Κάποτε ο μεγάλος αββάς Σισώης, μαθητής του αγίου Αντωνίου, είχε στείλει τον μαθητή του π. Αβραάμ στην Αλεξάνδρεια για δουλειές τους.
Στο διάστημα της απουσίας του, ο αββάς Σισώης θα έμενε μόνος του. Συμπονώντας τον λοιπόν, γιατί ήταν πιά σε βαθειά γεράματα, προθυμοποιήθηκαν και επήγαν να του κάνουν παρέα και να τον υπηρετούν κάποιοι μοναχοί από την γύρω περιοχή.
Όμως ο αββάς Σισώης δεν δέχθηκε την «προσφορά» τους. Και εκείνοι, όπως ήταν φυσικό, απορημένοι τον ερώτησαν:
– Γιατί, γέροντα; Γιατί δεν μας δέχεσαι; Γιατί, στην ηλικία που είσαι, να μην κάμουμε και εμείς κάτι, να σε βοηθήσωμε; Τι είναι για μας ένας τέτοιος κόπος;
Τους απάντησε:
– Σας ευχαριστώ για την προθυμία σας. Σείς αφήνετε την ησυχία σας και έρχεσθε να με υπηρετήσετε. Σείς ασφαλώς θα έχετε μισθό από τον Θεό· για την καλωσύνη σας. Εγώ όμως θα έχω ζημία.
Απόρησαν τώρα περισσότερο. Και τον ξαναρώτησαν:
– Τι ζημία θα έχεις, πάτερ;
– Να σας εξηγήσω· (τους απάντησε). Σείς είσασθε πολύ καλοί άνθρωποι. Και η παρέα σας θα μου αρέσει. Και ίσως, θα μου αρέσει πιο πολύ από ο,τι η παρέα του π. Αβραάμ. Και λοιπόν; Θα έλθει πάλι ο π. Αβραάμ. Και σείς θα φύγετε. Και εγώ, καλομαθημένος από σας και από την καλωσύνη σας, θα αισθάνομαι την παρουσία του π. Αβραάμ βαρειά και δυσάρεστη σε μένα. Καταλάβατε; Αφήστε με λοιπόν. Δεν χρειάζεται να πέσω σε τέτοιο πειρασμό. Καλός είναι ο π. Αβραάμ. Μου φτάνει. Και μου περισσεύει. Όσο είναι μαζί μου, κάνει ο,τι μπορεί και ο,τι ξέρει. Και όταν λείπει, συνειδητοποιώ βαθύτερα, τι δώρο του Θεού είναι για μένα η παρουσία του κοντά μου.
* * *
Τι λέτε; Αν εσκέπτονταν κάπως έτσι, οι φίλοι για τους φίλους τους, οι συνεργάτες για τους συνεργάτες τους, και προ παντός οι σύζυγοι για τις (ή τους) συζύγους τους, – θα είχαμε προβλήματα συνύπαρξης και συμβίωσης;
+Μελέτιος Καλαμαράς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης)