“Χριστοῦ δοῦλος γνήσιος ὑπάρχω πάντοτε. Γνῶτε παράνομοι τύραννοι” (Στιχηρό του Εσπερινού της εορτής των Αγίων μαρτύρων Παραμόνου και Φιλουμένου, που εορτάζουν στις 29 Νοεμβρίου)
“Ας το γνωρίζετε παράνομοι τύραννοι. Εγώ είμαι και θα παραμένω γνήσιος δούλος του Χριστού”.
Γεμάτα είναι τα συναξάρια της πίστης μας από εικόνες Αγίων που έδειξαν έναν ηρωισμό και μια παρρησία στους διωγμούς των ισχυρών, των τυράννων κάθε εποχής που δεν αντέχουν άλλη άποψη. Δύο τέτοια συναξάρια είναι και των Αγίων μαρτύρων Παραμόνου και Φιλουμένου που εορτάζουν στις 29 Νοεμβρίου κάθε χρόνο.
Ο Άγιος Παράμονος έζησε στο σημερινό Ιράκ. Στην αρχαία πόλη της Βαλσατίας, η οποία βρίσκεται στη συμβολή των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη, υπήρχαν ιαματικά λουτρά. Εκεί μετέβη ο ηγεμόνας της Ανατολής Ακυλίνος στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου (251) για θεραπεία. Μαζί του έσερνε 370 χριστιανούς από την Νικομήδεια, μετέπειτα έδρα της αυτοκρατορίας στην Ανατολή, στα χρόνια του άλλου μεγάλου διώκτη της πίστης, του Διοκλητιανού. Όταν έφτασαν στην Βαλσατία ο Ακυλίνος διέταξε να φέρουν τους χριστιανούς στον ναό της Ίσιδος για να τους υποχρεώσουν να κάνουν θυσία στα είδωλα. Όταν αυτοί αρνήθηκαν, ο Ακυλίνος διέταξε να αποκεφαλιστούν. Βλέποντας το θέαμα αυτό, ο Παράμονος, που ζούσε εκεί και ήταν δίκαιος άνθρωπος, συγκλονίστηκε: “Πόσο μεγάλη ασέβεια βλέπουν τα μάτια μου! Να σφαχτούν με τον άθλιο αυτό τρόπο τόσοι δίκαιοι άνθρωποι και μάλιστα ξένοι, σαν να ήταν ζώα!”. Ο Ακυλίνος θύμωσε και διέταξε να τον συλλάβουν, να τον βασανίσουν και τελικά να τον εκτελέσουν προς παραδειγματισμό.
Λίγα χρόνια αργότερα, στην Γαλατία της Μικράς Ασίας, ζούσε ένας αρτοποιός, ο Φιλούμενος. Αυτός προμήθευε σιτηρά και ψωμί διάφορες περιοχές, μεταξύ των οποίων και την Άγκυρα, την σημερινή πρωτεύουσα της Τουρκίας. Ήταν χριστιανός. Τον κατέδωσα τότε στον ηγεμόνα της Άγκυρας Φήλικα κι εκείνος διέταξε να τον βασανίσουν, να τον σύρουν δεμένο χειροπόδαρα επί εξακόσια μέτρα, για να πεθάνει μαρτυρικά. (“Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, τόμος Γ’, εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ).
Ένας λόγος ενώνει και τους δύο Αγίους: “Είμαι και θα παραμείνω δούλος Χριστού”. Από την μία ένας δίκαιος άνθρωπος, ο οποίος δεν ανέχεται η αξία και η μοναδικότητα του ανθρώπινου προσώπου να καταστρατηγείται, η ζωή να γίνεται τίποτα στο όνομα μιας θρησκευτικής πεποίθησης που είναι στηριγμένη μάλιστα και σε ψεύτικους θεούς, και από την άλλη ένας αρτοποιός, ο οποίος προσφέρει τον επίγειο άρτο στους συνανθρώπους του, να αισθάνεται ότι το δικαίωμά του να ζει ελεύθερα δεν είναι τίποτα μπροστά στην αυθαιρεσία της εξουσίας, και αποφασίζει να φτάσει μέχρι τον θάνατο υπερασπιζόμενος τον Άρτο τον καταβάντα εκ του ουρανού.
Οι δύο αυτοί εν πολλοίς άγνωστοι άγιοι της μακρινής Ανατολής μας δείχνουν ότι στην Ιστορία του κόσμου δεν είναι ανάγκη να είσαι σπουδαίος και επιφανής. Την αλήθεια μπορεί να την υπερασπιστεί και ο καθένας, αρκεί μέσα του να έχει δύο στοιχεία αυθεντικότητας: είναι το αίσθημα της δικαιοσύνης και η υπεράσπιση του δικαιώματος των ανθρώπων να μη μένουν στον άρτο της απολυμένης βρώσεως, αλλά να αναζητούν και να ζούμε τον άρτο της Ζωής.
Δικαιοσύνη δεν είναι μόνο να μην επικρατεί το άδικο, το θέλημα του ανθρώπου που παραβιάζει τα δικαιώματα του πλησίον για ζωή, ελευθερία, ιδιοκτησία. Είναι το αίσθημα ότι έναντι της όποιας εξουσίας διατηρούμε ακέραιο το δικαίωμα και την ευθύνη να ομολογούμε τι είναι κατά την γνώμη μας αληθινό και σωστό. Να υπερασπιζόμαστε τον συνάνθρωπό μας. Να μην θεωρούμε ότι αξίζει κάποιος να υπάρχει επειδή είναι ομοϊδεάτης μας, ομογενής, ομόθρησκος, αλλά να αναγνωρίζουμε και να παλεύουμε, με οποιοδήποτε κόστος για μας, ώστε ακόμη κι αυτός με τον οποίο δεν συμφωνούμε, ακόμη κι αυτός που μας εχθρεύεται, ακόμη κι αυτός που η ζωή και η βιοτή του προκαλεί λύπη, να έχει την αναγνώριση της εικόνας του Θεού, όπως και είναι. Η δικαιοσύνη στηλιτεύει την αδικία. Στηλιτεύει την τυραννία. Στηλιτεύει αυτόν που αρκείται σε όσα έχει και αδιαφορεί για τον πλησίον του. Όποιος πεινά και διψά για την δικαιοσύνη, ακόμη κι αν δεν αναγνωριστεί από τους ανθρώπους, θα χορτάσει από την αγάπη του Θεού εις τον αιώνα!
Ο άρτος της απολυμένης βρώσεως, αυτής δηλαδή που μας διατηρεί στην ζωή, αλλά δεν μπορεί να μας κρατήσει μακριά από την φθορά του θανάτου και της αμαρτίας, είναι το ζητούμενο των καιρών μας, όπως και κάθε εποχής. Η επιβίωση θεωρείται το άπαν. Το διαπιστώνουμε στο διάστημα της πανδημίας. Δεν εξετάζουμε τι ποιότητα ζωής έχουμε ακολουθήσει, σε τι πιστεύουμε, τι μας νοηματοδοτεί την πορεία μας, ποιες σχέσεις έχουμε δημιουργήσει, αλλά τα πάντα θεώνται στο πρίσμα του χρόνου. Γνώμονας μας είναι να ζήσουμε ει δυνατόν για πάντα. Μετράμε την ζωή μας με βάση αυτά που θα μπορούσαμε να κάνουμε. Ο θάνατος είναι ο τερματισμός της ελπίδας ότι προλαβαίνουμε να κάνουμε και άλλα. Δεν σκεφτόμαστε με κριτήριο τον Άρτο της Ζωής, ποια είναι η σχέση μας με τον Χριστό, πόσο Τον εμπιστευόμαστε, τι θέλουμε από την πορεία μας, με αποτέλεσμα η πνευματική μας τροφοδοσία να μην είναι στις προτεραιότητες της ζωής μας και γι’ αυτό δεν μας λείπει. Δεν παλεύουμε στην ζωή μας να είναι η εργασία μας αυτή της πρόσληψης του άρτου του εξ ουρανού καταβάντος, για να μπορούμε να αναφωνήσουμε πως είτε ζούμε είτε αποθνήσκουμε του Κυρίου μας εσμέν. Ο Θεός έστειλε στην έρημο το μάννα στους Ισραηλίτες για να μπορούν να επιβιώσουν. Δεν το αρνήθηκε. Τοὺς έδωσε εντολή όμως να μην το κρατούνε δεύτερη ημέρα. Να εμπιστεύονται την ζωή τους στα χέρια Του και Εκείνος θα προνοήσει. Αν είναι ο Θεός μαζί μας και Τον έχουμε εντός μας, τότε ούτε τα υλικά θα στερηθούμε. Αλλά κι αν πρέπει, αν Εκείνος επιτρέψει, η αγάπη Του γνωρίζει.
Οι δύο άγιοι, ο δίκαιος και ο αρτοποιός, μας υπενθυμίζουν την οδό της πίστης. Και οι δύο νίκησαν τον θάνατο διά του θανάτου. Οι τύραννοι τους οι παράνομοι έσβησαν αθόρυβα, μολονότι έκαναν θορυβώδη επίδειξη της δύναμης και της εξουσίας τους. Η δικαιοσύνη και η κοινωνία μας με τον Άρτο της Ζωής είναι η ελπίδα μας και η δύναμη μας. Ας μην νικηθούμε από την απόγνωση των καιρών, αλλά και από την διαχείριση του φόβου, ο οποίος μας κρύβει στα κουτάκια των σπιτιών μας, αλλά και μας κάνει να κλείνουμε τις καρδιές μας στην αλήθεια. Ένας λόγος φτάνει, αρκεί να τον πιστεύουμε: “Χριστού δούλοι γνήσιοι εσμέν πάντοτε”!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός