“Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ” (Λουκ. 10, 33-34)
“Κάποιος ὅμως Σαμαρείτης ποὺ ταξίδευε, ἦρθε πρὸς τὸ μέρος του, τὸν εἶδε καὶ τὸν σπλαχνίστηκε. Πῆγε κοντά του, ἄλειψε τὶς πληγές του μὲ λάδι καὶ κρασὶ καὶ τὶς ἔδεσε καλά. Μάλιστα τὸν ἀνέβασε στὸ δικό του τὸ ζῶο, τὸν ὁδήγησε στὸ πανδοχεῖο καὶ φρόντισε γι’ αὐτόν”.
Δύσκολη στάση η ευσπλαχνία στους καιρούς μας. Προϋποθέτει αγάπη, υπέρβαση του φόβου ότι ο άλλος είναι απειλή, θυσία χρόνου, κυρίως όμως ενσυναίσθηση. Και η ενσυναίσθηση δεν είναι ρόλος ενός ηθοποιού ή ενός επαγγελματία που πρέπει να μπει στη θέση του άλλου. Είναι εκείνη η ανθρωπιά που σε κάνει μέσα από την καλοσύνη να σκεφτείς ότι ο άλλος σε χρειάζεται, όχι για να τον σώσεις, αλλά για να μοιραστείς μαζί του είτε χρόνο είτε αγαθά είτε μία κίνηση αγάπης είτε ένα χαμόγελο. Αυτό προϋποθέτει άνθρωπο πνευματικό, ο οποίος να αγαπά Θεό και άνθρωπο, ώστε να νιώθει ότι υπάρχουν σταυροί που προέρχονται είτε από την αμαρτία είτε από τις περιστάσεις της ζωής είτε από τις αγωνίες του καθενός είτε από τον χαρακτήρα. Και ό,τι χρειάζεται ο φορτωμένος στον σταυρό του δεν είναι η απόρριψη, αλλά η διακριτική και έμπονη αγάπη, που να εκφραστεί με τον τρόπο που όποιος σπλαχνίζεται μπορεί κι αντέχει, τον τρόπο του χαρίσματός του.
Δύσκολη η ευσπλαχνία στους καιρούς μας. Όποιος σπλαχνίζεται, πέφτει συνήθως θύμα συναισθηματικής εξαπάτησης. Άνθρωποι που έχουν αναγάγει το «εγώ» τους ως κέντρο της ζωής τους ποντάρουν στην ευσπλαχνία των άλλων για να επιβιώσουν, να περάσουν καλά, να εξελιχθούν, κάποτε και να κλωτσήσουν αυτούς που τους σπλαχνίζονται. «Ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος αχάριστου», λέει το σοφό ρητό. Και αυτή η συνάντηση με αχάριστους στη ζωή κάνει κάποτε κι αυτόν που σπλαχνίζεται σκεπτικό. Τον κουράζει και τον οδηγεί, ως απότοκο λογισμού, να κλείνεται στον εαυτό του. Δεν είναι όμως εκεί η λύση.
Σε μια από τις πιο ωραίες παραβολές της Καινής Διαθήκης, αυτή του καλού Σαμαρείτη, ο Χριστός περιγράφει κατ’ αρχάς τον εαυτό του, διότι εκείνος είναι ο Καλός Σαμαρείτης, ο οποίος ταξίδεψε και ταξιδεύει στον κόσμο ως Θεάνθρωπος για να δώσει το μήνυμα του ευαγγελίου. Συναντά τον τραυματισμένο από τα πάθη και τους ληστές δαίμονες άνθρωπο, τον σπλαχνίζεται και τον περιθάλπει, χωρίς να εξετάζει πόθεν η καταγωγή, το θρήσκευμα, η κατάστασή του, για να τον οδηγήσει στο πανδοχείο της Εκκλησίας. Εκεί αφήνει ως φάρμακα ιαματικά είτε τον λόγο Του ως δηνάρια Παλαιάς και Καινής Διαθήκης είτε ως λόγο και μυστήρια. Εκεί αναθέτει στον καθέναν μας, είτε στους επισκόπους και κληρικούς ως πανδοχείς, είτε στους εργαζόμενους είτε στους υπηρέτες είτε στους φιλοξενούμενους, δηλαδή σε όλους εμάς, το διακόνημα να συνεχίσουμε στην κοινότητα της αγάπης στην οποία, όπως και στο πανδοχείο ζούμε προσωρινά, λόγω του ότι είμαστε εν χρόνω, να φροντίζουμε τον κάθε τραυματισμένο πλησίον μας. Και δεν έχει όρια η ευσπλαχνία όσο είμαστε στην Εκκλησία. Διότι εκεί πάντοτε, ακόμη κι αν ο τραυματισμένος επιδείξει αχαριστία, πάλι θα υπάρχουν οι αδελφοί μας να μας στηρίξουν και να συνεχίσουμε εν ευσπλαχνία. Πάντοτε, άλλωστε, θα περιμένουμε τον Σαμαρείτη Χριστό να επανέλθει, για να μας ανταποδώσει ό,τι κάνουμε.
Αυτός ο τρόπος της Εκκλησίας ας μας συνοδεύει και στην πορεία μας εν κοινωνία. Όσο κι αν ο κόσμος μας ταλανίζεται από εγωισμό και ατομοκεντρισμό, όσο κι αν η ευσπλαχνία θεωρείται άνευ νοήματος και θριαμβεύει η σκληροκαρδία, εμείς ας ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Κυρίου, σπλαχνιζόμενοι, για να λάβουμε την ευσπλαχνία του Θεού!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός