«Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ῎Αφρων, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (Λουκ. 12, 20)
Τότε τοῦ εἶπε ὁ Θεός· “ἀνόητε. Αὐτὴ τὴ νύχτα θὰ παραδώσεις τὴ ζωή σου. Αὐτά, λοιπόν, ποὺ ἑτοίμασες σὲ ποιὸν θὰ ἀνήκουν;”.
Λιτή, αλλά συγκλονιστική η παραβολή του άφρονος πλουσίου. Αφορμή για τον Χριστό στάθηκε η διαμάχη δύο αδερφών για τον τρόπο διανομής της κληρονομιάς τους. Δεν ήταν δική τους η περιουσία, αλλά του πατέρα τους. Κι αυτοί δεν το κατανοούσαν, πως ήταν διαχειριστές ενός πλούτου για τον οποίο δεν εργάστηκαν. Το ίδιο και ο άφρων πλούσιος. Η γη του ευφόρησε. Δεν έκανε κάτι ο ίδιος ιδιαίτερα. Ό,τι του δόθηκε ήταν από την ευλογία που επέτρεψε ο Θεός να έχουν τα χωράφια του, κύρια πηγή πλούτου εκείνα τα χρόνια, μαζί με το εμπόριο και τα τελωνεία. Κι ο πλούσιος το μόνο που σκέφτηκε ήταν ο εαυτός του. Ένα «μου» κυριαρχεί. «τους καρπούς μου», «τας αποθήκας μου», «τα γεννήματά μου», «τα αγαθά μου». Αλλά και για τον εαυτό του πάλι αυτό το «μου» κυριαρχεί: «ερώ τη ψυχή μου». Ο πλούσιος αισθάνεται ιδιοκτήτης των πάντων. Και τότε ακούει τον λόγο του Θεού, ότι αυτό το «μου» που θεωρεί ότι είναι τα πάντα, δεν θα μπορέσει να τον γλιτώσει από τον θάνατο. Αυτό που του ζητάνε δεν είναι τα αγαθά του, αλλά τη ζωή του ολόκληρη, την οποία θα συνειδητοποιήσει ότι δεν του ανήκει. Και όσα είχε ετοιμάσει, θεωρώντας τον εαυτό του κάτοχο, είναι άγνωστο σε ποιους θα περιέλθουν, πάντως όχι στον ίδιο.
Εκεί είναι και η αφροσύνη, η αμυαλιά του πλουσίου. Στη βεβαιότητα της κτητικότητας, η οποία τον διακατέχει. Μια βεβαιότητα εγωκεντρισμού, η οποία τον οδηγεί αρχικά στον πνευματικό θάνατο και, στη συνέχεια, στην απόλυτη ήττα από τον χρόνο, δηλαδή και στον σωματικό θάνατο. Κι αυτή η αφροσύνη θα μπορούσε να γιατρευτεί ακριβώς αν ο πλούσιος είχε μνήμη θανάτου. Είχε την αίσθηση ότι δεν είναι αθάνατος και αιώνιος αφ’ εαυτού του, αλλά η ζωή του δόθηκε για να τη δει στην προοπτική του μόνου τρόπου με τον οποίο νικιέται πρώτα ο πνευματικός και κατόπιν και ο σωματικός θάνατος. Αυτή της αγάπης. Ο πλούσιος όμως είχε την εμπιστοσύνη του, την πίστη του στο «μου», στο δικό του, σε ό,τι του ανήκειν. Έκανε τα πάντα αντικείμενα, ακόμη και τον ίδιο τον εαυτό του και το υπερτροφικό «εγώ» του τον οδήγησε στη γέενα, στον αιώνιο θάνατο, καθώς δεν απέμεινε στην καρδιά του ούτε ο ελάχιστος τόπος για τον Θεό και τον συνάνθρωπο.
Αυτή η αφροσύνη, η αμυαλιά χαρακτηρίζει τον πολιτισμό μας, συχνά κι εμάς τους ίδιους. Χωρίς η πίστη να αρνείται το να έχουμε αγαθά και περιουσία, μας υπενθυμίζει ότι ο τρόπος του καιρού μας που μας οδηγεί στο άγχος για την απόκτηση των χρημάτων, στην μετατροπή του πλησίον σε αντικείμενο, στην μετατροπή συχνά και του ίδιου του εαυτού μας σε μέσο απόλαυσης, ώστε το «εγώ» μας να αισθάνεται αυτάρκεια, αυτοβεβαίωση, το κέντρο του κόσμου, είτε στην εικονική είτε στην καθημερινή πραγματικότητα, είναι η ρίζα μιας μεγάλης αφροσύνης. Κι αυτό διότι τίποτα δεν θα κρατήσει για πάντα, κυρίως όμως ο άνθρωπος δεν τελειώνει στον θάνατο, όπως η αθεΐα και ο μηδενισμός του καιρού μας διακηρύττουν.
Η απάντηση είναι η αγάπη. Είναι η άσκηση. Είναι η πίστη στον Θεό για τις ανάγκες της ζωής. Η εργατικότητα χωρίς άγχος. Το να βλέπουμε, τελικά, τη ζωή στα πλαίσια της σχέσης με τον Θεό και τον πλησίον, χωρίς το «μου» σε προτεραιότητα, αλλά το «μας». Και ό,τι μας λείψει, ο Θεός, αν το χρειαζόμαστε αληθινά, θα το αναπληρώσει.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός