«Ακούσας δέ ‘Ιησοῦς ὅτι ‘Ιωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τήν Γαλιλαίαν» (Ματ. 4, 12).
‘Αγαπητοί Χριστιανοί,
Μέ τήν σημερινή Κυριακή κλείνει ὁ κύκλος τῶν μεγάλων ἑορτῶν
τῆς Γεννήσεως, τῆς ‘Αποτομῆς καί τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου μας ‘Ιησοῦ
Χριστοῦ. Μέσα σέ διάστημα μόνο δύο ἑβδομάδων ἡ ‘Εκκλησία μας ἔθεσε
ἐνώπιόν μας τήν πιό μακρά, ἀλλά καί ὀλιγώτερο γνωστή περίοδο τῆς
ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Σωτῆρος μας, ἀρχίζοντας μέ τήν γέννησι στήν Βηθλεέμ,
τήν φυγή στήν Αἴγυπτο, τήν ἐπιστροφή στήν Ναζαρέτ, τήν παιδική Του
ἡλικία, τό Βάπτισμα καί τήν ἔξοδό Του στό κήρυγμα. Καί, πρίν
ἀπό κάθε τέλος, ἴσως εἶναι ὠφέλιμο νά ἐπαναλάβουμε πάλι ἐν συντομίᾳ τήν
σπουδαιότητα αὐτῶν τῶν μεγάλων ἑορτῶν, οἱ ὁποῖες εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ
Χριστιανισμοῦ καί τῆς σωτηρίας μας. Διότι <Οὗτος ὁ (‘Αδάμ) ὁ πτωχός
ἐκέκραξε καί ὁ Κύριος εἰσήκουσεν αὐτοῦ> (Ψαλμ. 33, 6) καί ἦλθε σ’
αὐτόν. Καί δέν ἐντράπηκε ὁ Φιλάνθρωπος Θεός τήν πτῶσι τοῦ ἀνθρωπίνου
γένους ἀλλά, κλίνοντας τά αὐτιά Του, ἄκουσε τήν προσευχή τοῦ κτίσματός
Του. Οἱ ἐκ βαθέων στεναγμοί τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθαν στά αὐτιά τοῦ Κυρίου
Σαβαώθ. <Μεγάλης βουλῆς ῎Αγγελος> (‘Ησ.9,5) κατέβηκε στήν γῆ, ἐκεῖ
ὅπου ἐφύτρωναν ἀγκάθια καί τριβόλοι, ἐκεῖ ὅπου παρέμενε ἡ κατάρα τῆς
ἁμαρτίας, ἐκεῖ, ὅπου ἐκυριαρχοῦσε ὁ σατανᾶς, ἐκεῖ ὅπου ἐστέναζε ἀπό
αἰώνων ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος. Καί δανείσθηκε τό σῶμα ἀπό τόν
ἄνθρωπο, ἐπῆρε τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός, ἀπό τήν γῆ ἐπῆρε τό σπήλαιο, ἀπό
τήν φάτνη τά ζῶα, ἀπό τόν λαό τήν κεχαριτωμένη Παρθένο, ἀπό τά ἔθνη
δέχθηκε τά δῶρα, ἀπό τούς ἀγγέλους τήν ὑμνωδία, ἀπό τούς οὐρανούς τόν
ἀστέρα, ἐνῶ μεταξύ τῶν ὑδάτων ἐπέλεξε τόν ‘Ιορδάνη.
Καί τό θαῦμα ἐπιτελέσθηκε: ‘Ο ‘Ιησοῦς Χριστός ἔγινε αὐτό πού
δέν ἦτο-Θεός καί ῎Ανθρωπος. ῎Οχι προφήτης, ὄχι βασιλεύς, διότι ἦτο
γεμᾶτος ὁ κόσμος ἀπό βασιλεῖς· ὄχι ἀρχιερεύς, οὔτε φωτεινός ἄγγελος, γιά
νά μήν ἐκφοβίση μέ τό φῶς Του τούς ἀπογόνους τοῦ ‘Αδάμ, ἀλλά ἀθῶον
Βρέφος γιά νά χαροποιήση καί νά ἑλκύση στήν φάτνη Του τόν ἀπελπισμένο
λαό. Λόγῳ τῆς ἀφάτου φιλανθρωπίας Του, δέν ἐντράπηκε ὁ Κύριος
νά πάρη τήν αἰχμαλωτισμένη στήν ἁμαρτία ἀνθρωπίνη φύσι μας. ‘Ακόμη δέν
ἐντράπηκε τήν σωματική του περιτομή, γιά νά μή φανῆ καταπατητής τοῦ
νόμου. Δέν ἐναντιώθηκε στήν μανία τοῦ ‘Ηρώδου, ἀλλά προτίμησε ν’
ἀναχωρήση στήν Αἴγυπτο, γιά νά διδάξη καί ἐμᾶς νά ἀποφεύγουμε τούς κατά
μέτωπον πειρασμούς καί νά δίνουμε τόπο στήν ὀργή. Δέν ἐντράπηκε ὁ Κύριος
οὔτε τό βάπτισμα τῆς μετανοίας, παρότι δέν εἶχε Αὐτός ἁμαρτίες, ἀλλά τό
δέχθηκε ἀπό τόν ἅγιο ‘Ιωάννη τόν Πρόδρομο, γιά νά διδάξη καί ἐμᾶς τήν
μετάνοια διά τῆς ταπεινώσεως. Καί ὅλοι ἐμεῖς, τά τέκνα τῆς ‘Εκκλησίας,
τά ὁποῖα παρακολουθήσαμε τίς ἅγιες ‘Ακολουθίες αὐτές τίς ἡμέρες τῆς
ψυχικῆς ἀνατάσεως, χορτάσαμε ἀπό ἱερές χαρές καί εὐλογίες, διότι εἴδαμε
τόν Κύριο. Τόν συναντήσαμε στήν φάτνη τῆς Βηθλεέμ, Τόν εἴδαμε στήν
ἀγκαλιά τῆς Παρθένου Μαρίας· ἀκούσαμε τίς ψαλμωδίες τῶν ἀγγέλων καί τῶν
ποιμένων, εἴδαμε τό φῶς τοῦ ἀστέρος, αἰσθανθήκαμε τήν εὐωδία τοῦ
θυμιάματος. Εἴδαμε τήν ὀργή τοῦ ‘Ηρώδου, ἀκούσαμε τόν στεναγμό τῶν ἀθώων
νηπίων, ἀκούσαμε τόν θρῆνο τῆς ἀπαρηγορήτου Ραχήλ. Εἴδαμε τήν Παρθένο
μέ τόν ‘Ιησοῦ νά κατέρχωνται σέ ξένη χώρα, τήν Αἴγυπτο. Τούς
συναντήσαμε, ὅταν ἐπέστρεψαν πάλι καί ἐγκατεστάθησαν στήν Ναζαρέτ.
‘Ακούσαμε τόν ‘Ιησοῦ δωδεκαετῆ νά συνομιλῆ στόν ναό, μέ τούς σοφούς τοῦ
‘Ισραήλ. Καί, στό τέλος, εἴδαμε τόν ‘Ιησοῦ στόν ‘Ιορδάνη νά βαπτίζεται
ἀπό τόν ‘Ιωάννη. ‘Ακούσαμε τήν φωνή τοῦ Πατρός, εἴδαμε τό ῞Αγιο Πνεῦμα
ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἀκούσαμε τήν διδαχή τοῦ ἁγίου ‘Ιωάννου.
‘Ενῶ σήμερα ἀκούσαμε ἄλλη φωνή τοῦ ‘Ιεροῦ Εὐαγγελίου: Πῶς συνελήφθη ὁ
‘Ιωάννης ἀπό τόν ‘Ηρώδη, ἐξ αἰτίας τῆς ‘Ηρωδιάδος, γυναικός τοῦ ἀδελφοῦ
του Φιλίππου καί στήν θέσι του ἐξῆλθε νά κηρύξη ὁ ‘Ιησοῦς Χριστός καί
νά ἀναγγείλλη στόν κόσμο τό νέο Εὐγγέλιο. Μέχρι τώρα ὁ ‘Ιωάννης ἑτοίμαζε
τήν ὁδό τοῦ Κυρίου, ἐδίδασκε, ἐπισκεπτόταν, ἐβάπτιζε, ἐνῶ ἀκόμη ὁ
Κύριος δέν εἶχε ἐμφανισθῆ, ἀλλά ἐζοῦσε μυστικά στήν Ναζαρέτ. ‘Από τώρα ὁ
‘Ιωάννης ἐτελείωσε τήν θεία ἀποστολή του, ἄφησε τήν ἔρημο, ἐγκατέλειψε
τόν ‘Ιορδάνη καί τούς μαθητές του, ἔδωσε τόπο στήν ὀργή τοῦ ‘Ηρώδου γιά
νά λάβη διά τῆς χειρός του τό Βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου. <῎Ιδε ὁ
‘Αμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου>. (‘Ιωάν.1,21),
κράζει ὁ ‘Ιωάννης πρός τά πλήθη, ὀλίγες ἡμέρες πρίν συλληφθῆ καί κλεισθῆ
στήν φυλακή.
‘Ακόμη τούς ἔλεγε: Μετά ἀπό λίγο θά σᾶς ἀφήσω, ἀλλά μή λυπηθῆτε.
‘Εμένα δέν θά μέ βρῆτε πάλι στά νερά τοῦ ‘Ιορδάνου, διότι τό ταξίδι μου
στήν παροῦσα ζωή ἐτελείωσε καί ἡ ἀποστολή μου ἐκπληρώθηκε. ‘Από τώρα
πλησιάζει ἡ ὥρα νά ἀναχωρήσω ἀπό τά σύνορα αὐτῆς τῆς ζωῆς. ‘Αλλά δέν θά
μείνετε ἔρημοι. ‘Ιδού, ἔρχεται σέ λίγο, ὁ ‘Αμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ ‘Οποῖος θά
ἠμπορεῖ νά θεραπεύση τίς ἀσθένειες καί νά συγχωρήση τίς ἁμαρτίες σας.
‘Εγώ σᾶς ἐβάπτισα μέ τό νερό, ἐνῶ ‘Εκεῖνος θά σᾶς βαπτίση μέ τό ῞Αγιο
Πνεῦμα καί τό πῦρ, διότι Αὐτός εἶναι δυνατώτερος ἀπό μένα (Πρβλ. Ματ. 3,
11). <Αὐτοῦ ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος νά λύσω τό κορδόνι τοῦ παπουτσιοῦ
του> (Πρβλ. ‘Ιωάν.1,27). <Αὐτόν λοιπόν νά ἀκούετε> (Λουκ.9,35).
‘Ενῶ πρός τούς μαθητές του ἔλεγε ὁ ‘Ιωάννης: <Μή θορυβῆσθε, διότι ὁ
‘Ιησοῦς βαπτίζει καί ὅλοι πηγαίνουν πρός Αὐτόν> (‘Ιωάν.3,26), διότι
<δέν εἶμαι ἐγώ ὁ Χριστός> (‘Ιωάν.1,28), ἀλλά ἐστάλην νά περπατήσω
ἐνώπιόν Του. Αὐτός εἶναι ὁ Νυμφίος, ἐνῶ ἡ ‘Εκκλησία εἶναι ἡ Νύμφη Του.
Κι ἐγώ εἶμαι φίλος τοῦ Νυμφίου καί χαίρομαι ν’ ἀκούω τήν φωνή Του κι
αὐτή ἡ χαρά εἶναι πλήρης μέσα μου> (‘Ιωάν.3,29). ‘Ολίγες ἡμέρες θά
εἶμαι μαζί σας, ἀλλά μή ταράζεσθε. Θά φυλακισθῶ γιά τήν ἀλήθεια καί μέ
σπαθί θά σφαγῶ, ἀλλά ἐσεῖς νά θάψετε τό σῶμα μου (Πρβλ. Ματ. 14, 12)
καί, ἀναγγέλλοντας στόν ‘Ιησοῦ γιά τό τέλος μου, παραμείνετε κοντά Του
καί θά πάρετε <χάριν ἐπάνω στήν χάρι>(‘Ιωάν.1,16)
‘Αλλά καί πρός τόν Χριστό εἶπε τά ἑξῆς ὁ ‘Ιωάννης: <‘Εγώ σέ
ἄκουσα, Υἱέ καί ‘Αμνέ τοῦ Θεοῦ, καί στά νερά τοῦ ‘Ιορδάνου Σέ ἐβάπτισα.
Τώρα ἄκουσέ με καί Σύ καί λῦσαι με ἀπ’ αὐτό τό σῶμα μας. ‘Εγώ Σέ
ἐβάπτισα μέ νερό, γιά νά ἐκπληρώσω <πᾶσαν δικαιοσύνην> (Ματ.3,15)·
βάπτισέ με καί Σύ στό ἴδιο τό Αἷμα μου. ‘Η ἀποστολή μου ἐπί τῆς
γῆς ἐτελείωσε, τήν ὁδό τοῦ ἐρχομοῦ σου προετοίμασα, τάς ὁδούς πού
ὁδηγοῦν σέ Σένα τά ἔκαμα εὐθείας, τήν λαμπάδα στό ‘Ισραήλ ἄναψα, τήν
ἔρημο ἐγέμισα μέ μαθητές, τόν ‘Ιορδάνη ἁγίασα, τά πλήθη τῶν ἀνθρώπων
ἐδίδαξα, τούς πτωχούς παρηγόρησα, τούς Φαρισαίους ἤλεγξα, τούς βασιλεῖς
δέν ἐντράπηκα (Ψαλμ. 118, 46). Μέ τούς Γραμματεῖς καί
ἁμαρτωλούς δέν συνέφαγα, ἀπό τά ποτήρια τους δέν ἤπια, οὔτε ροῦχα
ἀπ’αὐτούς δέν ἐδέχθηκα· στά μονοπάτια τῆς ‘Ιερουσαλήμ δέν ἐπερπάτησα καί
