«Ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ» (Λουκ. 15, 16)
«Ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ θέλει νὰ χορτάσει μὲ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, ἀλλὰ κανένας δὲν τοῦ ἔδινε».
Η χάρις και η δυναμική του Ευαγγελίου του Χριστού αποτυπώνονται στην πληρότητά τους στην παραβολή του ασώτου υιού, την οποία ορίζει η Εκκλησία μας να διαβάζεται την δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου. Ο Θεός ως Πατέρας που περιμένει, σεβόμενος απόλυτα την ελευθερία του ανθρώπου. Ο νεώτερος υιός, ο άσωτος, ο οποίος σπαταλά τα χαρίσματά του σε χώρα μακρινή, στην αυτοθέωση, την φιληδονία, την αίσθηση ότι δεν χρειάζεται το σπίτι που είναι η Εκκλησία. Ο πρεσβύτερος υιός που ζει εντός του σπιτιού χωρίς στην πραγματικότητα να νιώθει την αγάπη, αλλά πιστεύοντας πως η θέωση του ανήκει δικαιωματικά, χωρίς την προϋπόθεση της αγάπης. Ζει με τον Πατέρα χωρίς να αντιλαμβάνεται ποιος και τι είναι ο Πατέρας. Η μετάνοια του ασώτου υιού, ως επιστροφή στη σχέση με τον Πατέρα. Το γλέντι του ουρανού για την επιστροφή του ανθρώπου. Το αναπάντητο ερώτημα, αν ο πρεσβύτερος υιός συμμετείχε τελικά στη χαρά της ανάστασης, που ο Χριστός αφήνει στον καθέναν από εμάς να το σκεφτεί και να το απαντήσει.
Υπάρχει μία πολύ ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια στην περιπέτεια του ασώτου υιού. Είναι η επιθυμία του να χορτάσει την πείνα του με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, τους οποίους έβοσκε, και η παρατήρηση του Χριστού ότι «κανένας δεν του έδινε», ούτε ο πολίτης που κατείχε τους χοίρους, ούτε οι ίδιοι οι χοίροι τον άφηναν να φάει. Η εικόνα είναι της αυτοεγκατάλειψης από την μία, αλλά και της κοινωνικής απόρριψης από την άλλη. Ο άνθρωπος χωρίς Θεό, ο άνθρωπος που σπαταλά τα χαρίσματα, την ουσία, την πνευματική του περιουσία, που είναι το «κατ’ εικόνα» Θεού, διαπιστώνει την απόλυτη μοναξιά του. Αυτοί που τον συνοδεύουν στη σπατάλη, στην ασωτία της αμαρτίας και της φιληδονίας, του αρνούνται ακόμη και το δικαίωμα της επιβίωσης. Έτσι, ο άνθρωπος ακοινώνητος, ανέστιος, αλλά και πεινασμένος ζει ουσιαστικά την κόλαση της μοναξιάς και της ανημπόριας.
Ας μεταφερθούμε λίγο στην εποχή μας. Αυτό το «ουδείς εδίδου αυτώ» μοιάζει υπερβολή για εμάς. Η αυτοθέωση φαντάζει μία λογική επιλογή στους καιρούς μας, καθώς ο άνθρωπος έχει ουσιαστικά αφήσει στην άκρη την Εκκλησία, το σπίτι του Θεού, και την πίστη στον Θεό ως Πατέρα και πορεύεται κατά τις επιθυμίες του. Σ’ έναν απο-ιεροποιημένο, απο-χριστιανοποιημένο, απο-εκκλησιαστικοποιημένο κόσμο μοιάζουμε να έχουμε εγκαταλείψει την πνευματική αναζήτηση ή την περιορίζουμε στη συνήθεια ή στην υιοθέτηση μορφών γαλήνης και ανάπαυσης από την καθημερινή πίεση, αξιοποιώντας τεχνικές ανατολικών θρησκευμάτων, όπως η γιόγκα. Στην πραγματικότητα, μένουμε χωρίς τροφή πνευματική, χωρίς την εμπειρία της αγάπης που η ζωή της Εκκλησίας προσφέρει, χωρίς την μετοχή μας στο μυστήριο της Ευχαριστίας που μας ενώνει με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Και διαπιστώνουμε ότι μπροστά σε υπαρξιακά άγχη, όπως ο θάνατος ή η μοναξιά ή η απώλεια ή η πληγή από τις ήττες μας κανείς δεν μας δίδει τροφή, όσο εγωιστικά κι αν αντιμετωπίζουμε τη δωρεά της ελευθερίας μας. Καμιά ιδεολογία, καμία «πρόοδος», κανένας πολιτισμός δεν μπορεί να απαντήσει στα κενά μας. Και βλέπουμε το σκοτάδι που επικρατεί στις καρδιές των ανθρώπων, κάποτε και στον κόσμο όλο, ιδίως στην κακία που θριαμβεύει και διαλύει τις σχέσεις.
Ο άσωτος υιός βρήκε την ταπείνωση της επιστροφής. Θυμήθηκε την αξιοπρέπεια της αγάπης του πατρικού σπιτιού, όπως επίσης και τη γενναιοδωρία του Πατέρα. Ας τον μιμηθούμε, αφήνοντας κατά μέρος ψευδαισθήσεις ότι ο πολιτισμός μας, η κοσμικότητα, ο θρίαμβος του εγώ, η ικανοποίηση των επιθυμιών μας είναι ό,τι αξίζει. Και όσοι είμαστε εντός της Εκκλησίας, ας προβληματιστούμε για το σκοτάδι της έλλειψης αγάπης που είχε ο πρεσβύτερος υιός, διότι συχνά τείνουμε να του μοιάσουμε. Να είμαστε κοντά στον Θεό, χωρίς όμως να νιώθουμε Ποιος και τι είναι ο Θεός για τον άνθρωπο.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός