Ο γέροντας γεννήθηκε σης 5 Νοεμβρίου 1920 από ευσεβείς γονείς. Την
Θεοδώρα από το Λιβίσι της Μικράς Ασίας και τον Σταύρο από την Ρόδο. Η
οικογένεια της μητέρας του ήταν γνωστοί στο Πατριαρχείο, ευεργέτες των
σχολείων της Μάκρης και με σπουδαία εκκλησιαστική παράδοση.
Στις αρχές του 1922 «Τούρκοι πιάσανε τον πατέρα του ο οποίος
οδηγήθηκε στα βάθη της Ασίας. Μετά την καταστροφή η οικογένεια του
ακολούθησε τον σκληρό δρόμο της προσφυγιάς.
Το καράβι τους μετέφερε στην Ιτέα και από εκεί πήγαν στην Άμφισσα
Εκεί για καλή τους τύχη το 1925 βρήκαν τον πατέρα του μικρού Ιακώβου και
μαζί πλέον η οικογένεια μετακινήθηκε στο χωριό Φαράκλα της Εύβοιας.
Ο μικρός Ιάκωβος ήταν επτά χρονών και είχε μάθει απέξω την θεία
Λειτουργία χωρίς να γνωρίζει γράμματα. Το 1927 πήγε σχολείο και
διακρίθηκε για τις επιδόσεις του. Η αγάπη του για την εκκλησία ήταν
έκδηλη.
Την ίδια χρονιά εμφανίσθηκε μπροστά του η Αγία Παρασκευή και του
φανέρωσε το λαμπρό εκκλησιαστικό του μέλλον ενώ συχνά διάβαζε ευχές,
προσευχόταν και θεράπευε συγχωριανούς του.
Το 1933 τελείωσε το δημοτικό αλλά οι οικονομικές δυσκολίες της
οικογένειας του δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει στο γυμνάσιο. Ακολούθησε
τον πατέρα του στην δουλειά του.
Ο μητροπολίτης Χαλκίδος εντυπωσιασμένος από το ψάλσιμο του τον
χειροθέτησε αναγνώστη. Από το 1938 και μετά η ζωή του ήταν καθαρά
ασκητική. Έτρωγε λίγο, κοιμόταν ελάχιστα, προσευχόταν συνεχώς και
δούλευε σκληρά.
Τα βάσανα και οι κακουχίες της κατοχής ταλαιπώρησαν τους άτυχους
πρόσφυγες. Τον Ιούλιο του 1942 πέθανε η μητέρα του προλέγοντας του ότι
θα γίνει ιερέας.
Το 1947 ο Ιάκωβος πήγε στρατιώτης. Τα πειράγματα των συναδέλφων του
που του είχαν βγάλει το παρατσούκλι ο «πάτερ Ιάκωβος» αλλά και ο
χλευασμός τους δεν τον πτοούσαν.
Ο διοικητής του τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και ήταν από τους λίγους που
κατάλαβε το λαμπρό μέλλον που θα είχε το νεαρό προσφυγόπουλο. Μετά την
απόλυση του από το στρατό (1949) ο Ιάκωβος σε ηλικία 29 χρονών χάνει και
τον πατέρα του.
Ο αγώνας του τώρα για να αποκαταστήσει την αδελφή γίνεται
εντονότερος, χωρίς όμως να παραμελεί αυτό το οποίο ποθεί από τα παιδικά
του χρόνια. Να γίνει μοναχός.
Η ΝΕΑ ΤΟΥ ΖΩΗ ΣΑΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ
Έχοντας εκπληρώσει την επιθυμία της μητέρας του, να παντρέψει την
αδελφή του το Νοέμβριο του 1952 προσέρχεται στο μοναστήρι του Οσίου
Δαβίδ στις Ροβιές, για να εκπληρώσει και την δική του επιθυμία σε ηλικία
32 ετών πλέον ο Ιάκωβος γίνεται δόκιμος μοναχός και στις 19 Δεκεμβρίου
1952 στην Χαλκίδα ο Μητροπολίτης Γρηγόριος τον χειροτόνησε ιερέα.
Έτσι συνέχισε η ζωή του ασκητή Ιάκωβου, εργασία στο μοναστήρι,
προσευχή στο ασκητήριο του Οσίου Δαβίδ, οι θεοπτίες και θαύματα τα οποία
με τον καιρό πλήθαιναν.
Ο βαθμός άσκησης του ήλθε σε υψηλά πνευματικά επίπεδα και πολλές
φορές οι δαίμονες τον έδειραν βάναυσα Ο ίδιος έβλεπε και συνομιλούσε
συχνά με τους οσίους Δαβίδ και Ιωάννη Ρώσο, ενώ το προορατικό του
χάρισμα ήταν σπουδαίο.
Τον Αύγουστο του 1963 με θαυμαστό τρόπο τάισε με δυόμισι οκάδες
μανέστρα, 75 εργάτες με πλουσιοπάροχες μερίδες και περίσσεψε και μισή
κατσαρόλα.! Στις 25 Ιουνίου 1975 ο γέροντας Ιάκωβος ανέλαβε το πηδάλιο
της μονής της μετανοίας του.
Από την λιτοδίαιτη και ασκητική ζωή η υγεία Του άρχισε να κλονίζεται.
Οι φλέβες του ποδιών του ήταν σάπιες, έκανε εγχείριση Βουβωνοκήλης,
σκωληκοειδίτιδας, προστάτη, καρδιάς και σύμφωνα με τις μαρτυρίες του
καθηγητή Κρεμαστινού που του έβαλε τον βηματοδότη «..η θεία δύναμη
κρατούσε τον παππού..».
Από το 1990 και μετά ο γέροντας δεν είχε πλέον δυνάμεις και οι
κρίσεις στην υγεία του αυξήθηκαν. Τον Σεπτέμβριο του 1991 μετά από
μικρο-εμφράγματα νοσηλεύθηκε στο Γενικό Κρατικό.
Επιστρέφοντας στην μονή έπαθε φλεγμονή η οποία εξελίχτηκε σε
πνευμονία Ο ίδιος είχε διαισθανθεί το τέλος του. Το πρωί της 21ης
Νοεμβρίου 1991 πήγε στην ακολουθία, έψαλε και κοινώνησε.
Μετά εξομολόγησε μερικούς πιστούς και έκανε τον γύρο της μονής
εσωτερικά και εξωτερικά. Το μεσημέρι εξομολόγησε μία πνευματική του
κόρη, ενώ τον υποτακτικό του Ιλαρίωνα, τον οποίον εκείνη την μέρα θα
χειροτονούσε σε ιεροδιάκονο ο μητροπολίτης Χαλκίδος.
Μόλις ήλθαν οι πατέρες ο γέροντας προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά
ζαλίστηκε. Η αναπνοή του βάρυνε, ο σφυγμός του εξασθένησε και από τα
χείλη του βγήκε ένα μικρό φύσημα Ο γέροντας είχε πάρει πλέον τον δρόμο
για την μακαρία ζωή.
Οι λαϊκοί που ειδοποιήθηκαν γη την κηδεία του ήταν ελάχιστοι. Τα
τηλέφωνα πήραν φωτιά ο ένας στον άλλο μετέδιδαν το θλιβερό γεγονός.
Την επόμενη μέρα χιλιάδες κόσμου κατέκλυσαν το μοναστήρι, κληρικοί
όλων των βαθμίδων, πνευματικοπαίδια του γέροντα από όλη την Ελλάδα,
ήλθαν να δώσουν τον τελευταίο ασπασμό. Η αυλή της μονής ήταν κατάμεστη.
Η νεκρώσιμος ακολουθία εψάλη στο ύπαιθρο και μετά από τους
επικήδειους λόγους, ο πρώην Κεφαλληνίας Προκόπιος είπε να υψώσουν το
φέρετρο ψηλά να δουν α πιστοί τον Όσιο γέροντα.
Μόλις εφάνη το ιερό λείψανο με μία φωνή οι χιλιάδες των πιστών κραύγασαν « Άγιος, Άγιος».
Σήμερα 10 χρόνια ακριβώς μετά από εκείνη την ημέρα που γράφονται οι
γραμμές αυτές, έχει γίνει πλέον πεποίθηση σε όλη την Ελλάδα ότι ο
γέροντας Ιάκωβος με τα δεκάδες μετά θάνατον του θαύματα, έχει καταταγεί
στην χορεία των Αγίων.
Μένει να το αντιληφθούν και οι εκκλησιαστικοί μας ταγοί και να του
δώσουν και αυτοί την θέση που του αρμόζει και επίσημα στην ιεραρχία της
Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εμείς αιτούμεθα από τον γέροντα Όσιο Ιάκωβο να μας
προστατεύει και να πρεσβεύει υπέρ ημών στον Κύριο και Θεό μας.
Το δεύτερο μέρος άρθρου του
Αρχιμανδρίτη π. Κυρίλλου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Δαυίδ
Ευβοίας στο περιοδικό «ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ», αφιερωμένο στον Γέροντα Ιάκωβο.
Αρχική επιθυμία του π. Ιακώβου ήταν να πάει
στους Αγίους Τόπους κι εκεί να ζήσει στην Έρημο ως Ασκητής. Θεώρησε
όμως καλό πριν ξεκινήσει για τους Αγίους Τόπους να επισκεφθεί το
μοναστήρι του Όσιου Δαυίδ, για να ζητήσει τη βοήθεια και τη μεσιτεία του
οσίου.
Ή ολοζώντανη όμως εμφάνιση ενώπιον του με
την άφιξη του εκεί του ίδιου του οσίου Δαυίδ πού τον υποδέχθηκε και η
ουράνια και παραδείσια πολιτεία των ασκητών πού είδε μπροστά του σε
δράμα, αντί του παλαιού και ερειπωμένου Μοναστηριού πού υπήρχε στην
πραγματικότητα, τον έκαναν να υποσχεθεί στον Άγιο, ότι θα παραμείνει στη
Μονή, όπως και παρέμεινε.
Την εποχή εκείνη ζούσαν στη Μονή τρία
γεροντάκια με το ιδιόρρυθμο σύστημα. Ηγούμενος ήταν ο μακαριστός
αρχιμανδρίτης Νικόδημος Θωμάς, άνθρωπος ενάρετος, ηθικός και πολύ
ελεήμων, εργασθείς με πολύ ζήλο για την αναστήλωση της Μονής.
Ή μοναχική ζωή του Γέροντα Ιακώβου
Ό πατήρ Ιάκωβος ξεκινώντας τη μοναχική ζωή
έβαλε αρχή απαράβατη την υπακοή και δεν έκανε τίποτα χωρίς ευλογία του
ηγουμένου, την οποία για να λάβει απαιτείτο πολλές φορές να κάνει
κοπιαστικές πορείες τεσσάρων και πέντε ωρών, αφού ο Γέροντας του
ασκώντας και εφημεριακά καθήκοντα ευρίσκετο συχνά στην κωμόπολη της
Λίμνης.
Ή
αγόγγυστη υπακοή αυτή του π. Ιακώβου και ο πύρινος ζήλος με τον όποιο
εργαζόταν στην πνευματική και σωματική εργασία μέσα στη Μονή εκίνησαν το
φθόνο του μισόκαλου διαβόλου, ο όποιος αρχικά ξεσήκωσε τους παλαιούς
ιδιόρρυθμους πατέρες εναντίον του.
Θλίψεις, πικρίες και δοκιμασίες πολλές
επέτρεψε ο Θεός και τον βρήκαν εξ αίτιας της συμπεριφοράς των πατέρων
αυτών. Όμως δεν κάμφθηκε, συνέχισε τον αγώνα του.
Δοκιμασίες και πειρασμοί
Από την άλλη είχε να αντιμετωπίσει τη
δοκιμασία της απίστευτης φτώχειας της Μονής, εκείνης της εποχής και του
ερειπωμένου παγωμένου κελιού του με τα χαλασμένα παντζούρια πού από τις
χαραμάδες τους στους βαρείς χειμώνες ό αέρας περνούσε το χιόνι μέσα, και
με τα τρύπια πατώματα, πού από κάτω τους βάζανε τα γίδια της Μονής.
Ακόμη ή στέρηση απολύτως αναγκαίων αγαθών
και των χειμερινών ακόμη ρούχων και παπουτσιών τον έκαναν με τις βροχές,
τους πάγους και το πολύ χιόνι να τρέμει σύγκορμος και να αρρωσταίνει
συχνά.
Όλες αυτές οι ταλαιπωρίες στιγμάτιζαν το
σώμα του, καμμιά όμως δεν βρήκε την ψυχή του, καμμιά δεν πείραξε το
πνεύμα του. Άλλα κι ο σατανάς δεν έπαυε να τον πολεμά βάζοντας όλη την
τέχνη του και χρησιμοποιώντας όλα τα τεχνάσματα του.
Δεν αρκούνταν στον πνευματικό, τον αόρατο
πόλεμο όπου τσακιζόταν πάνω στην υπακοή, την προσευχή, την πραότητα και
την ταπείνωση του Γέροντα, αλλά τον πολέμησε και αισθητά, ορατά.
Δεκαοκτώ κάποια φορά με διάφορες μορφές σαν
άνθρωποι, σαν πίθηκοι κ.ά., όρμησαν επάνω του την ώρα πού εργαζόταν:
από τα χτυπήματα τους και τα βασανηστήρια τους τον άφησαν μισοπεθαμένο
όταν μπόρεσε πια και απελευθέρωση χέρι του κι έκανε το Σταυρό του.
Το ίδιο επανέλαβαν κι άλλη φορά λιγότεροι
στον αριθμό δαίμονες. Άλλοτε πάλι οι δαίμονες για να τρομοκρατήσουν
εμφανίσθηκαν μορφή χιλιάδων, αναρίθμητων σκορπιών μέσα στη σπηλιά στο
Ασκητή του οσίου Δαυΐδ, όπου ο Γέροντας μιμούμενος τον όσιο Δαυΐδ πήγα
συχνά τις νύχτες να προσευχηθεί, βοηθούμενος στη νυχτερινή μετάβαση εκεί
από ένα φωτεινό αστέρι πού φώτιζε το μονοπάτι, πού δεν ήταν τίποτα άλλο
παρά Άγγελος Κυρίου σταλμένος για τη διακονία αυτή, ως απάντηση του
Θεού στο σχετικό αίτημα της προσευχής του.
Ό π. Ιάκωβος δεν πτοήθηκε. Μόλις
αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για δαιμονίκη ενέργεια, έθεσε όριο στους
σκορπιούς κι αυτοί δεμένοι από την εντολή του δεν πέρασαν τον κύκλο πού
χάραξε γύρω του ο Γέροντας.
Σημάδι αυτό ο Θεός είχε δώσει στον πιστό
του δούλο την εξουσία να χρησιμοποιεί κάτι τη θεία δύναμη Του, από τις
θείες ενέργειές Του.
Ό πατήρ Ιάκωβος σε όλες αυτές τις
δοκιμασίες και τους πειρασμούς ό και σε πολλούς άλλους αντέταξε ακλόνητη
πίστη του στο Θεό και θεία αγάπη του προς τον όσιο Δαυίδ την πραγματικά
ιώβειο υπομονή και την άκαμπτη καρτερία και πραότητά του, την απόλυτη
υπακοή και ταπείνωσή του, την αδιάλειπτη προσευχή και την άπειρη αγάπη
του προς όλους.
Το Γραφικό: «Ή Βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» εφαρμόσθηκε πλήρως από τον Γέροντα.
Ή βία πού ασκούσε στον εαυτό του στο καθετί ήταν το κύριο
χαρακτηριστικό του. Δεν συγκατάβαινε εύκολα στον εαυτό του. Άλλα και η
ευθύτητα του ήταν μοναδική, ήταν άνθρωπος του «ναι, ναι» και του «ου,
ου», και η νηστεία του επίσης υπεράνθρωπη.
Ή ιερατική ζωή του
Ό Θεός αξίωσε τον π. Ιάκωβο και του μεγάλου χαρίσματος της ιεροσύνης.
Ό ίδιος ο μακαριστός Γέροντας έλεγε χαρακτηριστικά: «Εγώ ποτέ στη ζωή
μου δεν επεθύμησα θέσεις και αξιώματα, ούτε και φαντάστηκα κατά διάνοιαν
ότι ήταν δυνατόν να αξιωθώ τέτοιας τιμής. Δέχτηκα μόνον από υπακοή προς
το Γέροντά μου και από σεβασμό προς τον άγιο εκείνον επίσκοπο Χαλκίδος,
το μακαριστό Γρηγόριο».
Ή χειροτονία του σε διάκονο έγινε τις 18 Δεκεμβρίου του 1952 στο
εκκλησάκι της Άγιας Βαρβάρας στη Χαλκίδα και σε ιερέα την επομένη 19
,Δεκεμβρίου στο παρεκκλήσι του Έπισκοπείου.
Ό μητροπολίτης είπε στον π. Ιάκωβο μετά τη χειροτονία του ένα λόγο
προφητικό: «Και συ παιδί μου, θ΄ αγιάσεις. Να συνεχίσεις με τη δύναμη
του Θεού και θα σε ανακηρύξει η Εκκλησία».
Πνευματικά γεγονότα της ζωής του
Ό π. Ιάκωβος μέσα στο ναό κατά τη διάρκεια της θείας Λατρείας ζούσε
ως ιερεύς πολλά πνευματικά γεγονότα. Γινόταν επίγειος άγγελος
«συλλειτουργών», όπως ο ίδιος έλεγε σε ορισμένα πρόσωπα, με Χερουβείμ
και Σεραφείμ και με Άγιους.
Στην αγία προσκομιδή είδε και άγγιξε το ίδιο το πανάγιο Αίμα του Κυρίου, την ώρα πού ετοιμαζόταν να καλύψει τα Τίμια Δώρα.
Εκεί, άλλοτε, είδε Αγγέλους Κυρίου να παραλαμβάνουν τις μερίδες των
μνημονευομένων και να πηγαίνουν να τις εναποθέτουν σαν προσευχές στο
θρόνο του Δεσπότου Χριστού.
Άλλοτε είδε «πνευματικώ τω τρόπω», όπως ο ίδιος έλεγε, κεκοιμημένους
να του εμφανίζονται κατά κάποιο τρόπο με τη χούφτα ανοιχτή και να του
ζητούν να βγάλει μερίδα υπέρ αυτών, υπέρ αναπαύσεως των ψυχών τους, κι
όταν το έκανε τους έβλεπε να πηγαίνουν στον τόπο τους αναπαυμένοι.
Ένα φωτοειδή αστέρα είδε άλλοτε να στέκεται επάνω από το κεφάλι
ευλαβούς Ιερέως πού είχε επισκεφθεί τη Μονή και λειτουργούσε, την ώρα
πού έθετε τον αστερίσκο επάνω του Αμνού κατά την κάλυψη των Τιμίων
Δώρων.
Πνευματικά
γεγονότα τέτοια ανάλογα υπάρχουν πολλά, όλα αυτά, μεγάλες δωρεές του
Θεού προς τον εκλεκτό του δούλο Ιάκωβο. Ως πνευματικός πατέρας διέπρεψε.
Κανένας δεν έφευγε από το πετραχήλι του χωρίς να είναι αναπαυμένος
και ευχαριστημένος. Με την πολλή του αγάπη θυσιαζόταν για όλους και
παρόλο πού, ιδίως τα τελευταία χρόνια, υπέφερε από πολλές αρρώστιες σε
κανέναν δεν είπε: «δεν μπορώ να σε δω, να ακούσω το πρόβλημα σου».
«Ό κόσμος», έλεγε στη συνοδία του, «ούτε να φάει ζητάει, ούτε να
πιει, ζητάει την αγάπη μας. Αν μπορούμε αυτό να το κάνουμε θα επιτύχουμε
στη ζωή μας ως μοναχοί».
Από το 1975, οπότε με θεοφώτιστη απόφαση του σεβασμιωτάτου
μητροπολίτου Χαλκίδος κ. Χρυσοστόμου ανέλαβε την ηγουμενία και «ο λύχνος
ετέθη επί την λυχνίαν», αποκαλύφθηκαν εξ ανάγκης τα πολλά του χαρίσματα
πού αγωνιζόταν επιμελώς να κρύβει.
Ή φήμη της Μονής για τα θαύματα του οσίου Δαυΐδ, τον αγιασμένο
ηγούμενο της π. Ιάκωβο, τον ανύστακτο κόπο και την αβραμιαία φιλοξενία
των πατέρων της διαδόθηκε σιγά-σιγά παντού και πλήθη πιστών από την
Ελλάδα και το εξωτερικό κατέφθαναν στη Μονή, η οποία έτσι αναδείχθηκε,
όπως γράφτηκε, «κυψέλη πνευματικής ζωής και φάρος Όρθοδοξίας, πανελλήνιο
προσκύνημα, πανορθόδοξη αναφορά του αιώνα μας».
Από τα πενήντα πέντε χρόνια του και μετά παρεχώρησε ο θεός κι ο πατήρ
Ιάκωβος πέρασε εκτός των άλλων δοκιμασιών και πολλές και επώδυνες
ασθένειες.
Έλεγε χαρακτηριστικά ο μακαριστός Γέροντας «πήρε ο εωσφόρος την άδεια
να πειράξει το σώμα μου». Αυτό είπε αποκαλυπτικά και το δαιμόνιο μέσω
μιας δαιμονισμένης φανερώνοντας και τις παθήσεις πού είχε ο Γέροντας,
τις όποιες μόνο ο ίδιος ήξερε.
Κι ο Γέροντας συνέχιζε λέγοντας: «Έμενα πού ποτέ άνθρωπος δεν με είδε
γυμνό, εκτός από τη μητέρα μου όταν ήμουν παιδάκι, παραχώρησε ο θεός να
με δουν οι γιατροί και οι νοσοκόμοι και να με χειρουργήσουν
επανειλημμένως. Έγινα θέατρο αγγέλοις και ανθρώποις».
Δεν ήταν λίγες οι φορές βέβαια πού οι Άγιοι, όπως ο όσιος Δαυίδ, ο
όσιος Ιωάννης ο Ρώσος, οι άγιοι Ανάργυροι, ή αγία Παρασκευή, επενέβησαν
μετά από παρακλήσεις του και τον βοήθησαν στις ασθένειες του χαρίζοντας
του την ίαση και την υγεία.
Ή τελευταία δοκιμασία με την υγεία του πού τελικά οδήγησε το Γέροντα
στην άλλη ζωή ήταν ή πάθηση της καρδιάς του, ή οποία προέκυψε εξ αίτιας
κάποιου πειρασμού πού πέρασε.
Τα πνευματικά χαρίσματα του Γέροντα
Ο μακαριστός Γέροντας Ιάκωβος έζησε οσίως σαράντα περίπου χρόνια στη
Μονή του Όσιου Δαυΐδ, έχοντας προηγουμένως ζήσει «ευαγγελικώς» στον
κόσμο τριάντα δύο χρόνια.
Δούλεψε στον Κύριο τηρώντας από τη νεότητα έως το γήρας την προθυμία
της ασκήσεως. Μιμήθηκε τον όσιο Δαυΐδ, και βάδισε στα ίχνη του.
Οι ασκητικοί του αγώνες ήταν εφάμιλλοι των παλαιών οσίων πού
αναφέρονται στα Γεροντικά, αλλά και οι εναντίον του επιθέσεις,
πνευματικές και αισθητές, του Σατανά, οι ποικίλοι πειρασμοί, δοκιμασίες
και κακοπάθειές του ήταν ανάλογες με αυτές πού αντιμετώπισαν πολλοί
θεοφόροι Πατέρες.
Όσο όμως μεγάλωναν οι δοκιμασίες, οι ασθένειες και τα βάσανα του,
τόσο ο θεός τον χαρίτωνε με σπάνια πνευματικά χαρίσματα, όπως της
διοράσεως και προοράσεως, της διακρίσεως και της παραμυθίας, και τόσο
περισσότερες ήταν οι θεοπτείες πού είχε και οι θεοσημείες πού επιτελούσε
με την προσευχή του, αλλά και τόσο μεγαλύτερη γινόταν η ακτινοβολία
του.
Στη Μονή προσέρχονταν για να τον δουν εκατοντάδες απλοί άνθρωποι του
λαού, αλλά και πατριάρχες και αρχιερείς, κληρικοί κάθε βαθμού και
μοναχοί, άρχοντες και ανώτατοι δικαστές, καθηγητές Πανεπιστημίου και
επιστήμονες. Όλοι φεύγοντας από τη Μονή κι έχοντας δει το Γέροντα Ιάκωβο
αισθάνονταν ότι έφευγαν από ένα είδος Παραδείσου.
Ό καθένας εύρισκε κοντά στο Γέροντα τη βοήθεια πού χρειαζόταν. Οι
πονεμένοι εύρισκαν με τους παραμυθητικούς του λόγους την παρηγοριά και
την ανακούφιση, οι δαιμονισμένοι εύρισκαν με τις ευχές του την
απελευθέρωση από τα δαιμόνια και τη θεραπεία τους, οι ασθενείς εύρισκαν
με την παρρησία της προσευχής του την ίαση και την υγεία, οι
ταλαιπωρημένοι από τα διάφορα βιοτικά προβλήματα τους εύρισκαν με την
ευλογία του την αναψυχή, την ψυχική τους Ισορροπία, την ενδυνάμωση, τη
λύση των προβλημάτων τους.
Οι φτωχοί εύρισκαν με τη συνεχή και αγόγγυστη ελεημοσύνη του τη
λύτρωση από τη θλίψη της φτώχειας και την απελευθέρωση από τα βάρη των
χρεών τους.
Πολλά άτεκνα ζευγάρια μετά την προσευχή, τις ευχές και την ευλογία
του αποκτούσαν τέκνα χαριτωμένα. ‘Αλλά και για όσους είχαν τα κατάλληλα
μάτια να δουν, ή παρουσία και μόνο του Γέροντα, ή θεωρία του, αποτελούσε
ευλογία θεού, φανέρωση των θείων ενεργειών, παρουσία του θεού στη γη.
Ιδού τι αναφέρει σχετικώς στην από 14.2.1994 επιστολή του προς την
Ιερά Μονή του Όσιου Δαυΐδ ο οικουμενικός πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος:
«…Δια τον μακαριστόν Γέροντα με την φωτεινήν μορφήν ισχύει εκείνο το
οποίον έγραφεν ο ιερός Χρυσόστομος δια τον άγιον Μελέτιον Αντιοχείας:
«Ου γαρ διδάσκων μόνον, ουδέ φθεγγόμενος, αλλά και δρώμενος απλώς,
ικανός ή άπασαν αρετής διδασκαλίαν εις την των ορώντων ψυχήν
εισαγαγείν».
Ή οσιακή κοίμηση του
Αντάξια της θαυμαστής ζωής του ήταν και η οσιακή κοίμηση του Γέροντα,
την οποία προγνώριζε, γι’ αυτό και παρακάλεσε αγιορείτη ιεροδιάκονο πού
εξομολόγησε το πρωί της 21ης Νοεμβρίου 1991, εκείνης της τελευταίας
ημέρας της επιγείου ζωής του να μείνει στο Μοναστήρι ως το απόγευμα για
να τον «ντύσει».
Και πράγματι στις 4.17 το απόγευμα σαν πουλάκι παρέδωσε το πνεύμα. Ό
μακαριστός Γέροντας άφησε το φθαρτό αυτό κόσμο του πόνου κι έφυγε για
την αιώνια ανάπαυση, στο Θεό.
Το λείψανο του ήταν λαμπερό, εύκαμπτο, ζεστό, οσιακό και η ιαχή πού
έβγαινε από τα χείλη χιλιάδων ανθρώπων «άγιος άγιος… είσαι άγιος»
αποτελούσε μία ομόφωνη μαρτυρία της συνείδησης των πιστών για το
μακαριστό πλέον Γέροντα Ίάκωβο.
Αλλα ο άγιος Γέροντας συνεχίζει και μετά την οσιακή κοίμηση του, όπως
το ομολογούν εκατοντάδες πιστοί να τους ευεργετεί με την παρρησία πού
έχει στο Θεό.
Στη Μονή του Όσιου Δαυΐδ υπάρχουν τουλάχιστον τριακόσιες μαρτυρίες πιστών, πού ο Γέροντας Ιάκωβος τους βοήθησε.
Οι μαρτυρίες αυτές, πού περιέχονται σε επιστολές των ίδιων των
ευεργετηθέντων ή κατεγράφθηκαν μετά από προφορικές διηγήσεις τους, έχουν
σχέση με θεραπείες, ευεργετικές επεμβάσεις, ή μεταθανάτιες εμφανίσεις
του Γέροντα.
Ή παρρησία του π. Ιακώβου στο Θεό-Σύγχρονες μαρτυρίες
1.Ό ιερεύς π. Ιωάννης Βερνέζος, εφημέριος του Προσκυνηματικού Ιερού
Ναού του Άγιου Ιωάννου του Ρώσου στο Προκόπι της Ευβοίας ανέφερε τα
εξής: «Είχα ένα ογκίδιο στο δεξί μου χέρι.
Έκτος των κινδύνων πού έκρυβε, ήταν και αντιαισθητικό. Γι’ αυτό, όταν
οι χριστιανοί μου φιλούσαν το χέρι, το κάλυπτα με το ράσο μου.
Την ημέρα της κηδείας του Γέροντος Ιακώβου (22.11.1991) παρεκάλεσα το
Γέροντα για το θέμα αυτό. Και καθώς ασπαζόμουν το ιερό σκήνωμα του,
ακούμπησα το χέρι μου πάνω στο λείψανο του.
Από εκείνη τη στιγμή το ογκίδιο άρχισε να υποχωρεί, ώσπου
εξαφανίστηκε. Μεγάλη ή χάρη του οσίου Γέροντα. «Ας έχουμε την ευχή
του!».
2. Ή κ. Ανδρομάχη Πασχάλη, κάτοικος Λίμνης Ευβοίας, σε επιστολή πού
έστειλε στη Μονή γράφει τα έξης:«Στις 18 Νοεμβρίου 1993 παρουσιάστηκε
στην άκρη της γλώσσας μου ένα μικρό κεράτινο ογκίδιο.
Περνώντας οι μέρες αυτό μεγάλωσε, κρεμόταν μπροστά στη γλώσσα μου και
με ενοχλούσε στην ομιλία, την ώρα πού έτρωγα και όταν έπινα νερό.
Πέρασαν δυο μήνες από την ημέρα πού το πρωτοείδα, το ογκίδιο
εξακολουθούσε να υπάρχει και ή ψυχολογική μου κατάσταση ήταν πολύ
άσχημη.
Μέσα στη μεγάλη ψυχολογική ένταση πού βρισκόμουν, κι ενώ σκεπτόμουν
ότι από Δευτέρα έπρεπε να πάω στην Αθήνα για γιατρό, άρχισα να λέω το
πρόβλημα μου στον παππού Ίάκωβο κοιτάζοντας μία μικρή φωτογραφία του πού
είχα απέναντι στο τραπέζι μου.
Τον παρακάλεσα να με βοηθήσει, να μην αρχίσω τις ατέλειωτες εξετάσεις
στους γιατρούς πού χρειάζονται για τέτοιου είδους περιστατικά και κατά
τις δυο τα μεσάνυκτα ανέβηκα για ύπνο στο δωμάτιο μου.
Το πρωί πού σηκώθηκα, την ώρα πού έπινα καφέ, διαπίστωσα ότι δεν με
ενοχλούσε τίποτα στη γλώσσα μου. Όλο αγωνία πήγα στον καθρέφτη και είδα
ότι το ογκίδιο πού είχα εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ούτε σημάδι. Έτσι
απλά παρακάλεσα τον άγιο Ιάκωβο να με βοηθήσει, κι αυτός έτσι απλά με
βοήθησε.»
3. Ό πανιερώτατος μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος σε μία από τις
επισκέψεις του στη Μονή, ως αρχιμανδρίτης τότε, ανέφερε μεταξύ άλλων
θαυμάτων πού επιτελεί ο άγιος Γέροντας Ιάκωβος σε Κυπρίους αδελφούς μας,
τους οποίους αγαπούσε πολύ, και το εξής θαυμαστό:«Είχα φέρει στην Κύπρο
λάδι από το καντήλι του τάφου του Γέροντα.
Το 1993 με πήρε στο τηλέφωνο ο εφημέριος του Ιερού Ναού του Αγίου
Ιωάννου του Θεολόγου Λάρνακος, ο π. Παναγιώτης Ζάρος, και μου είπε:
«Πάτερ Νεόφυτε, δεν είμαι καλά.
Έχω ένα χρόνιο πρόβλημα υγείας, αλλά δεν το λέω. Έχω ραγάδες στο
έντερο και έχω μεγάλη αιμορραγία. Και αυτές τις ημέρες έχω έντονους
πόνους και μεγάλη ροή αίματος, και σε παρακαλώ κάνε μια παράκληση στον
άγιο Γεώργιο, πού ζεις στο μοναστήρι του, και στον πατέρα Ιάκωβο να μου
δίνουν υπομονή, γιατί όταν πονώ υποφέρω πολύ και φωνάζω και
στενοχωρούνται και ή παπαδιά και τα παιδιά μου».
Λυπήθηκα πολύ και του είπα ότι θα κάμω παράκληση και θα του πήγαινα
λαδάκι από το καντήλι του πατρός Ιακώβου, για να σταυρωθεί. Αυτά είπα
και έκλεισα το τηλέφωνο.
Μετά από δέκα πέντε λεπτά ο π. Παναγιώτης ήρθε στο μοναστήρι και μου
είπε: «Ήρθα να πάρω το λαδάκι του Γέροντα μόνος μου, γιατί πιστεύω πολύ
σε αυτόν τον άνθρωπο, ότι ο Θεός τον χαρίτωσε και θα με βοηθήσει».
Του έδωσα λάδι και σταυρώθηκε στο μέτωπο και έφυγε. Το βράδυ με πήρε
στο τηλέφωνο και μου είπε χαίροντας και κλαίοντας ότι ή ροή του αίματος
σταμάτησε. Από τότε έγινε τελείως καλά.
Ό π. Παναγιώτης υπέφερε από αυτό από τα εφηβικά του χρόνια και τώρα
ήταν περίπου 40 ετών. Όταν έγινε καλά υποσχέθηκε να τελεί θεία
Λειτουργία και μνημόσυνο στο Γέροντα Ιάκωβο κάθε χρόνο σαν αυτή την
ήμερα της θεραπείας του. Όταν όμως πέρασε ένας χρόνος από το θαύμα αυτό ο
π. Παναγιώτης ξέχασε την υπόσχεση του.
Τη θυμήθηκε όταν εκείνη την ημέρα (στο χρόνο επάνω) του παρουσιάσθηκε
ελάχιστο αίμα. Εκπλήρωσε την υπόσχεση του και η ροή του αίματος
σταμάτησε. Από τότε το θυμάται κάθε χρόνο και επιτελεί θεία Λειτουργία
και μνημονεύει το Γέροντα ανάμεσα στους Άγιους.
4.
Ό κ. Γιώργος Ίωαννίδης, γιατρός παθολόγος από το Βόλο, (προσωπικός τότε
γιατρός του τότε Μητροπολίτου Δημητριάδος και τώρα Αρχιεπισκόπου κ.
Χριστοδούλου) ανέφερε μεταξύ άλλων και τα έξης: «Φεύγοντας από τη Μονή
του Όσιου Δαυΐδ, οπού είχα έλθει με την οικογένεια μου για προσκύνημα το
Σεπτέμβριο του 1997, κι ενώ βρισκόμουν στην πύλη της αισθάνθηκα μέσα
μου μια δυνατή επιθυμία να πάω να ξαναπροσκυνήσω τον τάφο του Γέροντα
Ιακώβου. Αισθανόμουν όπως αισθάνεται κάποιος πού ξέχασε πίσω του κάτι
πολύτιμο και θέλει να γυρίσει να το πάρει.
Πραγματικά γύρισα με το γιο μου και στο ένα μέτρο πριν από τον τάφο
του Γέροντα βλέπω κάτω στη γη ένα κομποσχοίνι. Παίρνω το κομποσχοίνι στο
χέρι μου, το υψώνω και το κρατώ επιδεικτικά, ώστε αν κάποιος από τους
γύρω προσκυνητές το έχασε, να το δει και να ‘ρθει να το πάρει.
Εκείνη όμως ακριβώς τη στιγμή ακούω φωνή πίσω μου πού μου έλεγε: «Τι ψάχνεις; Για σένα είναι το κομποσχοίνι».
Γυρίζω και σε απόσταση ενός μέτρου βλέπω ολοζώντανο το Γέροντα Ιάκωβο
να μου χαμογελά. Τον είδα ολοκάθαρα. Διέκρινα την υγρασία των ματιών
του, τις φλεβίτσες στο πρόσωπο του, τη γενειάδα του, όπως την είχε.
Ένοιωσα κάτι το ξεχωριστό, συγκλονίστηκα. Ή κυριολεκτικά αυτή ζωντανή
παρουσία του Γέροντα Ιακώβου μπροστά μου ήταν καθοριστική κι έβαλε μέσα
μου τη σφραγίδα περί της βεβαιότητας της θείας παρουσίας».
5. Τις ημέρες πού γραφόταν αυτό το κείμενο και συγκεκριμένα στις 10
Όκτωβρίου 2001 ήρθε στη Μονή ο κ. Γιαννούλης, ναυτικός, από την Άνδρο
και βουρκωμένος χωρίς καν να μπορεί να μιλήσει καλά-καλά από τη
συγκίνηση και τα κλάματα ανέφερε τα έξης: «Ταξίδευα προ καιρού και
ευρισκόμουν στην Ινδία. Κάποια μέρα αντιμετώπισα σοβαρό πρόβλημα με την
καρδιά μου. Στο Νοσοκομείο εκεί πού με πήγαν οι γιατροί είπαν στους
συναδέλφους μου ότι τελειώνω.
Εγώ, παρ’ όλο πού ήμουν σε κωματώδη κατάσταση, ένιωθα ότι κάποια
αόρατη θεία δύναμη με βοηθάει. Όταν αργότερα άνοιξα κάποια στιγμή τα
μάτια μου τον πρώτο πού είδα μπροστά μου ήταν ο Γέροντας Ιάκωβος πού
είχα διαβάσει αρκετές φορές το βιβλίο του.
Μου είπε: «Μη φοβάσαι, κύριε Γιαννούλη, θα σε βοηθήσω, θα γίνεις
τελείως καλά και θα ξαναγυρίσεις στην πατρίδα». Και από εκείνης της ώρας
πράγματι έγινα τελείως καλά».
Από τις υπάρχουσες προφορικές και γραπτές μαρτυρίες των πιστών
διαπιστώνεται ότι ο Γέροντας Ιάκωβος έχει μεγάλη παρρησία στο θεό και
γι’ αυτό ευχόμεθα να πρεσβεύει υπέρ υγείας όλων μας στο δωρεοδότη Θεό.
Απολυτίκιο Αγίου γέροντα Ιακώβου Τσαλίκη
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Λιβισίου τόν γόνον, καί Εὐβοίας τό καύχημα, ἐν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντα, μοναστῶν φίλον γνήσιον, Ἰάκωβον τιμήσωμεν πιστοί,τόν νέον ἡσυχίας ἐραστήν, τὸν παρέχοντα ἰάσεις παντοδαπάς, τοῖς εὐλαβῶς κραυγάζουσι· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, Δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, Δόξα τόν ἐν ἐσχάτοις χρόνοις καί καιροίς σὲ ἁγιάσαντι.
Λιβισίου τόν γόνον, καί Εὐβοίας τό καύχημα, ἐν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντα, μοναστῶν φίλον γνήσιον, Ἰάκωβον τιμήσωμεν πιστοί,τόν νέον ἡσυχίας ἐραστήν, τὸν παρέχοντα ἰάσεις παντοδαπάς, τοῖς εὐλαβῶς κραυγάζουσι· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, Δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, Δόξα τόν ἐν ἐσχάτοις χρόνοις καί καιροίς σὲ ἁγιάσαντι.