στόν ναό τοῦ Σολομῶντος δέν ἐδίδαξα. ῞Ομως σ’αὐτή τήν ἔρημο ὅλους στήν
μετάνοια τούς ἐκάλεσα, σ’ὅλους γιά Σένα τούς ὡμίλησα καί στόν κόσμο Σέ
ἀπεκάλυψα. Τούς ἐδίδαξα ὅτι αὐτός πού εἶναι στήν γῆ, εἶσαι Σύ μόνος πού
κατέβηκες ἀπό τόν οὐρανό (‘Ιωάν.3,31). ‘Εγώ τούς ἐβάπτισα στό νερό, ἐνῶ
Σύ τούς βαπτίζεις, ἐν ‘Αγίῳ Πνεύματι καί πυρί>. ‘Εγώ τούς ἔδειξα τίς
πληγές τῆς ἁμαρτίας, Σύ θά βάλης τά φάρμακα τῆς θεραπείας. ‘Εγώ ἤλεγξα
τούς Φαρισαίους μέ τόν λόγο, Σύ ἔλεγξέ τους μέ τά θαύματα. ‘Εγώ ἔγινα
παράδειγμά τους μέ τήν νηστεία, ἐνῶ Σύ, τρώγοντας μέ ὅλους, τούς
κερδίζεις μέ τήν ἀγάπη. ‘Από τώρα ὁ δικός μου ἥλιος ἀρχίζει νά δύη, ἐνῶ ὁ
δικός σου μόλις ἀνατέλλει. ‘Ο ἄνθρακας τῆς καρδιᾶς μου ἀρχίζει νά
σβήνει, ἐνῶ ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης Σου μεγαλώνει. ‘Η ζωτικότης τοῦ σώματός
μου σέ λίγο μαραίνεται, ἡ λαμπάδα τῆς ζωῆς μου σέ λίγο σβήνει, ἐνῶ μέ
Σένα ἔρχεται στόν κόσμο τό φῶς, διότι Σύ πρέπει τώρα στόν κόσμο νά
μεγαλύνεσαι καί ἐγώ νά μικραίνω. Λῦσαι με ἀπό τά δεσμά τοῦ σώματος μέ
εἰρήνη, ὦ Δέσποτα καί στεῖλε με ν’ ἀναγγείλω καί στούς ἐν ἅδῃ γιά τόν
ἐρχομό Σου. ‘Αλλά πρῶτα βάπτισέ με καί Σύ στήν ὑγρότητα τοῦ αἵματός μου.
Σοῦ ἀφήνω τήν ἔρημο τοῦ ‘Ιορδάνου, Σοῦ ἀφήνω καί τούς μαθητές μου. Σύ
ἀπό τήν ἔρημο δημιούργησε τόν ἔνδοξο Χριστιανισμό, ἐνῶ ἀπό τούς μαθητές
μου κάνε τούς εἰδικούς ψαράδες καί σαγηνευτές τῶν ἀνθρώπων. ‘Ιδού, οἱ
μαθητές μου ἐρωτοῦν γιά Σένα, Κύριε. Δεῖξε τους ποῦ μένεις (‘Ιωάν. 1,
38-39, ἀνάλαβε τήν φροντίδα τους καί ἐξέλθετε, ἐξέλθετε νά ἀναγγείλετε
στόν κόσμο τό νέο Εὐαγγέλιοὅ <Σᾶς περιμένει ἡ Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, σᾶς
ἐπιθυμεῖ ἡ Σαμάρεια, σᾶς καλεῖ ἡ ‘Ιουδαία, στενάζει ἡ ‘Αχαῒα καί μαζί
τους ὅλος ὁ κόσμος>
‘Αγαπητοί Χριστιανοί,
῎Ετσι παρακαλοῦσε ὁ ‘Ιωάννης ὁ Πρόδρομος τόν ‘Ιησοῦ Χριστό, ὀλίγες
ἡμέρες πρίν νά συλληφθῆ ἀπό τόν ‘Ηρώδη, τόν ἄρχοντα τῆς Γαλιλαίας. Διότι
μετά τό Βάπτισμα τοῦ Κυρίου καί τήν ἔξοδό Του στό κήρυγμα, ἐβάπτιζε
πάλι ὁ ‘Ιωάννης γιά λίγο καιρό στήν πηγή Αἰνών, πλησίον τῆς πόλεως Σαλήμ
(‘Ιωάν.3,23), καί στά νερά τοῦ ‘Ιορδάνου. Κατόπιν συνελήφθη, ρίχθηκε
στή φυλακή καί ἔλαβε κι αὐτός διά χειρός τοῦ ‘Ηρώδου, τό βάπτισμα τοῦ
μαρτυρίου, πού εἶναι τό μεγαλύτερο βάπτισμα τοῦ Χριστιανισμοῦ.
῎Ετσι ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἐπῆγε στόν ῞Αδη γιά νά κηρύξη καί
ἐκεῖ ὅτι ἦλθε στόν κόσμο ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. ῎Ετσι ἐτελείωσε ἡ
ἀγγελική ἀποστολή τοῦ μεγαλυτέρου ἀπό ὅλους τούς θνητούς ἀνθρώπους τῆς
γῆς (Ματ.11,11). ῎Ετσι ἐσιώπησε τό στόμα τοῦ ‘Ιωάννου. ‘Αλλά στήν θέσι
του ἄρχισε νά ὁμιλῆ τό στόμα τοῦ Κυρίου. Τά λόγια τοῦ Προδρόμου δέν
ἀκούσθηκαν πλέον, ἀλλά τοῦ Χριστοῦ ἔτρεχαν σάν ἕνας ἄλλος ‘Ιορδάνης κι
ἔμπαιναν στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. ‘Εσιώπησε ἕνας Προφήτης, ἀλλά
στήν θέσι του ἦλθε ὁ Δεσπότης τῶν Προφητῶν. ῎Εκλεισε μία Διαθήκη, ἀλλά
στήν θέσι της ἄρχισε νά γράφεται μία ἄλλη καινούργια. Σταμάτησε τό
βάπτισμα τῆς μετανοίας, ἀλλά ἀμέσως ἦλθε τό βάπτισμα τοῦ ‘Αγίου
Πνεύματος. ‘Ανεκόπη ἡ παρατεταμένη σιωπή καί ἡ σκιά τοῦ νόμου
παραμέρισε, τό ψεῦδος κρύφθηκε, ἡ ἁμαρτία δέθηκε, ὁ θάνατος ταράχθηκε, ὁ
ἅδης βαθειά ἀναστέναξε, ἐνῶ ὁ σατανᾶς σύγκορμος ἐτρόμαξε, διότι σήμερα ὁ
Υἱός τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθε στό δημόσιο κήρυγμα. Σήμερα ἄρχισε να γράφεται ἡ
Διαθήκη τῆς ἀγάπης. Σήμερα ὁ Δεσπότης ἄρχισε νά ἀναζητῆ τόν δοῦλο.
Σήμερα ὁ Χριστός ἐκλέγει τούς μαθητές Του. Σήμερα ὁ Κύριος κράζει πρός
ὅλους: <Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν..
>(Ματ.4,17).
‘Ακούοντας αὐτά ἡ Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν ἀπό τόν βαθύ ὕπνο της ἐγείρεται,
ἡ Τιβεριάδα μέ τό στροβιλιζόμενο νερό της, εἰρηνεύει. ‘Ο Πέτρος καί ὁ
‘Ανδρέας μέ τόν ‘Ιάκωβο καί ‘Ιωάννη, οἱ πτωχοί ἁλιεῖς τόν Διδάσκαλο τῆς
οἰκουμένης ἐρωτοῦν ποῦ μένει. ‘Η Τῦρος καί ἡ Σιδών, μετά τά πρῶτα
εὐαγγελικά σαλπίσματα, στενάζουν. ‘Η Καπερναούμ μυροβολεῖ, ἡ Βηθσαϊδά
ἀρχίζει νά δημιουργῆ, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή τόν Κηπουρό τοῦ κόσμου ἐρωτᾶ.
Τά πλήθη τρέχουν, οἱ ἀσθενεῖς ἀναζητοῦν τόν ‘Ιατρό, οἱ τυφλοί ἀκούουν
τήν φωνή τοῦ ‘Ιησοῦ, οἱ πτωχοί σκέπτονται τό ψωμί. Μόνο μόνη ἡ Ναζαρέτ
ἀμφιβάλλει. Μόνο μόνος ὁ Ζεβεδαῖος, ὁ γέροντας ψαρᾶς ἀπό τήν Γαλιλαία,
ξετυλίγει μέ σπουδή τά δίκτυά του στά γαλανά νερά τῆς λίμνηςὅ
Σήμερα ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου ἔβαλε τό πρῶτο Του κήρυγμα στήν Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν καί ἡ φωνή Του ἀκούσθηκε πολύ μακριά.
