Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ


Αναδυόμενος

Τότε ξαφνικά βλέπω ένα μοναχό να βγαίνει μέσα από τη θάλασσα, να αναδύεται από τα νερά! Εμφανίστηκε από το πουθενά και αναδύθηκε μέσα από τη θάλασσα, προχωρώντας μέσα στο νερό προς την ακτή.

Ανέβηκε το τοιχάκι, διέσχισε τον παραλιακό δρόμο και πήρε το ανηφορικό μονοπάτι που οδηγεί από την ακτή προς το μοναστήρι και περνά δίπλα από το αίθριο που καθόμουν. Όταν τον είδα να βγαίνει από το νερό νόμισα πως είναι μια παραίσθησή μου.
Αμέσως όμως σκέφτηκα πως εκεί πάντα υπάρχουν πολλοί μοναχοί που δουλεύουν στο εργοστάσιο ξυλείας, που εργάζονται στα χωράφια, που ψαρεύουν κλπ. και σκέφτομαι μήοως βγήκε μέσα απο καμιά βάρκα, που δεν πρόλαβα να δω και την τραβήξανε πίσω απότο τοιχάκι, έξω από το οπτικό μου πεδίο. Ο μοναχός βγαίνει από τη θάλασσα και παίρνει το ανηφορικό δρομάκι που βγαίνει προς το μοναστήρι και έρχεται προς το μέρος μου στο αίθριο, εκεί που κάθομαι.
Μου λέει “τις ευλογίες σου αδερφέ Ιωάννη και σκύβει να μου ασπασθεί το χέρι, εγώ φυσικά το τράβηξα τελείως σαστισμένος, σοκαρισμένος διότι γνώριζε το όνομά μου και το επίθετό μου όσο και για την παρουσία στο μοναστήρι του γιου μου Τάλω για τον οποίο έκανε κάποια φευγαλέα αναφορά. Πριν προλάβω να συνέλθω από το αρχικό σοκ, ο μοναχός μου λέει “αυτό που αναζητάτε, αδερφέ, βρίσκετε εκεί…” και μου υποδεικνύει το ακριβές σημείο όπου βρίσκεται το σύμβολο που αναζητούσα. Πριν προλάβω να του μιλήσω περισότερο, γυρίζει και παίρνει την κατηφόρα, μπαίνει πάλι μέσα στη θάλασσα και χάνεται! Μπήκε πάλι στο νερό και εξαφανίστηκε από τα μάτια μου…
Τώρα μέσα στη σαστιμάρα μου, διότι ήταν ένα σοκ για μένα να έρθει κάποιος και να μου πει που βρίσκεται αυτό που αναζητούσα, η εντύπωση που μου άφησε ήταν ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν ο μοναχός που είχα συναντήσει στη μονή του Αγ. Διονυσίου στον Όλυμπο! Ήταν το φαινότυπό του, και μέσα μου μέχρι τώρα επιμένω πως ήταν αυτός, νομίζω πως ήταν το ένα και το αυτό φυσικό πρόσωπο. Γνωρίζουμε φυσικά πολλά για την πολυστασία και ίσως μπορούμε να δώσουμε μια ερμηνεία σε αυτό το φαινόμενο.
Οι Εννέα Αόρατοι
Ψηλά στο όρος του , εξαφανίζονται άνθρωποι, και οι τοπικοί θρύλοι λένε ότι από εκεί έρχονται οι “Εννέα Αόρατοι”, εννιά μοναχοί που τους πήρανε οι Άγγελοι, και απάγουν άλλους μοναχούς για να τους αφήσουν στη θέση τους, στην ομάδα των εννιά, που μυστικά κυβερνά το .
Παΐσιος
Πολλοί από εσάς θα έχουν ακούσει την ιστορία του γέροντα πάτερ Παίσιου στο Άγιο Όρος, όταν κάποιος τον επισκεπτόταν στο σπιτάκι του δίπλα από τις Καρυές, το έβρισκε πάντα ανοικτό να κάθεται και να τον περιμένει, έβλεπε το φαγητό στην φωτιά και καταλάβαινε ότι θα είχε πάει κάπου κοντά και δεν θα αργούσε να επιστρέψει, καθόντουσαν και τον περίμεναν για πολύ ώρα μέχρι που ανησυχούσαν κα ψάχνανε γύρω για να τον βρούνε, και μόλις ξαναγυρνάγανε στο σπιτάκι τον βλέπανε να κάθεται σε μία καρέκλα και να χαμογελά.
Ήταν εκεί μία ώρα περίπου, σ’ ένα μικρό δωματιάκι, δίχως να προσέξει τον πάτερ Παίσιο ο οποίος καθόταν ακριβώς απέναντί του αλλά για εντελώς ανεξήγητο λόγο του ήταν αόρατος.(ποιος ξέρει ποιόν περίμενες να δεις, κι εμένα τον ταπεινό δεν με πρόσεξες..>>έλεγε ο γέροντας)
Ιερό χέρι
Εξαιρετική θέσι ανάμεσα στα Αγια Λείψανα, που βρίσκονται στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, κατέχει το αριστερό χέρι της Αγίας Μυροφόρου και Ισαποστόλου Μαρίας της Μαγδαληνής. Αυτό το χέρι της Αγίας είναι άφθαρτο, με το δέρμα και τους τένοντες και έχει ευωδία ουράνια. Ακόμη όσοι το ασπάζονται μ’ ευλάβεια και πίστι διαπιστώνουν ότι είναι θερμό. Στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους, από τα πολλά θαύματα που κάνει μέχρι σήμερα η Αγία Μαρία, θεωρείται και τιμάται από τους αδελφούς σαν δεύτερη Κτιτόρισσα της Ιεράς Μονής.
Θαύμα με κατάσβεση φωτιάς
Το 1945, ξέσπασε μεγάλη πυρκαγιά στα δάση της Ιεράς Μονής των Ιβήρων. Ο άνεμος έπνεε δυνατός και η φωτιά μέσα σε λίγες ώρες έφθασε στην κορυφογραμμή που συνορεύουν τα μοναστήρια Ιβήρων, Φιλοθέου και Ξηροποτάμου με το δικό μας δάσος. Όλοι πιστεύανε ότι τα δάση θα καταστραφούν. Οι αδελφοί του μοναστηριού μας ειδοποιήθηκαν έγκαιρα και τρέξανε στον τόπο της πυρκαγιάς. Τότε οι αδελφοί ιερομόναχοι Νεόφυτος και Παντελεήμων, κινούμενοι από τη μεγάλη ευλάβεια που είχαν στο λείψανο της Αγίας Μαρίας, το πήρανε μαζί τους. Κανένας δεν μπορούσε να πλησιάσει στην πυρκαγιά, γιατί ήταν φόβος να περικυκλωθεί από τη μανιασμένη φωτιά.
Παρ’ όλα αυτά, ω των θαυμάτων Σου Χριστέ Βασιλεύ! Μόλις πλησιάσανε οι αδελφοί με τα άγια λείψανα μπροστά από τη φωτιά, αμέσως η φωτιά έκοψε το δρόμο και μέχρις ότου οι ιερείς τελειώσουν τον Αγιασμό και τον Παρακλητικό Κανόνα της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, η πυρκαγιά είχε τελείως σβήσει, σε μεγάλη έκπληξη των πατέρων που είχαν συγκεντρωθή εκεί.
Τα οστά που εωδίαζαν
Κάποιος, κάπου, κάποτε πήγε για επίσκεψη στο Άγιο Όρος. Επίσκεψη και όχι προσκύνημα! Σχεδίαζε να παραμείνει στον Άθωνα έξι μέρες, μόλις όμως γνώρισε από κοντά τη μοναστική ζωή των αγιορειτών μοναχών άλλαξε γνώμη και δεν έβλεπε την ώρα να επιστρέψει στον πολιτισμό, όπως ο ίδιος το έθετε και το διαλαλούσε με μεγάλο θράσος. Έφτασε στην Ι. Μονή Σταυρονικήτα, η οποία θα ήταν και ο τελευταίος σταθμός της αρχικά εξαήμερης εν τέλει τριήμερης περιήγησής του.
Μάλιστα, κορόιδευε την παρέα του, διότι, όπως έλεγε, έβλεπαν τα πράγματα διαφορετικά και όχι όπως εκείνος, που μέτραγε τις ώρες για να βγει στον έξω κόσμο και επιτέλους να ελευθερωθεί. Στην είσοδο τις μονής τους υποδέχτηκε ο καλόγερος με λουκούμι και ρακί, έδειξε στους επισκέπτες-προσκυνητές τα δωμάτιά τους και τους ενημέρωσε για το πρόγραμμα των ακολουθιών. Η ώρα ήταν 12.00 το μεσημέρι και στις 16.00μ.μ. είχε εσπερινό. Ο φίλος μας την προηγούμενη μέρα είχε παραστεί σε αγρυπνία που διήρκεσε 12 ώρες.
Αμέσως λοιπόν έπεσε για ύπνο και το μόνο που άκουσε ήταν το σήμαντρο, το οποίο σήμανε στις 16,00 ακριβώς και καλούσε όλους τους παρευρισκόμενους για τον εσπερινό. Ξύπνησε και σκουντουφλώντας κυριολεκτικά, έφτασε στο Καθολικό της μονής, όπου θέλοντας και μη παραβρέθηκε σωματικά στον εσπερινό. Και λέω σωματικά, διότι πνευματικά το μόνο που σκεφτόταν ήταν πότε θα ξεμπέρδευε, για να συνεχίσει τη δουλειά από την οποία τον έκοψε το καταραμένο σήμαντρο, έτσι έλεγε συνέχεια μέσα του.
Επιτέλους, τελείωσε ο εσπερινός, ο κόσμος όμως δεν έφευγε, καθώς περίμεναν να θέσουν σε προσκύνημα τα ιερά λείψανα αγίων, που φυλάσσονται στη μονή. Μέσα στο τσούρμο πήγε και αυτός. Καθώς έλεγε είχε πάρει το κολάι, αφού και στις άλλες μονές που είχε πάει δεν έκανε άλλη δουλειά από το να ασπάζεται νεκρά κόκαλα, που ούτε παλμό είχαν ούτε θερμότητα ούτε ανάβλυζαν μύρο, παρά τα όσα έλεγαν οι αγιορείτες πατέρες.
Προσκύνησε λοιπόν και ετοιμαζόταν να φύγει, παρόλο που ο υπόλοιπος κόσμος παρέμενε εντός του Καθολικού, όταν ο Παππούλης που βρισκόταν εκεί είπε με σπαστή φωνή, όσο μπορούσε δυνατή: «Παιδιά μου σας παρακαλώ, σας παρακαλώ στο όνομα του γλυκού μας Ιησού, πείτε μου ποιο από σας δε μύρισε από τα ιερά λείψανα τη θεία ευωδιά που βγάζουνε»; Εκείνος σταματάει ξαφνιασμένος στην είσοδο, αυτό δεν το είχε ξανακούσει σε κανένα μοναστήρι. Αμέσως, πηγαίνει μπροστά στον παπά και με ύφος προκλητικό του λέει: «Εγώ». Τότε ξεπετάχτηκαν και καμιά δεκαριά ακόμη. Ο σεβάσμιος ιερέας πηγαίνει μπροστά στα ιερά λείψανα και με γλυκιά φωνή αρχίζει να ψέλνει το τροπάριο του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτη.
Το πρόσωπο του, κίτρινο από τις χημειοθεραπείες, άρχισε να λάμπει τόσο πολύ, που στο τέλος δεν μπορούσες να το κοιτάξεις. Ο γνωστός αυτός φοβήθηκε από αυτό που είδε και τότε συνειδητοποίησε ότι την ίδια στιγμή τα ιερά λείψανα άρχιζαν να ευωδιάζουν τόσο έντονα και γλυκά, που δε χόρταινες να εισπνέεις. Σε λίγο, το πρόσωπο του ιερέα σταμάτησε να φωτίζει, όμως η θεία ευωδιά από τα οστά ήταν τόσο έντονη, που ξεχύθηκε έξω από το Καθολικό, απλώθηκε σε όλη τη μονή και ακολουθούσε τους επισκέπτες ακόμη και στην Τράπεζα και στα δωμάτια τους. Όσοι την είχαν αμφισβητήσει, έκλαιγαν σα μωρά παιδιά και έλεγαν ότι εξαιτίας των αμαρτημάτων τους δεν μπορούσαν να την μυρίσουν αρχικά. Τη νύχτα κανείς δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Την άλλη μέρα ξεκίνησαν για την Ι. Μονή Ιβήρων.
Η μυρωδιά τους ακολουθούσε ως τα μισά του δρόμου. Ο γνωστός μου άλλαξε για δεύτερη φορά γνώμη και ήθελε να παραμείνει στο Άγιο Όρος και να ολοκληρώσει το προσκύνημά του εκεί (δεν το αποκαλούσε πλέον περιήγηση ή εκδρομή). Όταν επέστρεψε στο σπίτι του, η γυναίκα του πήρε τα ρούχα του να τα πλύνει. Τότε διαπίστωσε ότι τα ρούχα του μύριζαν ακόμη αυτή τη γλυκύτατη θεία ευωδιά. Τα γεγονότα αυτά συνέβησαν στην Ι. Μ. Σταυρονικήτα Αγίου Όρους, στις 5 Σεπτεμβρίου 1997. Ο γνωστός αυτός είναι θείος μου, ξάδερφος της μητέρας μου και την εμπειρία του την ανέφερε σήμερα στο σαρακοστιανό τραπέζι. Η μεταστροφή στη θρησκεία εκείνου και της γυναίκας του υπήρξε ραγδαία. Ο παππούλης πατήρ Νεκτάριος τότε είχε λίγες μέρες ζωής, σύμφωνα με τους γιατρούς.
Την τελευταία φορά που επισκέφθηκε ο θείος μου το Άγιο Όρος, πριν λίγους μήνες, τον βρήκε κρυωμένο στο κρεβάτι του. Ο π. Νεκτάριος έμαθε και ζει με τον καρκίνο που τον έχει χτυπήσει σε όλο του το σώμα. Είναι οδοντίατρος και διατηρεί το ιατρείο του στο Άγιο Όρος, προσφέροντας τις υπηρεσίες του όσο του το επιτρέπει η κατάσταση της υγείας του. Την ιστορία αυτή, ακριβώς όμοια ως και την τελευταία λεπτομέρεια, την είχα διαβάσει και στο Internet, από κάποιον άλλον αυτόπτη μάρτυρα. Η συγκίνηση μου ήταν μεγάλη, όταν την άκουσα σήμερα από πρόσωπο συγγενικό, για αυτό σκέφτηκα να την μοιραστώ μαζί σας.
Ο ανεμοστρόβιλος
Σε ένα από τα πολλά Γεροντικά του Αγ. Όρους, εξιστορείται το ακόλουθο περιστατικό: Από κάποια ομάδα μοναχών που είχαν πάει για ψάρεμα ανοιχτά στη θάλασσα, με τη βάρκα τους, ένας μοναχός εξαφανίστηκε, αφού πέρασε και τον «μάζεψε» ένας ανεμοστρόβιλος! Ο συγκεκριμένος μοναχός είχε μία παλιότερη εμπειρία με τον Δαίμονα (εξαιτίας μιας σοβαρής αμετανοητής ανυπακοής του), που του είχε υποσχεθεί: «Θα ξανάρθω να σε πάρω για πάντα».