Πώς να προκαλέσεις το ενδιαφέρον ενός νέου για τον εκκλησιασμό; Γιατί ένας νέος που πιστεύει να χρειάζεται να πηγαίνει την Κυριακή ή τις μεγάλες γιορτές στο ναό;
Γράφει ο π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Πώς να προκαλέσεις το ενδιαφέρον ενός νέου για τον εκκλησιασμό; Γιατί
ένας νέος που πιστεύει να χρειάζεται να πηγαίνει την Κυριακή ή τις μεγάλες γιορτές στο ναό;
Δύσκολα μπορεί να πείσεις έναν νέο να δοκιμάσει να
αισθανθεί την εκκλησία σπίτι του. Να δει τον εαυτό του ως μέλος της
κοινότητας που είναι το Σώμα του Χριστού. Συνήθως οι νέοι σήμερα είναι
μέλη σε διαδικτυακές κοινότητες, σε ομάδες που παίζουν ηλεκτρονικά
παιχνίδια, σε παρέες συνομηλίκων. Το να τολμήσουν να γνωρίσουν την
Εκκλησία ξεπερνά τις παραστάσεις τους για τη ζωή, ιδίως αν η οικογένεια
δεν εκκλησιάζεται. Δεν είναι μόνο η δυσκολία κατανόησης των όσων
τελούνται στον ναό. Είναι και η αίσθηση ότι οι πιστοί είναι θεατές.
Απλώς παρακολουθούνε. Ακούνε μία γλώσσα που δύσκολα μιλά στο μυαλό
τους, γιατί έτσι κι αλλιώς η καρδιά τους είναι δοσμένη αλλού. Και στο
ναό συχνά δεν υπάρχει ανοιχτή αγκαλιά για νέους.
Διαμαρτύρονται ότι οι μεγαλύτεροι τους κοιτάνε παράξενα. Οι συνομήλικοί
τους απουσιάζουν από τον ναό, με αποτέλεσμα, ακόμη κι αν έχουν την καλή
διάθεση κάποιοι να πάνε, να αισθάνονται μόνοι τους. Η ίδια η
εκκλησιαστική κοινότητα, πέραν της κατηχητικής σύναξης σε ώρα ανεξάρτητη
του εκκλησιασμού, δε δίνει την ευκαιρία μετά το πέρας της λειτουργίας
στα παιδιά και στους νέους να αισθανθούν ότι υπάρχει και χώρος και
διάθεση γι’ αυτούς. Είναι η λειψανδρία σε ό,τι αφορά τους ιερείς που
νιώθουν την ανάγκη να επικοινωνήσουν με νέους; Είναι η αίσθηση ότι και
για τους μεγάλους μια Κυριακή έχει απομείνει για το σπίτι, τη δική τους
βόλτα; Είναι το ότι πιο εύκολα ο νέος θέλει να πάει στον δικό του χώρο,
με τους φίλους του, με την ελευθερία του, με την αίσθηση ότι μπορεί να
περάσει καλά όπως θέλει αυτός και όχι με αναγκαίους περιορισμούς;
Δε χρειάζεται πάντως απογοήτευση αλλά ανοιχτότητα από την πλευρά των
μελών της εκκλησιαστικής κοινότητας, ιδίως των ιερέων. Τα πρόσωπα των
παπάδων παίζουν μεγάλο ρόλο. Αν ο ιερέας είναι φιλικός προς τα, λιγοστά
έστω, παιδιά και νέους που εκκλησιάζονται, αν τα χαιρετά στο αντίδωρο,
αν προτείνει σ’ αυτά τη συνάντηση στο ενοριακό κέντρο ή οπουδήποτε ξέρει
ότι θα κάνει καλό και όχι κακό αν συναντηθεί μαζί τους, αν στις
επισκέψεις του στα σπίτια της ενορίας κάνει τους νεώτερους να χαίρονται
που βλέπουν κάποιον, τον οποίο, έστω και εσφαλμένα, θεωρούν ότι
εκπροσωπεί τον Θεό σ’ αυτούς, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ο
εκκλησιασμός να είναι γιορτή που αφορά και στη νέα γενιά.
Πρωτίστως όμως η προτροπή για μετοχή στη θεία κοινωνία, αλλά και η
διοργάνωση δραστηριοτήτων κοινωνικών και φιλανθρωπικών που δεν είναι
μόνο για τις κυρίες της ενορίας, μπορούν να κάνουν τον νέο να νιώσει ότι
ο ναός είναι σπίτι του και ότι ο εκκλησιασμός τον αφορά και προσωπικά,
πέρα από την προσευχή και την ηρεμία της καρδιάς που βρίσκει. Ο νέος
μπορεί να γίνει μέλος του «εμείς» της ενορίας και, σε συνδυασμό με
δραστηριότητες που τον αφορούν, να χαίρεται όταν εκκλησιάζεται.
Το σπίτι βεβαίως διαδραματίζει τον κυριότερο ρόλο. Για τον νέο
όμως, κι εδώ έγκειται η ευθύνη της Εκκλησίας, ο εκκλησιασμός, για να
κρατήσει, χρειάζεται από συνήθεια να γίνει προσωπική επιλογή!