‘Ακούοντας γι’ Αὐτόν ἡ ‘Ιουδαία, Τόν περιμένει τώρα, ἡ ἥσυχη
‘Ιερουσαλήμ τόν ἐπιθυμεῖ, ὁ ναός ἐναγωνίως θέλει νά Τόν ἰδῆ. Οἱ τελῶνες
θέλουν νά Τόν ἀκούσουν, ἡ Μάρθα καί Μαρία Τοῦ ἑτοιμάζουν φαγητό, τό ὄρος
τῶν ‘Ελαιῶν, Τοῦ ἑτοιμάζει τόπο προσευχῆς. ‘Ενῶ ἀκούοντας Αὐτόν οἱ
Γραμματεῖς στό συνέδριο συγκεντρώνονται, οἱ Φαρισαῖοι ὀργισμένοι πρῶτοι
ὑψώνουν τήν φωνή, οἱ ἀρχιερεῖς ταραγμένοι εἶναι ἐπί ποδός, οἱ γέροντες
τοῦ λαοῦ διαβάζουν ἀπό τά βιβλία τῶν Προφητῶν, οἱ ρωμαῖοι στρατιῶτες
φυλάττουν τίς πῦλες τῆς πόλεως. Μόνο οἱ μόνοι Πιλᾶτος καί ‘Ηρώδης
ἔχοντες ἔχθρα μεταξύ τους (Λουκ.23,12), στέκονται καί οἱ δυό τους
ἀδιάφοροιὅ
Σήμερα ἄρχισε ὁ ‘Ιησοῦς νά κηρύττη τό Εὐαγγέλιο τῆς
σωτηρίας, ἐκεῖ μακριά, στά σύνορα τῆς Γαλιλαίας, στήν Καπερναούμ, στήν
μεγάλη λίμνη. (Ματ.4,13). ‘Ο ‘Ιωάννης ὁ Βαπτιστής ἄρχισε τήν
ἱερά ἀποστολή του στήν ‘Ιουδαία καί τήν ἐτελείωσε στήν Γαλιλαία. ‘Ο
‘Ιησοῦς Χριστός ἄρχισε τήν μεσσιανική ἀποστολή του στήν Γαλιλαία καί τήν
τελείωσε στήν ‘Ιουδαία. ‘Ο Τίμιος Πρόδρομος ἄρχισε νά κηρύττη στήν
ἔρημο, ἔξω ἀπό τήν πόλι καί ἐτελείωσε στήν πόλι τοῦ ‘Ηρώδου. ‘Ο Σωτήρ
τοῦ κόσμου ἄρχισε τό κήρυγμα στήν πόλι (Ματ. 4, 13) καί τό ἐτελείωσε,
ἔξω ἀπό τήν πόλι, στόν λόφο τοῦ Γολγοθᾶ. ‘Ο Βαπτιστής ἄρχισε νά μαζεύη
τά πλήθη δίπλα στά ταραγμένα καί γοργά τρεχούμενα νερά, ἐνῶ ὁ Υἱός τοῦ
Θεοῦ ἄρχισε νά ὁμιλῆ στόν κόσμο δίπλα στήν θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, στά
ἤρεμα καί γαλάζια νερά. Στό τέλος ὁ ἅγιος ‘Ιωάννης ὁ Βαπτιστής ἐτελείωσε
τήν ζωή του στό βάθος μιᾶς σκοτεινῆς φυλακῆς, ὅπου δέν ἠμποροῦσε νά τόν
ἰδῆ κανείς, ἐνῶ ὁ ‘Ιησοῦς Χριστός τελείωσε τό Εὐαγγέλιο καί τήν ζωή του
ἐπί τῆς γῆς στήν κορυφή ἑνός λόφου, στό φῶς τοῦ ἡλίου, γιά νά εἶναι
ὁρατός ἀπό ἀγγέλους, ἀνθρώπους καί δαίμονες.
῞Ολες αὐτές οἱ διαφορές μεταξύ τῆς ἀποστολῆς τοῦ Προδρόμου καί τοῦ
Σωτῆρος μας Χριστοῦ ἔχουν τόν σκοπό καί τήν σημασία τους. ‘Ο ἅγιος
‘Ιωάννης ὁ Βαπτιστής εἶναι ὁ πιό ἐκλεκτός ἀντιπρόσωπος τῆς ἀνθρωπότητος,
ὁ ὁποῖος εἶχε σάν σκοπό νά προετοιμάση τόν κόσμο γιά τόν ἐρχομό τοῦ
Κυρίου, ἀνεβαίνοντας τίς βαθμίδες τοῦ νόμου πρός τόν οὐρανό, ὅσο τοῦ ἦτο
δυνατόν. ‘Ενῶ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ <ὁ ἀγαπητός> εἶναι ὁ Χριστός τοῦ
Κυρίου Σαβαώθ ἀπό τόν οὐρανό, ὁ ‘Οποῖος εἶχε ὡς σκοπό νά κατεβάση ἀπό
ψηλά τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πρός τήν ἀνθρώπινη δημιουργία, μέσῳ τῆς
ἀπερινοήτου σκάλας τῆς θείας ἀγάπης. Κι ἐκεῖ, ὅπου συναντᾶται ὁ ‘Ιωάννης
μέ τόν ‘Ιησοῦ Χριστό, ἐκεῖ συναντᾶται ὁ οὐρανός μέ τήν γῆ, ὁ ἄνθρωπος
μέ τόν Θεό, ὁ νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέ τόν Νόμο τῆς Χάριτος. ‘Εκεῖ
ὅπου συναντᾶται ὁ μεγαλύτερος ἄνθρωπος μέ τόν Δημιουργό τοῦ ἀνθρώπου,
ἐκεῖ γράφεται τό ἔγγραφο τῆς συμφιλιώσεως, ἐκεῖ τελειώνει ἡ Διαθήκη τοῦ
νόμου, ἐκεῖ γράφεται ἡ πρώτη σελίδα τῆς Διαθήκης τῆς ἀγάπης.
‘Ο ‘Ιωάννης ἄρχισε τήν ἀποστολή του στήν ἔρημο, δίπλα στόν
‘Ιορδάνη, διότι ἡ ἔρημος δείχνει τήν ἀδυναμία τοῦ νόμου νά σώση τόν
κόσμο αὐτόν ἀπό τήν ἐρημική χωρίς τόν Θεό ζωή του, ἡ ὁποία περνᾶ τόσο
γρήγορα, ὅσο τά χειμαρρώδη νερά. ‘Ο Σωτήρ μας ἄρχισε τήν
μεσσιανική ἀποστολή του στήν πόλι, πλησίον τῆς θαλάσσης, διότι ἡ πόλις
συμβολίζει τήν δύναμι τοῦ Χριστιανισμοῦ, θεμελιωμένου στήν πέτρα τῆς
πίστεως, ἐνῶ ἡ θάλασσα δηλώνει τό ἀμέτρητο βάθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ,
μέσα στό ὁποῖο πνίγεται ἡ ἁμαρτία.
Συνεπῶς, ἦτο φυσικόν ὁ ἅγιος ‘Ιωάννης νά κηρύττη μετάνοια καί
ἐφαρμογή τοῦ νόμου στήν ‘Ιουδαία, ὅπου εὐλαβοῦντο καί ἐκρατοῦσαν μέ τόση
αὐστηρότητα τίς ἐντολές τοῦ νόμου ὁ περιούσιος λαός, ἐνῶ ὁ ‘Ιησοῦς
Χριστός ἄρχισε νά κηρύττη τό Εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης στήν Γαλιλαία τῶν
ἐθνῶν, ὅπου κατοικοῦσαν ἀνάμεικτα πολλά ἔθνη (‘Ησ. 9, 1), γιά νά
ἀκούσουν ὄχι μόνο οἱ ἑβραῖοι, ἀλλά ὅλα τά ἔθνη τῆς ὑφηλίου, ὅτι ὁ
Χριστός ἦλθε γιά ὅλους στήν γῆ. ‘Ο Νόμος ἦτο μόνο γιά τούς ἑβραίους, ἐνῶ
ἡ ἀγάπη, ὁ Νόμος τῆς Χάριτος, ἦτο γιά ἐμᾶς.
‘Ο νόμος τοῦ Μωϋσέως, τόν ὁποῖον ἐκήρυξε γιά τελευταία φορά ὁ ἅγιος
‘Ιωάννης ὁ Βαπτιστής, ἦτο ἀδύναμος καί ἀνίκανος νά σώση, ἀλλά μόνο
ἔδειχνε τό καλό καί τό κακό. ‘Ενῶ ὁ νόμος τοῦ Χριστοῦ εἶναι τέλειος, διά
τῆς ἀγάπης καί σώζει ἐξ ὁλοκλήρου τόν ἄνθρωπο. ‘Ο ζῆλος τοῦ ἁγίου
‘Ιωάννου γιά τόν νόμο φαίνεται καί μετά τόν θάνατό του, διότι αὐτός γιά
τόν νόμο ἀπέθανε, λέγοντας πρός τόν ‘Ηρώδη: <Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν
αὐτήν (τήν γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του) (Ματ.14,4). ‘Ενῶ ὁ ζῆλος τοῦ Νόμου
τῆς Χάριτος φαίνεται τήν στιγμή τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ‘Οποῖος ὄντας
ἐπί τοῦ Σταυροῦ, ἔκραξε καί εἶπε: <πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι
τί ποιοῦσι..> (Λουκ. 23, 34).
‘Ιδού λοιπόν, πόσο ὑψηλά εἶναι ἡ ἀγάπη, ἀπό τήν σκιά τοῦ
παλαιοῦ Νόμου. ‘Εάν ὁ ‘Ιησοῦς θ’ ἄρχιζε τό κήρυγμα πρῶτα ἀπό τήν
‘Ιουδαία, θά ἐπιστεύετο ὅτι Αὐτός ἦλθε μόνο γιά τούς ‘Ιουδαίους. ‘Αλλά ὁ
Κύριος ἄρχισε τό ἔργο τῆς σωτηρίας μας στήν Γαλιλαία, στό σύνορο τῶν
γλωσσῶν καί τῶν λαῶν, γιά νά Τόν ἀκούσουν καί ὁ ἰουδαῖος καί ὁ ἕλληνας
καί τά ὅρια τῆς Τύρου καί ἡ χαναναία γυναῖκα καί τά μέρη τῆς Δαμασκοῦ
καί ὅλα τά πέρατα τοῦ κόσμου.
Λοιπόν, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἐγένετο ῎Ανθρωπος γιά ἐμᾶς καί ἦλθε νά μᾶς
ἀναζητήση ἀνάμεσα στά ἔθνη, ἐκεῖ ὅπου κατέπαυσε ὁ παλαιός Νόμος καί
ἄρχισε ὁ Νόμος τῆς Χάριτος, ἐκεῖ δίπλα στήν θάλασσα, ὅπου ἑνώνονται ἡ γῆ
καί ὁ οὐρανός, ἡ σκιά μέ τήν ‘Αλήθεια, ἡ αὐστηρότης τοῦ νόμου μέ τήν
πραότητα τῆς ἀγάπης, ἐκεῖ ὅπου πνίγεται ἡ ἁμαρτία καί ἀκούγεται στ’
αὐτιά μας ἡ φωνή τοῦ Μεγάλου ‘Αλιέως: <Μετανοεῖτε· ἤγγικε γάρ ἡ
βασιλεία τῶν οὐρανῶνὅ >(Ματ.4,17).
‘Αγαπητοί Χριστιανοί,
Τόν πρῶτο λόγο πού εἶπε ὁ Κύριος ἦτο μία ἐντολή: <Μετανοεῖται>,
ἡ ὁποία εἶναι ὑποχρεωτική γι’ αὐτούς πού θέλουν νά σωθοῦν, συνεπῶς καί
γιά ἐμᾶς. Αὐτή ἡ ἐντολή ἐλέχθη πρώτη, διότι αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς
σωτηρίας μας. Χωρίς τήν μετάνοια, δέν ἠμποροῦμε νά εἰσέλθουμε στήν
Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. ‘Οπότε λοιπόν, εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νά ἀκούσουμε
τήν φωνή τοῦ Κυρίου μας ‘Ιησοῦ Χριστοῦ, ὁ ‘Οποῖος μᾶς καλεῖ σέ μετάνοια,
νά συντρίψουμε τούς δεσμούς μέ ὅλες τίς ἁμαρτίες μας, διά τῆς
εἰλικρινοῦς μετανοίας, τῆς καθαρᾶς ἐξομολογήσεως, τῆς εἰρηνεύσεως μεταξύ
μας, τῆς ἐλεημοσύνης καί τῆς προσευχῆς.
Μετανοῶ, κατά τούς ἁγίους Πατέρες, σημαίνει ὅτι γνωρίζω τόν
ἴδιο τόν ἑαυτό μου καί ἀρνοῦμαι κάθε ἁμαρτία, διότι ἡ ἁμαρτία εἶναι
χειρότερη καί ἀπό τόν θάνατο, διότι αὐτή σκοτώνει καί τό σῶμα καί τήν
ψυχή. Μετανοῶ ἀκόμη σημαίνει ὅτι ἐγκαταλείπω τήν μέθη, τήν ἀκολασία, τήν
ὀργή, τό μῖσος, τήν συκοφαντία καί ὅλες τίς ἁμαρτίες. Μετανοῶ σημαίνει
ν’ἀγαπῶ μέ μιά τέλεια ἀγάπη τόν κάθε ἄνθρωπο καί τόν Θεό μέ ὅλη τήν
καρδιά μου. Μετανοῶ σημαίνει νά μήν ὑπηρετῶ δύο ἀφεντικά: Στίς ἑορτές
στήν ἐκκλησία καί ὅλη τήν ἄλλη ἑβδομάδα στίς ταβέρνες, στά ταξίδια, στά
δικαστήρια, στίς ἀσωτίες, στίς κλοπές, στά ἀστεῖα καί στίς κατακρίσεις
τῶν ἄλλων. Μετάνοια δέν σημαίνει τό πρωῒ νά προσευχώμεθα μία μόνο ὥρα
καί κατόπιν νά μαχώμεθα μεταξύ μας ὅλη τήν ἡμέρα γιά διάφορες ὑποθέσεις.
Μετανοῶ σημαίνει λοιπόν, ν’ ἀγαπῶ, νά προσεύχωμαι πάντοτε, εἴτε στήν
πεδιάδα, εἴτε στό σπίτι, εἴτε στήν ἐκκλησία· σημαίνει νά ἀνατρέφω τά
παιδιά μου μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί νά μή τά ἀφήνω νά κάνουν πράγματα
τοῦ κεφαλιοῦ τους· σημαίνει νά ἐπισκέπτωμαι τούς ἀσθενεῖς, νά παρηγορῶ
τούς λυπημένους, νά πηγαίνω τακτικά στήν ἐκκλησία. Μετανοῶ σημαίνει νά
εἶμαι ἀληθινός χριστιανός ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου καί ὄχι μόνο ὅταν
στέκωμαι γιά προσευχή.
Μακάριοι εἶναι αὐτοί πού ἀκούουν τήν φωνή τοῦ Θεοῦ . Μάκαριοι αὐτοί
πού μετανοοῦν ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς τους. Μακάριοι αὐτοί πού εἶναι
ἕτοιμοι γιά τήν ἄδηλη ὥρα τοῦ θανάτου, διότι αὐτοί θ’ ἀποκτήσουν σίγουρα
τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, τήν ὁποία εἴθε νά χαρίση καί σ’ ἐμᾶς ὁ
Πανάγαθος Κύριός μας. ‘Αμήν.
«‘Ο Γέροντας π. ‘Υάκινθος Οὐντσιουλεάκ