Βρισκόμαστε στη Μόσχα, τη δεκαετία του 1980. Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την πόρτα στην Εκκλησία. Ήταν μια γριούλα. Και ζητούσε παπά, να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο. Ο παπάς ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας.
Η γριούλα ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον ιερέα σε ένα δωμάτιο. Και να ξαφνικά ο παπάς βρίσκεται εκεί μόνος με μόνο τον άρρωστο. Ο άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την πόρτα και σκούζει.
– Φύγε από εδώ! Ποιος σε κάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Και άθεος θα πεθάνω.
Ο παπάς τα έχασε.
– Μα δεν ήλθα από μόνος μου! Με κάλεσε η γριά!
– Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω καμιά γριά!
Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του άρρωστου, μια φωτογραφία με τη γυναίκα που τον κάλεσε.
Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο.
– Ποια αυτή; Ξέρεις τι λες, παπά; Αυτή είναι η μάνα μου. Και έχει πεθάνει χρόνια τώρα!
Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος. Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει. Και αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί.
και μετά, κοινώνησε.
Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον Ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας.