναζήτηση δικαίωσης. Δεν είναι μόνο τα έργα μας ή η παρουσία μας στον κόσμο που μας κάνουν να θέλουμε να γίνουμε αποδεκτοί από τους άλλους. Είναι και η σκέψη, η νοοτροπία, η στάση ζωής μας, που θα θέλαμε να δικαιώνονται. Γι’ αυτό και όταν τα γεγονότα εμφανίζουν ότι ο τρόπος της πορείας μας είναι ο σωστός, τότε αισθανόμαστε βαθιά ικανοποίηση. Δεν εξετάζουμε αν τονώνεται ο εγωισμός μας έτσι. Μάλλον το επιδιώκουμε. Οι αρχαίοι Έλληνες το έλεγαν «κλέος», «φήμη», «κύδος». Εμείς, ανεξαρτήτως της θέσης μας στην κοινωνία, αισθανόμαστε ότι αξίζουμε, όταν δικαιώνονται οι επιλογές μας. Βέβαια, όλους μάς περιμένει ο θάνατος στο τέλος. Ωστόσο, η δικαίωση είναι ένα αίσθημα ότι η ζωή είχε νόημα και το επιδιώκουμε.
Ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στους Γαλάτες, αναφέρει ότι δεν μπορεί να δικαιωθεί κανείς άνθρωπος από τα έργα του μωσαϊκού νόμου, όπως και από κάθε έργο, αλλά μόνο με την πίστη στον Χριστό. Ανατρέπει με τον λόγο αυτό την νοοτροπία όλων μας. Δεν είναι η αυτάρκεια της τήρησης των θρησκευτικών έργων που δικαιώνει, αλλά η εμπιστοσύνη στον Χριστό, η σχέση μας μαζί Του. Προφανώς και δεν αρνείται την τήρηση των εντολών του Θεού, όπως αυτή περιλαμβάνεται στην Βίβλο, αλλά και στην ζωή της Εκκλησίας. Μας προχωρά όμως ένα βήμα πιο πέρα. Δεν μας θέλει να λειτουργούμε με τον φαρισαϊσμό, που οδηγεί σε μιαν αυτοδικαίωση, κάποτε επικριτική και απορριπτική των άλλων, σίγουρα όμως που μας παρασύρει στην υπερηφάνεια, κατάσταση δαιμονική. Μας θέλει να αισθανόμαστε ότι κλειδί της ζωής μας είναι ο Χριστός και η κοινωνία μαζί Του. Κάθε έργο μας έχει νόημα αν δείχνει τον Χριστό. Αν γίνεται ευκαιρία αγάπης για τον πλησίον, δοξολογίας του Θεού στον κόσμο. Διότι πίσω από τις σκέψεις μας, τον προσανατολισμό, τα έργα μας, τα πάντα παίρνουν άλλο νόημα, αιωνιότητας και ζωής, όταν υπάρχει ο Χριστός.
Η θρησκευτική αυτάρκεια εύκολα γίνεται αλαζονεία. Ο άλλος υπάρχει όχι για να του προσφέρουμε, αλλά για να καλύψει την δική μας ιδιοτελή ανάγκη να δικαιωθούμε, να δοξαστούμε. Ο θρησκευτικός άνθρωπος δυσκολεύεται να συγχωρήσει. Δυσκολεύεται να αποδεχτεί την ελευθερία των άλλων. Συχνά ζει στην ψευδαίσθηση ότι ο ίδιος είναι «εντάξει» και ο κόσμος αμαρτωλός. Κάποτε πάσχει και από μία θρησκόληπτη αυτάρκεια. Ταυτίζει το μέρος με το όλον. Το έργο του με την συνολική σωτηρία. Κάποτε απορρίπτει ανθρώπινες δραστηριότητες ή ανάγκες, παρότι είναι δεδομένο πως ο Θεός μάς έκανε να θέλουμε να χαρούμε και να ζήσουμε απλά και όμορφα μικρές ή μεγαλύτερες χαρές, αρκεί να Τον δοξάζουμε και να Τον ευχαριστούμε. Ο θρησκευτικός άνθρωπος ζει την ψευδαίσθηση ότι τα έργα του φτάνουν για να σωθεί. Η αγάπη όμως, που είναι το μείζον, ζητά Χριστό τοις πάσι και εν πάσι.
Ας ελέγχουμε τον εαυτό μας, κατά πόσον βλέπουμε την ζωή μας ως καιρό, ως ευκαιρία συνάντησης με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Ας μπολιάζουμε, νεώτεροι και μεγαλύτεροι, τις σκέψεις, τις στιγμές μας, τα έργα μας, τη ζωή μας με την παρουσία του Χριστού. Με την πίστη σ’ Αυτόν. Με ένα αίσθημα εξόδου από τον εαυτό μας, πρώτα προς τους κοντινούς, τους οικείους, τους οποίους συχνά ξεχνούμε, και έπειτα προς όλους, χωρίς διακρίσεις. Ας συμφιλιωνόμαστε με τους άλλους, αγαπητικά. Ας μπαίνουμε στην δική τους θέση και σκέψη. Ας σκεφτόμαστε δηλαδή με γνώμονα και εκείνους, νικώντας την αυτάρκεια τού εγώ μας.
Αυτός ο δρόμος περνά μέσα από την Εκκλησία. Είναι δρόμος ανάστασης και ζωής. Είναι δρόμος τελικά μιας δικαίωσης που δεν θα έρθει μετά θάνατον, αλλά θα αφήσει τα στίγματα σ’ αυτή την πραγματικότητα. Ακόμη κι αν δεν μπορούμε να πούμε ότι «δεν ζω για μένα», ας ξεκινήσουμε από το «δεν ζω μόνο για μένα». Και ο Χριστός θα ζει μέσα μας και θα αναπληρώνει τα ελλείποντά μας!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός